Τα βράδια συνήθως πίνω το κρασάκι μου σε ένα
μπάρ απέναντι από την πολυκατοικία Νο 48Β της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Η Πολυκατοικία Νο 48Β της Λεωφόρου Αλεξάνδρας
ήταν η πρώτη πολυκατοικία που κτίστηκε ανάμεσα στα χαμόσπιτα της περιοχής και
πάντα πίστευε ότι η Ιστορία την
καταδίκασε να γειτονεύει με την ταπεινότητα.
Όταν σηκώνω το ποτήρι τα μάτια μου
ευθυγραμμίζονται αναγκαστικά με τους
πολυελαίους των σαλονιών.
Θα είχε ενδιαφέρον να γραφτεί ένα μυθιστόρημα
από κάποιον που δεν έχει άλλη δουλειά να κάνει με τίτλο « Οι πολυέλαιοι της
πολυκατοικίας Νο 48Β» .
Επικεντρώνω την προσοχή μου στον πολυέλαιο του
«δευτέρου».
Ο πολυέλαιος της Αικατερίνης
Κωστελέτου-Πουλιέζου ήρθε πακεταρισμένος από το «Άκρον Ίλιον Κρυστάλ» μαζί με
σκρίνια πολυθρόνες και κομοδίνα σε χρώμα σκούρας καρυδιάς παραμονές του γάμου
της με τον Βιτζέντζο Κωστελέτο υπάλληλο
του ΤΕΒΕ.
Αποτελούταν από πέντε περίτεχνα μπρούτζινα μπράτσα
πάνω στα οποία ήταν στερεωμένα τα ντουί
των λαμπτήρων με τα γυάλινα διακοσμητικά περιβλήματα τους .
Περιμετρικά ήταν κρεμασμένα με αόρατα
μεταλλικά νήματα αμέτρητα γυάλινα κομμάτια σε σχήμα διαμαντιού.
Όταν άναψε ο πολυέλαιος της Αικατερίνης στάθηκαν έκθαμβοι από κάτω οι παρευρισκόμενοι
και τον θαύμαζαν .
Του Τζέντζου δεν του άρεσε από την αρχή αλλά
δεν είπε κουβέντα για να μην χαλάσει την ιερή τελετή αφής του πολυελαίου.
Τότε , σε αντίθεση με σήμερα οι πολυέλαιοι
ήταν επώνυμοι . Άλλο ένα γυάλινος πολυέλαιος από την Οβριακή και άλλο ένας πολυέλαιος από το «Άκρον - Ίλιον - Κρυστάλ».
Ο πολυέλαιος της Αικατερίνης ήταν φτιαγμένος για μεγάλες
δεξιώσεις , για επίσημες συναντήσεις , για βαλς , για τσάγια. Δεν ήταν κάποιος τυχαίος πολυέλαιος
σε κάποια φτωχική κάμαρη του Μαντουκιού.
Η Αικατερίνη ως «Κυρία Δημοσίου Υπαλλήλου» θα έπρεπε να
μπορεί να δεχτεί στο σαλόνι της Κυρίες αναλόγου κύρους και μορφώσεως.
Ο Τζέντζος ήταν, επίσης, φτιαγμένος για «μεγάλα πράματα» η Ιστορία τον
αδίκησε όμως και τον καταδίκασε να τσακώνεται στα δικαστήρια με μαγαζάτορες που
δεν πλήρωναν τα ασφάλιστρα τους.
‘Εγινε ο «κακός» και καταδικάστηκε να τον
αποφεύγουν όλοι.
Έκανε παρέα μόνο με τον Κώστα τον ποιητή του
«πρώτου» ο οποίος έγραφε στιχάκια ημερολογίου που δεν είχαν καμία αναγνώριση
διότι «το σύμπαν είχε συνωμοτήσει για να θάψει έναν μεγάλο ποιητή» (όπως
συμβαίνει συνήθως άλλωστε).
Ο πολυέλαιος της Αικατερίνης δεν κατάφερε να
φωτίσει μεγάλες δεξιώσεις και χορούς.
Στην αρχή μόνο ήρθαν κάτι παλιές συμμαθήτριες
της να τον θαυμάσουν.
Έτσι πέρασε η ζωή της Αικατερίνης
ξεσκονίζοντας τον πολυέλαιο κάθε Σάββατο , ώσπου ένα βράδυ στραβοκατάπιε στην
τραπεζαρία του σαλονιού κάτω από τον
πολυέλαιο.
Ο Τζέντζος φώναξε «Χριστός!» αλλά φαίνεται ότι
οι Θεοί τότε δεν είχανε ειδικευθεί σε
περιπτώσεις Γάστρο-οισοφαγικής παλινδρόμησης.
Έτσι ο πολυέλαιος αράχνιασε τόσο που με
δυσκολία ξεχώριζες τα γυάλινα διαμάντια του «Άκρον Ίλιον Κρυστάλ».
Όταν συνταξιοδοτήθηκε ο Τζέντζος έπινε
καθημερινά τον καφέ του με τον ποιητή στον «Ναυτίλο».
Ο Ναυτίλος είναι ένα καφενείο στην άκρη της Θάλασσας
που πίστευε πάντα ότι ήταν φτιαγμένος για συγκλονιστικές θαλασσινές περιπέτειες
αλλά «η ιστορία τον αδίκησε και το καταδίκασε να σερβίρει καφέδες στο
μουράγιο».
Μια των ημερών ο Τζέντζος γλίστρησε στις
πλάκες και έσπασε το Ισχίο.
Γύρισε σπίτι μετά από μέρες με το ασθενοφόρο
του νοσοκομείου.
Τα παιδιά του βάλανε «γυναίκα».
Το κρεβάτι του μεταφέρθηκε στο σαλόνι για να διευκολύνεται
η «γυναίκα».
Ο Τζέντζος ζει κατάκοιτος σε ένα κρεβάτι στο
σαλόνι καταδικασμένος να βλέπει τον πολυέλαιο του «Ακρον Ίλιον Κρυστάλ».
Έρχεται η Σερβιτόρα για τον λογαριασμό.
«Μάλλον είναι φοιτήτρια του τμήματος
Μετάφρασης και διερμηνείας.»
«Σίγουρα είναι προορισμένη για μεγάλα πράματα.»
Διασχίζω αργά την Πλατεία Σαρόκου.
Παλιά ήταν λασπότοπος.
Αργότερα έγινε η πολύβουη εμπορική πλατεία της
πόλης.
Πάντα πίστευε ότι θα έπρεπε να ανακηρυχτεί ως η σπουδαιότερη
πλατεία του γαλαξία.
Η Ιστορία, όμως, την αδίκησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου