Η Βούλα ζει μόνη στην Αστρακερή*.
Το σπίτι της είναι σε
ένα λόφο δίπλα στην θάλασσα.
Προτιμάει την μοναχική ζωή
αλλά δεν έχει αποκοπεί από τον
κόσμο.
Κατέβηκε στην θάλασσα
για το πρωινό της μπάνιο.
Θα γυρίσει αργότερα να ποτίσει το χειμωνικό*
Έχει βάλει και κάτι κομιντορίτσια* πολύ γλυκά και στρογγυλά σαν βερίκοκα. Έχει
και μελιτζάνες άσπρες και μαύρες και πιπεριές.
Μας μιλάει με θαυμασμό για τα κρινάκια της άμμου που ζουν σε
εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες χωρίς να χάνουν την τρυφεράδα και το άρωμα τους.
Αν προλάβει θα έρθει και στο γλέντι στο χωριό.
Το γλέντι στο χωριό
γίνεται απόψε χωρίς κάποιο προφανή λόγο.
Απλώς ένα κάλεσμα στο φέισμπουκ «Ελάτε να γλεντήσουμε».
Το χωριό κάνει το επίσημο πανηγύρι του «του Θωμά».
Όπως είναι γνωστό , τα παλιά χρόνια στο χωριό ζούσε κάποιος
που τον έλεγαν Θωμά.
Ο Θωμάς , λοιπόν , λέει ο μύθος, ήταν ο μόνος που κατάφερε να τελειώσει το
δημοτικό με το «πέντε» και «διαγωγή
κοσμία».
Έκτοτε , κάθε χρόνο , «του Θωμά», ασκώνουνε λιτανεία.
Ενυ γουέι!
Το δειλινό , τα πάντα ήταν έτοιμα στο παλιό προαύλιο του
σχολείου.
Ο Ήλιος κατακόκκινος γέρνει πάνω από Μπόρς *
Ένας χωριανός ,
μετανάστης στην Γαλλία, αγωνιά να
βγάλει φωτογραφία το ηλιοβασίλεμα.
Θα το στείλει , λέει, με «Μέσετζερ» στους Γάλλους φίλους του.
«Το Μέσετζερ δεν στέλνει ηλιοβασιλέματα , στέλνει
φωτογραφίες από ηλιοβασιλέματα. Το ηλιοβασίλεμα είναι αίσθηση και βίωμα Το πρόβλημα είναι ότι το χάνεις αυτή τη
στιγμή ματαίως.» Του λέω.
Ματαιοπονώ. Δεν
δείχνει να καταλαβαίνει.
Με τούτα και με κείνα αρχίζει το γλέντι σιγά - σιγά.
Ορχήστρα δεν υπάρχει.
Ευτυχώς.
Τα πάντα γίνονται από έναν ντιτζέι – υδραυλικό-ελαιοπαραγωγό-ξενοδοχοϋπάλληλο
κλπ κλπ.
Κάθεται μπροστά στην
κονσόλα με σύνδεση στο ιντερνέτ από δεδομένα τηλεφώνου και διευθύνει τα πάντα.
Ξεκινάμε απαλά με παλιά τραγούδια των χωριών τ΄Αγύρου*
«Στο Βαλανειό
είναι οι έμορφες , τσ΄Αιδούλους μαυρομάτες
Και στο καημένο το Ζυγό κοντούλες και γιομάτες…»
Και συνεχίζει με στιχάκια σε ρυθμό Αγυριώτικο.
« Να χαμηλώναν τα βουνα και οι λεμονοκορφάδες
νάβλεπα την αγάπη μου στην άκρη τσου Σγουράδες»
Και…
«Απόπερα τσου Μαλακιούς , σιμά τσου Ραφαλάδες
Όπου είναι μια μελαχρινή γιομάτη νοστιμάδες»
Ωραία κυλούσε η βραδιά και το κέφι συνεχώς δυνάμωνε.
Ξαφνικά ο ντιτζέι κάνει μια μικρή παύση και
συζητάει με μια κοπέλα .
Αμέσως μετά ακούμε παράξενες μουσικές και άγνωστους ρυθμούς.
Κοιταζόμαστε με απορία.
Τότε, ξαφνικά, σηκώνονται οι παρέες των Αλβανών του χωριού
και πιάνουν τον χορό.
Πρωτόγνωρο.
Οι μουσικές και ο χορός εξαιρετικοί.
Από τα μέρη
του. Βόρεια Αλβανία . Από χωριά κοντά στα σύνορα με το Κόσσοβο και την
Βόρεια Μακεδονία.
Άλλοτε αργόσυρτοι και χαριτωμένοι και άλλοτε
γρήγοροι και δυναμικοί.
Ένας άλλος πολιτισμός, πολύ κοντινός, με τον οποίο έχουμε την τιμή να συζούμε και ελάχιστα τον γνωρίζουμε.
Δουλεύουν εδώ χρόνια πολλά . Κάνανε οικογένειες
. Τα παιδιά τους είναι φίλοι και συμμαθητές με τα παιδιά μας και δεν
αναρωτηθήκαμε «Ποιοι είναι τέλος πάντων
αυτοί οι φτωχοί και περιφρονημένοι γείτονες μας;»
Μετά τη αμηχανία της πρώτης στιγμής έγινε η αρχή
.
Σηκώθηκαν οι πρώτοι και οι πρώτες και μπήκαν στο
χορό των Αλβανών προσπαθώντας να ακολουθήσουν τα πολύπλοκα και άγνωστα βήματα.
Στο επόμενο Αλβανικό κομμάτι σηκώνονται να χορέψουν μερικά παιδιά , Αλβανόπουλα και
Ελληνόπουλα.
Ξέραν τα βήματα και ήταν απολύτως συντονισμένα.
Ρωτώντας μαθαίνουμε ότι «τσου Βελονάδες» πηγαίνουν σε σχολείο χορού και ξέρουν ακόμα και ποντιακά.
Έχουμε μείνει με ανοιχτό το στόμα.
Ζηλέψανε και μια παρέα Πολωνών τουριστών και θελαν
και αυτοί να χορέψουν.
Ο αξεπέραστος Ντιτζέι τους βρήκε αμέσως ανάλογο
παραδοσιακό Πολωνικό τραγούδι .
Χόρεψαν όλοι μέχρι αργά. Οι Αλβανοί εργάτες με τις
οικογένειες τους , τρείς Αλβανίδες τουρίστριες που μένανε στο χωριό, οι δικοί μας μετανάστες στην Γαλλία και όλο το
χωριό.
Και μέσα στο γλέντι νάσου και ένα ζευγάρι Ρομά
που πουλούσαν κάτι διαβολικά υπερόπλα
που εκτόξευαν σαπουνόφουσκες.
Χιλιάδες πολύχρωμες σαπουνόφουσκες να
λαμπυρίζουν πάνω από τον χορό.
Έλαμπε χθες βράδυ το προαύλιο του σχολείου.
Λάμπανε τα μάτια.
Λάμπανε οι ψυχές.
Λάμπανε και οι σαπουνόφουσκες στον αέρα.
Νόμιζες ότι ήσουν σε μυστική τελετή Δερβίσηδων Μπεχτασήδων
την ώρα που χορεύουν με κατάνυξη.
Πανωθέ τους οι αιωρούμενες σαπουνόφουσκες σαν την ανύψωση της συνείδησης στο Θείο.
Κοιμήθηκα αργά στον Μπότζο* με ένα σεντόνι.
Απέναντι μου τα φώτα των Αγραφών και μετά η θάλασσα .
Δίπλα μου οι «σάλπιγγες των αγγέλων» ευωδιάζουν και
προσπαθούν να ξεπεράσουν τα κεραμίδια.
Πάνω τα αστέρια του Ιουλίου συνεχίζουν το ταξίδι
τους στο άπειρο σαν μικρές σαπουνόφουσκες.
Αγρυπνούμε.
Έχουσι
την γνώσιν οι φύλακες.
*Αστρακερή
Μικρή
παραλία της βόρειας Κέρκυρας.
*Χειμωνικό
Λέμε
το πεπόνι
*Κομιντορίτσι
Λέμε
το ντοματακι
*Μπόρς
Χωριό
στα παράλια της Νότιας Αλβανίας.
*Αγύρου
Περιοχή
στο κέντρο της Βόρειας Κέρκυρας
*Μπότζο
Λέμε
το μικρό μπαλκόνι στο χωριάτικο Κερκυραϊκό σπίτι.