Η Αρετή Βασιλάκη δεν ζει πια.
Πέθανε ένα βράδυ πριν από μερικά χρόνια στον
ύπνο της σε ηλικία ογδοήντα τεσσάρων
χρόνων.
Οφείλω ένα μνημόσυνο.
Υπάρχει σοβαρός λόγος.
Την Αρετή την έβλεπα κάθε πρωί να ζαλώνεται
και να φεύγει για το χτήμα.
Την είχα δει τόσες πολλές φορές που δεν
μπορούσα να διανοηθώ ότι θα ερχόταν μια μέρα που θα ξυπνούσα και δεν θα την
έβλεπα να κάνει την γνωστή ιεροτελεστία έξω από την πόρτα της.
Έδενε κάτι σχοινιά στην μέση , στους ώμους ,
στην πλάτη και γύρω από τα βυζιά της με έναν τρόπο που ξέρουν καλά οι παλιές Κερκυραίες
χωριάτισσες.
Ήταν κάτι σαν τα σακίδια που κουβαλάνε σήμερα οι εκδρομείς οι μαθήτριες και οι αναρχικοί.
Αυτά τα σχοινιά κρατούσαν τα πάνινα δέματα που
μέσα υποθέτω ότι είχε ότι χρειαζόταν για μια ολόκληρη μέρα στο χωράφι.
Το φαγητό της . Τα εργαλεία της . Το φαί για τα
ζωντανά.
Στο τέλος έπαιρνε και το ξύλινο ραβδί της και
ξεκίναγε.
Αν την έβλεπαν οι αγρότες του κάμπου της Θεσσαλίας
με τα θηριώδη τρακτέρ θα γελούσαν.
Το χτήμα της δεν ήταν παρά ένα στρέμμα κηπευτικά και αμπέλια , ένα
κοτέτσι και καμιά εικοσαριά ρίζες ελιές.
Έλειπε όλη μέρα.
Ερχόταν το βράδυ τον ανήφορο ζαλωμένη.
Στα νιάτα της λένε ήταν η πιο κρυστάλλινη φωνή
του χωριού.
Έκανε και τα μαλλιά της ρίτσικα και πέφτανε
στο μέτωπο με χάρη.
Είχε κάψει πολλές καρδιές.
Η Αρετή πέθανε ένα βράδυ στον ύπνο της σαν
πουλί.
Θυμάμαι ένα βράδυ την είχα περάσει από ανάκριση.
«Για λεζάμινα ήρθες ωρέ Σταμάτη;» με ρώτησε με
απορία .
Μου είπε για το γενεαλογικό της δέντρο όσο
μπορούσε να θυμηθεί.
Τη μάνα της τηνε λέγανε Μαριετίνα .
Τη νόνα της τηνε λέγανε Αρετή.
Τη μάνα τσι νόνας της τηνε λέγανε κιαυτήνε
Μαριετίνα.
Φτάσαμε μέχρι μιαν Αρετή που πρέπει να έζησε κάπου
στις αρχές του 1800.
Ένα βράδυ την ακούσαμε να τραγουδάει στην
κουζίνα μοναχή της.
Το συνήθιζε που και πού αλλά αυτή τη φορά
τραγούδαγε με την καρδιά της .
Μαζευτήκαμε για παρέα.
Κάποια στιγμή όρχησε να μας τραγουδά ένα
τελείως άγνωστο τραγούδι .
Έμοιαζε με νανούρισμα.
Οι στίχοι διαδέχονταν ο ένας τον άλλον .
Δεκαπεντασύλλαβοι.
Κάποια στιγμή ανατρίχιασα.
Ο Ερωτόκριτος αλλά με ανακατεμένους τους στίχους.
«Του Κύκλου τα γυρίσματα π΄ ανεβοκατεβαίνου
Και του τροχού π΄ώρες ψηλά κι΄ώρες στα βάθη πηαίνου.»
«Ωρές παιδιά αυτός είναι ο Ερωτόκριτος και η
Αρετούσα!»
Μας είπε ότι τοξερε από Νόνα της και εκείνη από
τη δική της και χανότανε το ίχνος στα βάθη του χρόνου.
Βρήκαμε ένα στυλό γιομάτο λάδια.
Τραβήξαμε ένα πεντάγραμμο πάνω σε ένα λογαριασμό της ΔΕΗ
και γράψαμε τη βασική μελωδία και το ρεφραίν.
Η Αρετή φώναζε ότι θα τσι κόψουνε «το ρέγμα».
«Τσώπα Αρετή θα χάσουμε και τον Ερωτόκριτο!»
Έτσι που λέτε την γλύτωσε ο Ερωτόκριτος!
Ψάξαμε και μάθαμε πολλά.
Ο Ερωτόκριτος ήρθε στην Κέρκυρα γύρω στο 1600.
Ήτανε γραμμένος σε χειρόγραφα με περίτεχνες
ζωγραφιές και τον είχανε στα σπίτια τους όσοι ήρθανε από την Κρήτη πρόσφυγες και είχανε
λεφτά.
Ένα τέτοιο βιβλίο τότε άξιζε μια μικρή περιουσία.
Διαδόθηκε όμως κυρίως από στόμα σε στόμα και
έγινε νανούρισμα για τα παιδιά.
Έτσι ο Ρωτόκριτος και η Αρετή τραγουδήθηκε ξανά από χορωδία επισήμως μπροστά
σε πλήθος κόσμου.
Η μία κόρη
της Αρετής λέγεται και αυτή Μαριετίνα.
Άργησε να παντρευτεί και μετά το γάμο έφυγε
για την Αυστραλία.
Προχτές συνάντησα μια γνωστή στο δρόμο.
Μου είπε ότι Μαριετίνα είναι καλά.
Έχει και μια κόρη που τήνε λένε Αρετή.
3 σχόλια:
Ποσες τετοιες γυναικες υπηρξαν
που δεν μαθαμε ποτε, πως τραγουδουσαν
Νομίζω ότι χάνουμε διαρκώς περισσότερα απο όσα κερδίζουμε
Ακου τώρα να δεις...εγώ είμαι ο τέταρτος πρωτότοκος Νίκος από μια εναλλαγή Νικολάκηδων και Αναστασαίων όλοι πρωτότοκοι...μάντεψε και πως λένε τον γιό μου!!
Δημοσίευση σχολίου