(στην μνήμη του Τάσου Κατιντσάρου)
Ήταν μια φορά και έναν καιρό ένας βασιλιάς που έμενε σε
ένα τεράστιο παλάτι.
Για κάποιο λόγο που αδυνατούμε εμείς οι ταπεινοί να
κατανοήσουμε, το παλάτι δεν τόνε χώραγε και έβαλε να του χτίσουν και δεύτερο.
Δεν τονε χώραγανε ούτε τα δύο παλάτια και συνέχισε να βάζει μαστόρους να του χτίζουν παλάτια.
Ήθελε ένα παλάτι που να βλέπει την Ανατολή , ένα την Δύση,
ένα στα βουνά , ένα στη Θάλασσα, ένα στην Πόλη , ένα σε χωριό.
Δεκάδες παλάτια χτίστηκαν επί των ημερών του όλα ευάερα
και ευήλια, μα και πάλι, ησυχία δεν εύρισκε η ψυχή του.
Κάποτε γύρισαν οι άνεμοι και ο Βασιλιάς εκθρονίστηκε.
Έτσι συμβαίνει , άλλωστε,
πάντα με τους βασιλιάδες.
Κατέληξε σε ένα στενό και σκοτεινό διαμέρισμα στο βροχερό
Λονδίνο να κοιτάει την βροχή πίσω από το τζάμι, άγνωστος μεταξύ αγνώστων.
Οι γνώμες των Ιστορικών για τον Βασιλιά διίστανται.
Άλλοι λένε ότι «ήταν λίγο μαλάκας» .
Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι ήταν απλά «ένας συνηθισμένος
μαλάκας».
Υπάρχει και μια μικρή μειοψηφία ακραίων ιστορικών που
πιστεύει ότι «ήταν πολύ μαλάκας».
Επί των ημερών του είχε ένα παλάτι στην Κέρκυρα το οποίο
ονόμαζε «Μον Ρεπό» και το οποίο ήταν χτισμένο στην μέση ενός τεράστιου δάσους
με αιωνόβια δένδρα , δίπλα στην θάλασσα.
Είχε και κρυφή, μικρή προσωπική βασιλική παραλία την οποία
ανακάλυψα και κάνω το μπάνιο μου γυμνός
εγώ καθώς και άλλοι Αναρχοκομμουνισται,
Εαμοβούλγαροι και Ληστοκομμουνιστοσυμμορήται.
Τα χρόνια της παντοδυναμίας του Βασιλέως οι πάντες ήθελαν
να είναι δίπλα του η σχετικά κοντά του.
Να φαντασθείτε ότι πολλοί αριστεροί καμάρωναν ακόμα και αν κατάφερναν να βρεθούν ανάμεσα στο πλήθος για να
τον δουν με τα μάτια τους να περνάει πάνω στο άσπρο του άλογο.
Ήξερα έναν αριστερό
ταπετσιέρη που μιλάει ακόμα με δέος για τον θρόνο του βασιλιά που «του άλλαξε
την ταπετσαρία αυτός με τα ίδια του τα χέρια».
Αριστερούς μαραγκούς , αριστερούς μανάβηδες «προμηθευτές
της βασιλικής αυλής», αριστερούς τρομπετίστες που έπαιξαν για χάρη του.
Μιλάμε για μια
ολόκληρη γενιά αριστερών που ονειρευόταν έναν «βασιλευόμενο
κομμουνισμό».
Να φαντασθείτε ότι βαφτίζανε και τα παιδιά τους με
βασιλικά ονόματα όπως «Όργα», «Λισάβω», «Φρειδερίκη», «Αμαλία» κλπ.
Με το που έφυγε , λοιπόν, ο Βασιλιάς συνέβησαν δύο τινά.
Πρώτον μετατέθηκαν όλες οι εξουσίες του παλατιού στον «Πεζόδρομο»
και…
Δεύτερον η πλαζ του Μον Ρεπό δόθηκε στον λαό, το παλάτι
έγινε μουσείο και το δάσος χώρος περιπάτου.
Ας τα όμως πάρουμε ένα-ένα.
Ο «Πεζόδρομος»
βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και είναι πλήρης από τραπεζοκαθίσματα με
μεζέδες, τσάγια, καφέδες και απεριτίφ κάθε γούστου.
Εδώ συχνάζει η εξουσία καθώς και η κρατική γραφειοκρατία
κάθε πρωί.
Εδώ κλείνονται συμφωνίες, καταβάλλονται «λαδώματα» και λαμβάνονται οι αποφάσεις των συμβουλίων της μικρής μας δημοκρατικής πολιτείας.
Τα τελευταία χρόνια μάλιστα στον «πεζόδρομο» εγκαταστάθηκε και η αριστερά λόγω του ότι θεωρείται «πιο υπεύθυνος χώρος
διεργασιών».
Έτσι η «Αριστερά του πεζοδρομίου» μετετράπη ανεπαισθήτως
σε «Αριστερά του Πεζόδρομου».
Γνώρισα δε και έναν Αριστερό του Πεζόδρομου που είχε
βαφτίσει το γιό του «Βλαδίμηρο!!» για ξεκάρφωμα.
Ακούς εκεί «Βλαδίμηρο» !
Μόλις , λοιπόν, η Αριστερά του Πεζόδρομου πήρε αναίμακτα
την εξουσία της μικρής μας δημοκρατικής πολιτείας έδωσε σε έναν επιχειρηματία
την πλάζ του Μον Ρεπό ως «προβληματική».
Ο αναγνώστης εδώ θα πρέπει να υποστεί μια αναγκαστική
επιστροφή στο χρόνο προκειμένου να αντιληφθεί
πλήρως την σημασία της εν λόγω πλάζ.
Όταν ο Βασιλιάς που λέγαμε έφυγε για το Λονδίνο ο
Λαός εισέβαλε στο Μον Ρεπό και το
κατέλαβε «δια παντός».
Στην κατάληψη συμμετείχε και ένα σμήνος σπάνιων και
τεράστιων Πελεκάνων που μοιάζουν με προϊστορικά πτηνά και οι οποίοι εγκαταστάθηκαν
στο πυκνό δάσος όπου και έχτισαν φωλιές μεγέθους γκαρσονιέρας.
Η Πλάζ έγινε ο
παράδεισος των παιδιών και συνδέθηκε με τις καλύτερες στιγμές από τα παιδικά
χρόνια ολόκληρων γενεών.
Μετά τον εφιαλτικό χειμώνα των τριτόκλιτων, της
περισπωμένης, της δασείας και των
εξισώσεων ακολουθούσε το καλοκαίρι του Πόντε.
«Πόντε», αγαπητοί κοντοχωριανοί, λέμε την εξέδρα της θάλασσας (η την γέφυρα του ποταμιού) .
Μιλάμε για θρυλικούς διαγωνισμούς «μπόμπας» που οι νικητές
τους καμαρώνουν ακόμα μετά από σαράντα χρόνια.
Παίρνανε φόρα και
υπό τις επευφημίες και παροτρύνσεις του πλήθους της πιτσιρικαρίας πηδούσαν από
την άκρη του Πόντε μαζεμένοι σαν μπάλα
με σκοπό να σηκώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο νερό κατά την πρόσκρουσή τους
με το υγρό στοιχείο.
Ήταν, βέβαια, μια εποχή που τα παιδιά ήταν ακόμα αδύνατα
και τα σκόρ ήταν πολύ χαμηλά.
Εκείνη την εποχή, λοιπόν,
το Μον Ρεπό ήταν και ο τόπος των
μεγάλων ερώτων του καλοκαιριού.
Πολλές σημερινές μαμάδες εγκαστρώθηκαν στα πυκνά δάση πέριξ της αμμουδιάς.
Ακολουθούσε η γνωστή τελετή με τα φρεσκοπλυμένα και
ανθοστόλιστα αυτοκίνητα να κορνάρουν στα Κουρτελάτσα και η οδυνηρή (ως συνήθως)
συνέχεια του έγγαμου βίου.
Πάντα όμως, ιδιαίτερα στις μεγάλες δυσκολίες, το μυαλό κατέφευγε σε εκείνα τα καλοκαίρια
του έρωτα και της ανεμελιάς και στο μικρό παράδεισο των παιδικών χρόνων.
Επιστρέφουμε.
Φέτος η πλάζ του Μον Ρεπό ξανάγινε «βασιλική».
Το “Royal
Palace” έχει καλοντυμένους και βλοσυρούς υπαλλήλους
υποδοχής, Μπάρ, Αναπαυτικά ανάκλιντρα με
αραχνούφαντα ριχτάρια, σερβιτόρους και πλαστικό χορτάρι.
Το πιο εντυπωσιακό , όμως είναι οι πολυέλαιοι με αισθητική
¨Τζάμπο¨ που είναι κρεμασμένοι από τα δέντρα.
Οι σημερινές μαμάδες (που εγκαστρώθηκαν στην λαϊκή πλαζ
του Μον Ρεπό) εκτοπίστηκαν σε μια
διπλανή λωρίδα που άμα δεν προσέξεις βγαίνοντας από τη θάλασσα σε πατάνε τα
αυτοκίνητα.
Οι δε Πελεκάνοι μη αντέχοντας την κακογουστιά κατέφυγαν
στα βάθη του δάσους και διέκοψαν κάθε επαφή με το ανθρώπινο είδος.
Έτσι, εξ ανάγκης, προέκυψε το κίνημα των μαμάδων της
Γαρίτσας.
Στην αρχή αντάλλασσαν
είδη για τα παιδιά μέσω του Φέιςμπούκ.
Καμαριέρες και σερβιτόρες που δεν μπορούσαν να το
διανοηθούν βρεθήκαν με καροτσάκια αεροδυναμικά , παπουτσάκια φιρμάτα και χειμωνιάτικα παιδικά μπουφάν για
πολικές θερμοκρασίες.
Στη συνέχεια οργάνωσαν
και εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για να ξανανοίξει το Μον Ρεπό.
Θέλανε πίσω την Πλάζ για να έχουν και τα παιδιά τους
«παιδικά χρόνια».
Νόμισαν ότι θα τις βοηθήσει και ο «κομμουνισμός», μέχρι που κατάλαβαν ότι έπινε ούζα στον
«Πεζόδρομο» η μόναζε στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου.
Έτσι , ανεπαισθήτως, χωρίς να ξέρουν, έγινα αυτές «ο Κομμουνισμός» και ας μην είχαν
διαβάσει ακόμα ούτε μια γραμμή από το: «Η προλεταριακή επανάσταση και ο
αποστάτης Κάουτσκι».
Το διήγημα αυτό το αφιερώνω στην μνήμη του Τάσου Κατιντσάρου
που τον αγαπούσα πολύ και θα τον χρειάζομαι
πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου