Κυριακή 28 Ιουλίου 2024

Το απόλυτο υπερόπλο της σαπουνόφουσκας

 Η Βούλα ζει  μόνη στην Αστρακερή*.

Το σπίτι της  είναι σε ένα λόφο δίπλα στην θάλασσα.

Προτιμάει την μοναχική ζωή  αλλά  δεν έχει αποκοπεί από τον κόσμο.

Κατέβηκε στην  θάλασσα για το πρωινό της μπάνιο.

Θα γυρίσει αργότερα να ποτίσει το χειμωνικό*

Έχει βάλει και κάτι κομιντορίτσια*  πολύ γλυκά και στρογγυλά σαν βερίκοκα. Έχει και μελιτζάνες άσπρες και μαύρες και πιπεριές.

Μας μιλάει με θαυμασμό για τα κρινάκια της άμμου που ζουν σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες χωρίς να χάνουν την τρυφεράδα και το άρωμα τους.

Αν προλάβει θα έρθει και στο γλέντι στο χωριό.

Το γλέντι στο χωριό  γίνεται απόψε χωρίς κάποιο προφανή λόγο.

Απλώς ένα κάλεσμα στο φέισμπουκ  «Ελάτε να γλεντήσουμε».

Το χωριό κάνει το επίσημο πανηγύρι του «του Θωμά».

Όπως είναι γνωστό , τα παλιά χρόνια στο χωριό ζούσε κάποιος που τον έλεγαν Θωμά.

Ο Θωμάς , λοιπόν , λέει ο μύθος,   ήταν ο μόνος που κατάφερε να τελειώσει το δημοτικό με το «πέντε»  και «διαγωγή κοσμία».

Έκτοτε , κάθε χρόνο , «του Θωμά»,  ασκώνουνε λιτανεία.

Ενυ γουέι!

Το δειλινό , τα πάντα ήταν έτοιμα στο παλιό προαύλιο του σχολείου.

Ο  Ήλιος κατακόκκινος  γέρνει πάνω από Μπόρς *

Ένας  χωριανός , μετανάστης στην Γαλλία,   αγωνιά να βγάλει φωτογραφία το ηλιοβασίλεμα.

Θα το στείλει , λέει, με «Μέσετζερ» στους Γάλλους φίλους του.

«Το Μέσετζερ δεν στέλνει ηλιοβασιλέματα , στέλνει φωτογραφίες από ηλιοβασιλέματα. Το ηλιοβασίλεμα είναι  αίσθηση και  βίωμα Το πρόβλημα είναι ότι το χάνεις αυτή τη στιγμή ματαίως.»  Του λέω.

Ματαιοπονώ.  Δεν δείχνει να καταλαβαίνει.

Με τούτα και με κείνα αρχίζει το γλέντι σιγά - σιγά.

Ορχήστρα δεν υπάρχει.

Ευτυχώς.

Τα πάντα γίνονται από έναν ντιτζέι – υδραυλικό-ελαιοπαραγωγό-ξενοδοχοϋπάλληλο κλπ κλπ.

Κάθεται  μπροστά στην κονσόλα με σύνδεση στο ιντερνέτ από δεδομένα τηλεφώνου και διευθύνει τα πάντα.

Ξεκινάμε απαλά με παλιά τραγούδια των χωριών τ΄Αγύρου*

«Στο Βαλανειό  είναι οι έμορφες , τσ΄Αιδούλους   μαυρομάτες

Και στο καημένο το Ζυγό κοντούλες και γιομάτες…»

Και συνεχίζει με στιχάκια σε ρυθμό Αγυριώτικο.

« Να χαμηλώναν τα βουνα και οι λεμονοκορφάδες

νάβλεπα την αγάπη μου στην άκρη τσου Σγουράδες»

Και…

«Απόπερα τσου Μαλακιούς , σιμά τσου Ραφαλάδες

Όπου είναι μια μελαχρινή γιομάτη νοστιμάδες»

Ωραία κυλούσε η βραδιά  και το κέφι συνεχώς δυνάμωνε.

Ξαφνικά ο ντιτζέι κάνει μια μικρή παύση και συζητάει με μια κοπέλα .

Αμέσως μετά ακούμε παράξενες μουσικές  και άγνωστους ρυθμούς.

Κοιταζόμαστε με απορία.

Τότε, ξαφνικά,  σηκώνονται οι παρέες των Αλβανών του χωριού και πιάνουν τον χορό.

Πρωτόγνωρο.

Οι μουσικές και ο χορός  εξαιρετικοί.

Από τα μέρη  του. Βόρεια Αλβανία . Από χωριά κοντά στα σύνορα με το Κόσσοβο και την Βόρεια Μακεδονία.

Άλλοτε αργόσυρτοι και χαριτωμένοι και άλλοτε γρήγοροι και δυναμικοί.

Ένας άλλος πολιτισμός, πολύ κοντινός,  με τον οποίο έχουμε την τιμή να συζούμε  και ελάχιστα τον γνωρίζουμε.

Δουλεύουν εδώ χρόνια πολλά . Κάνανε οικογένειες . Τα παιδιά τους είναι φίλοι και συμμαθητές με τα παιδιά μας και δεν αναρωτηθήκαμε  «Ποιοι είναι τέλος πάντων αυτοί οι  φτωχοί  και περιφρονημένοι γείτονες μας;»

Μετά τη αμηχανία της πρώτης στιγμής έγινε η αρχή .

Σηκώθηκαν οι πρώτοι και οι πρώτες και μπήκαν στο χορό των Αλβανών προσπαθώντας να ακολουθήσουν τα πολύπλοκα και άγνωστα βήματα.

Στο επόμενο Αλβανικό  κομμάτι σηκώνονται να  χορέψουν μερικά παιδιά , Αλβανόπουλα και Ελληνόπουλα.

Ξέραν τα βήματα και ήταν απολύτως συντονισμένα.

Ρωτώντας μαθαίνουμε ότι «τσου Βελονάδες»  πηγαίνουν σε σχολείο  χορού και ξέρουν ακόμα και ποντιακά.

Έχουμε μείνει με ανοιχτό το στόμα.

Ζηλέψανε και μια παρέα Πολωνών τουριστών και θελαν και αυτοί να χορέψουν.

Ο αξεπέραστος Ντιτζέι τους βρήκε αμέσως ανάλογο παραδοσιακό Πολωνικό τραγούδι .

Χόρεψαν όλοι μέχρι αργά. Οι Αλβανοί εργάτες με τις οικογένειες τους , τρείς Αλβανίδες τουρίστριες που μένανε στο χωριό,  οι δικοί μας μετανάστες στην Γαλλία και όλο το χωριό.

Και μέσα στο γλέντι νάσου και ένα ζευγάρι Ρομά που πουλούσαν κάτι  διαβολικά υπερόπλα που εκτόξευαν σαπουνόφουσκες.

Χιλιάδες πολύχρωμες σαπουνόφουσκες να λαμπυρίζουν πάνω από τον χορό.

Έλαμπε χθες βράδυ το προαύλιο του σχολείου.

Λάμπανε τα μάτια.

Λάμπανε οι ψυχές.

Λάμπανε και οι σαπουνόφουσκες  στον αέρα.

Νόμιζες ότι ήσουν σε μυστική τελετή Δερβίσηδων Μπεχτασήδων  την ώρα που χορεύουν με κατάνυξη.

Πανωθέ τους  οι αιωρούμενες σαπουνόφουσκες  σαν την  ανύψωση της συνείδησης στο Θείο.

Κοιμήθηκα αργά στον Μπότζο* με ένα σεντόνι.

Απέναντι μου τα φώτα των Αγραφών  και  μετά η θάλασσα .

Δίπλα μου οι «σάλπιγγες των αγγέλων» ευωδιάζουν και προσπαθούν να ξεπεράσουν τα κεραμίδια.

Πάνω τα αστέρια του Ιουλίου συνεχίζουν το ταξίδι τους στο άπειρο σαν μικρές σαπουνόφουσκες.

Αγρυπνούμε.

Έχουσι την γνώσιν οι φύλακες. 

 

*Αστρακερή

Μικρή παραλία της βόρειας Κέρκυρας.

 

*Χειμωνικό

Λέμε το πεπόνι

 

*Κομιντορίτσι

Λέμε το ντοματακι

*Μπόρς

Χωριό στα παράλια της Νότιας Αλβανίας.

 

*Αγύρου

Περιοχή στο κέντρο της Βόρειας Κέρκυρας

 

*Μπότζο

Λέμε το μικρό μπαλκόνι στο χωριάτικο Κερκυραϊκό σπίτι.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Για μια ζωή χωρίς διακοπές

 Η Ανουντσιάτα ζούσε χωρίς  διακοπές  ώσπου μια γερμανική βόμβα  έκοψε το νήμα της μακραίωνης ζωής της.

Από το καθολικό μοναστήρι απέμεινε μονό το καμπαναριό άθικτο.

Στην θέση της απέμεινε για χρόνια ένας τεράστιος λάκκος.

Ο λάκκος γέμισε νερά της βροχής με αποτέλεσμα  γίνει μια πισίνα στο κέντρο της πόλης.

Τα καλοκαίρια τα παιδιά γλίστραγαν στις λασπωμένες πλαγιές της  τεράστιας λούμπας  και έπεφταν στο θολό λασπόνερο μέσα σε αλαλαγμούς.

Οι μανάδες  ματαίως προσπαθούσαν να τα μαζέψουν  και η  νέα πλατεία της πόλης γινόταν ένα  απίστευτο σκηνικό με γέλια , φωνές παιδιών ,  κυνηγητά , βουτιές και ξυλοδαρμούς.

Τόχει η μοίρα μας , μια στις τόσες,  η ζωή της πόλης να διακόπτεται από τους Γερμανούς.

Πρώτα ήρθαν οι Γερμανοί βάνδαλοι του Τωτίλα  και κατέστρεψαν την πόλη.

Μετά ήρθαν οι Γερμανοί Ναζί του Χίτλερ  και την βομβάρδισαν.

Αργότερα ήρθαν τα μνημόνια του Γερμανού Σόιμπλε και συνέχισαν το έργο των προκατόχων τους.

Ας ελπίσουμε ότι θα σταματήσουν όλα εδώ.

Ύστερα , λοιπόν, από  αμέτρητους μισθούς  Υπουργών , Δημάρχων , Περιφερειαρχών, Προέδρων , Μελετητών και  Αρχαιολόγων, το καμπαναριό της Ανουντσιάτα αναστηλώθηκε. Ο λάκκος πλακοστρώθηκε  και , εάν είναι τυχερές οι μεθεπόμενες γενεές,  θα παραδοθεί και επισήμως δια της μεθόδου της κοπής κορδέλας.

Έστω και έτσι.

Αν αργούσαν και άλλο θα έπεφτε το καμπαναριό.

Το μοναστήρι θα ξεχνιόταν για πάντα   και η πλατεία θα μετονομαζόταν σε πλατεία «οκαζιόν» από το ομώνυμο κατάστημα ρούχων που βρισκόταν εκεί.

Στα παγκάκια της πλατείας τώρα κάθονται οι «παρατηρητές».

Παλιά ήταν οι αυτοί οι  ίδιοι που ανακάλυψαν τις  νεροτσουλήθρες  στον λάκκο της Ανουντσιάτα.

Πρόκειται για ηλικιωμένους, πλέον,  Κερκυραίους θυμόσοφους που παρατηρούν τους περαστικούς και σχολιάζουν με ύφος ράθυμο.

«Τώρα αυτός κάνει διακοπές;»

Δεν έχουν και άδικο.

Περνάει ένας οικογενειάρχης μεταφέροντας  όλα του τα υπάρχοντα από την Αθήνα.

Πτυσσόμενες καρέκλες, ψησταριές, μίξερ, φριτέζες, τοστιέρες, ομπρέλες, σαμπουάν, αφρόλουτρα, σκύλους με πτυσσόμενα λουριά,  κλουβιά, γάτους σε ειδικά γατόσπιτα.

Σέρνει και δύο βαλίτσες με ροδάκια που ντένουν στο πλακόστρωτο.

Κάθιδρος και σοβαρός.

Δεν βλέπει το καμπαναριό ούτε τον ενδιαφέρει.

Κοιτάει στο κινητό το gps.

Παλεύει με νύχια και με δόντια να φτάσει στο airbnb.

Θάνατος!  Που έλεγε και ο Καρυωτάκης.

Ο Σπύρος  τον λυπάται.

Του θύμισε μια παλιά ιστορία , τότε που ήταν φαντάρος , και που ήρθε στην Κέρκυρα με εικοσαήμερη άδεια στην Κέρκυρα από την Αλεξανδρούπολη ….στα ποδάρια.

Ναι! Στα ποδάρια! Χωρίς ούτε μια δεκάρα στην τσέπη.

With no lovin' in our souls And no money in our coats

Που λέγανε και οι ανεπανάληπτοι Rolling Stones.

Πέντε μέρες δρόμο.

Έφτασε μετά από τρείς  μέρες νηστικός στην Κατάρα.

Παραλίγο να τονε φάνε οι Λύκοι.

Σε ένα καφενείο τουφτιαξε ο καφετζής μεζέ και τούδωσε και ένα πακέτο τσιγάρα.

Έφτασε στα Γιάννενα  με το φολξβαγκεν ενός Γερμανού τουρίστα.

Τρείς η ώρα τα ξημερώματα πήγε να μπει σε ένα στρατόπεδο να κοιμηθεί και παραλίγο να τονε σκοτώσει ο φρουρός.

Τον πήρε μια καμιονέτα της ΕΣΑ  μέχρι την Βροσίνα.

Από κει τον πήρε ένα τρακτέρ φορτωμένο κοπριά και τον άφησε στην Ηγουμενίτσα.

Το λιμεναρχείο τον έβαλε τσάμπα στο φερυμπότ.

Ξανά έφαγε στην Κέρκυρα τσάμπα σε ένα μαγειρειό στην Πλατυτέρα.

Μπακαλάρο κοκκινιστό με πατάτες .

 Δύο πιάτα.

Δούλεψε και μερικά μεροκάματα.

Έκλεισε και συμφωνία γάμου και κίνησε για την επιστροφή στην Αλεξανδρούπολη.

Παρόλα αυτά εκείνη η εικοσαήμερη άδεια ήταν για τον Σπύρο ένα πανηγύρι.

Ένα ταξίδι ζωής .

Μια ανεπανάληπτη εμπειρία.

Γνώρισε τόπους .

Κινδύνευσε.

Πείνασε.

Γνώρισε ανθρώπους  .

Τον βοήθησαν στο ταξίδι και τους θυμάται πάντα.

Κοιτάει  τον Αθηναίο οικογενειάρχη που περνάει και τον λυπάται.

«Είναι , τώρα, ζωή που κάνει αυτός ο άνθρωπος;»

«Εγώ δεν έκανα ποτέ διακοπές και δεν πρόκειται να κάνω.»

Λέει κατηγορηματικά .

Ο διπλανός του ρίχνει το φαρμάκι.

«Μην στενοχωριέσαι εσύ θα κάνεις  διακοπές μια και καλή»

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024

Τι απέγινε η Νίνα ;

 Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί  (με αποδείξεις)  τι απέγινε η Νίνα.

Η Νίνα χάθηκε σαν να αναλήφθηκε στους ουρανούς.

Μαζί της χάθηκε και ο ανώνυμος και σιωπηλός σύντροφός της.

Τότε εμείς ήμασταν δεκαέξι χρονών.  

Η Νίνα πρέπει να ήταν εικοσιπέντε πλάς.

Τουτέστιν , αν επέζησε τότε , σήμερα  θα είναι καμιά εβδομηνταπενταριά  χρονών.

Η Νίνα ήταν η ιδρυτής, διευθύντρια,  εκφωνήτρια , καθαρίστρια, καφετζού, μαγείρισσα  και παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών του θρυλικού «Ράδιο Νίνα».

Εξέπεμπε  στις περιοχές Νέος  Κόσμος, Κουκάκι , μισή Καλλιθέα , Άνω Δάφνη , Μπραχάμι (το μισό)  καθώς και στη  Νέα Σμύρνη.

Για το «στούντιο» της Νίνα είχαν ακουστεί πολλά.

Άλλοι έλεγαν ότι ήταν σε ένα πλυσταριό στην «Φρατζή» πίσω από του Φιξ.

Οι πιο ευφάνταστοι έλεγαν ότι ήταν σε μια..σπηλιά πίσω από την εκκλησιά του αϊ Γιώργη και την κεραία την είχε βάλει απάνω στο καμπαναριό.

Η αλήθεια ήταν ότι το στούντιο του «Ράδιο Νίνα»  ήταν σε ένα εγκαταλελειμμένο και μισοερειπωμένο διώροφο νεοκλασικό  στην «Μάχης Αναλάτων» απέναντι από εκεί που σήμερα βρίσκεται ο Σκλαβενίτης.

Το μάθαμε όταν έγινε η πολιορκία του σταθμού , η σύλληψη της Νίνας και του άγνωστου συντρόφου της.

Σίγησε,  για πάντα,   λίγους μήνες μετά το Πολυτεχνείο.

Υπήρχαν πολλοί  πειρατικοί σταθμοί στην Αθήνα τότε.

Κάποτε πρέπει να γραφτεί η ιστορία τους.

Για την ακρίβεια , τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης  τότε  ήταν χωρισμένα σε δύο κατηγορίες .

Η ΥΕΝΕΔ  (η νόμιμη )  και όλοι οι άλλοι (οι παράνομοι).

Πολλοί πειρατές  εξέπεμπαν  σαχλοτράγουδα  με ανόητες αφιερώσεις .

Αυτοί τα κατάφερναν (κουτσά στραβά)  να μένουν  σε καθεστώς  ημιπαρανομίας.

Άλλοι  εξέπεμπαν ρόκ μουσική με κανένα σχόλιο ενδιάμεσα για την ιστορία του συγκροτήματος.

Η Νίνα ήταν αλλιώς.

Η Νίνα ήταν θρύλος προτού  ακόμα γίνει γνωστός ο Σάκης ο Ταρατσόβιος στο Περιστέρι .

Η Νίνα  εξέπεμπε ψαγμένη ροκ , λαϊκά και …δημοτικά.

Λίγο πριν την σύλληψη της, δε,   έβαλε και … δελτίο ειδήσεων.

Θυμάμαι μια φορά που   η Νίνα  μετέδωσε μια είδηση για  «βόμβες που κατέστρεψαν  το  σουπερ μάρκετ του Αμερικάνικου στρατού στο Δουργούτι με δεκάδες νεκρούς».

Όσοι μέναμε εκεί κοντά, βέβαια,  ξέραμε ότι επρόκειτο για μια βόμβα-στρακαστρούκα  που έσκασε μέσα σε σκουπιδοτενεκέ στην γωνία  έξω από το σούπερ μάρκετ με τραυματία έναν υπάλληλο που βγήκε να πετάξει τα σκουπίδια.

Οι πιο μακρινοί ακροατές του «Ράδιο Νίνα»  θα νόμιζαν  ότι ξεκίνησε η ένοπλη σύγκρουση για την ανατροπή του (σάπιου) συστήματος.

Συμβαίνουν, όμως,  αυτά.

Η Νίνα, πάντως,  παρέμεινε ένα μυστήριο των νεανικών μας χρόνων.

Δεν ήταν που ήταν μάλλον η μόνη γυναίκα στον ανδροκρατούμενο  χώρο των πειρατών αλλά περισσότερο ήταν ότι το «Ράδιο Νίνα είχε βάθος και άποψη».

Πολλοί έλεγαν ότι ονομάστηκε έτσι εξαιτίας της Νίνα Σιμόν.

Άλλοι πάλι έλεγαν ότι η μυστηριώδης Νίνα έβαζε σπάνια μπλουζ οπότε μάλλον το ψευδώνυμο δεν είχε σχέση.

Η Νίνα εξασφάλιζε νέους δίσκους από το παράνομο εμπόριο (ναυτικοί κλπ).

Θυμάμαι, εκεί πρώτο ακούσαμε  ολόκληρο το  Aqualung και το μυθικό «Locomotive Breath».

Βλέπαμε στον ύπνο μας τρελαμένους προφήτες να ουρλιάζουν για τρομακτικά τρένα που μας οδηγούν στο άγνωστο και στην καταστροφή.

Γύρω από την Νίνα είχε  δημιουργηθεί αυθόρμητα ένα απίστευτο δίκτυο φανατικών  ακροατών που ήταν ταυτόχρονα  υποστηρικτές και πληροφοριοδότες.

Όταν εμφανιζόταν η «Καναδέζα» με το ραδιογωνιόμετρο στου Φίχ , σε ελάχιστα λεπτά το ήξεραν παντού σε τέσσερις πολυπληθείς συνοικίες.

Η Νίνα  έκλεινε τον σταθμό και συνέχιζε όταν έφευγαν  άπρακτες οι δυνάμεις του σκότους.

Πάντα όμως, στην ιστορία,  υπάρχει ένας προδότης.

Άλλοτε τον λένε Ιούδα, η Εφιάλτη, η Βρούτο, η Κουίσλιγκ.

Εδώ τον  έλεγαν «Περιπτερά».

Ως γνωστόν οι περιπτεράδες εκείνα τα χρόνια ήταν οι χαφιέδες του κράτους.

Έτσι , που λέτε, κάποια μέρα εμφανίστηκαν ξαφνικά στην γειτονιά  οι δυνάμεις του σκότους χωρίς ραδιογωνιόμετρο.

Πολιόρκησαν από όλες τις μεριές το  στούντιο του «Ράδιο Νίνα»  και κάλεσαν με ντουντούκες τους δύο πειρατές να βγουν έξω με τα χέρια ψηλά.

Εν τω μεταξύ το «Ράδιο Νίνα» συνέχιζε να εκπέμπει σαν να μην συνέβαινε  τίποτα. 

Όλη η συνοικία  άκουγε το  ραδιόφωνο και παρακολουθούσε την σκηνή με κομμένη την ανάσα.

Κάποια στιγμή εξέπνευσε η διορία και οι πάνοπλοι υπηρέτες του κράτους  έσπασαν την ξύλινη εξώπορτα και εισέβαλαν  στο  σπίτι.

Εκείνη την στιγμή  η  Νίνα είχε βάλει Νίκο Ξυλούρη και το τραγούδι  « Αγρίμια και αγριμάκια μου».

«Υπό αυτάς τας συνθήκας» , αγαπητοί μου,  διαμορφώθηκαν οι σχέσεις μας με τα ΜΜΕ και παραμένουν ισχυρές μέχρι σήμερα.

Σάββατο 25 Μαΐου 2024

Το Γέτο

 Εικοσιπέντε χρόνια πριν, τέτοιες μέρες, πέθανε ο Βασίλης Άνθης από το Κοντόκαλι.

Είχε γυρίσει μετά από μακρόχρονη απουσία.

Ο Βασίλης έφυγε από την Κέρκυρα  παιδί και γύρισε γέρος.

Ένας μικροκαμωμένος γεράκος με άσπρα  μαλλιά, μυτερό μουσάκι και διαπεραστική ματιά.

Τον είδα και τον άκουσα για πρώτη φορά σε μια φοιτητική εκδήλωση.

Γίναμε αμέσως φίλοι και κάναμε συχνούς περιπάτους.

Ο Βασίλης ήταν ο γραμματέας της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Κέρκυρας  και μέλος της γραμματείας του ΕΑΜ το   1944.

Στην αρχή μου μιλούσε περπατώντας στη Γαρίτσα δίπλα στην θάλασσα.

Όσο περνούσε ο καιρός κουραζόταν και μου μιλούσε στο παγκάκι πίσω από το άγαλμα του Σολωμού.

Καταλήξαμε στον κήπο του σπιτιού του στο Κοντόκαλι.

Πριν το τέλος κρύωνε και πηγαίναμε μέσα στο σαλόνι.

Καταλήξαμε  να κάθομαι σε καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι του.

Το βράδυ που πέθανε μου είπε :

«Κουράστηκα. Τα λέμε αύριο.»

Τον άφησα για να πάω σε μια ομιλία στο δημοτικό θέατρο.

Έμαθα για τον θάνατό του μόλις έφτασα.

Στα σκαλιά του θεάτρου μου το είπε  ο  Κώστας.

Του είχαν τηλεφωνήσει.

Πήγε μέσα και πήρε τα λουλούδια από το τραπέζι του ομιλητή.

Νύχτα και με δυνατή βροχή  ξεκινήσαμε να καταθέσουμε τα λουλούδια στο μνημείο των πεσόντων στο νέο φρούριο.

Ήμουν εγώ, ο Κώστας , ο Παναγιώτης και μια φοιτήτρια που βρέθηκε στον δρόμο μας.

Μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο φτάσαμε στο έρημο λιμάνι.

Ο Κώστας ανέλαβε να πηδήσει τα κάγκελα και να καταθέσει τα λουλούδια.

Έσκισε και το καλό του παντελόνι.

Παραλίγο να κάνει λάθος και να καταθέσει τα λουλούδια στο μνημείο του ναύαρχου Ουζακώφ.

Ήπιαμε και μια μπύρα στο μαύρο γάτο που ήταν μισάνοιχτος και το διαλύσαμε.

Ο Βασίλης οργάνωσε την διαφυγή των Εβραίων το ’44.

Η κοινότητα των Εβραίων στην Κέρκυρα αριθμούσε πάνω από δυόμιση χιλιάδες ψυχές.

Οι περισσότεροι εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Αρκετοί από αυτούς φυγαδευτήκαν από το Κοντόκαλι.

Ελάχιστοι επέστρεψαν.

Οι πρόγονοι τους είχαν έρθει διωγμένοι από την εκκλησία της Ισπανίας.

Πρώτα εγκαταστάθηκαν , στα  1516 στο «Γιέτο», στην Βενετία.

Το Γιέτο ήταν ένα παλιό χυτήριο στο Καναρέτζιο, μια συνοικία της Βενετίας,  δίπλα από εκεί που σήμερα βρίσκεται ο σιδηροδρομικός σταθμός της Σάντα Λουτσία.

Οι Βενετοί τους έγδαραν στην αγοραπωλησία.

Έτσι καθιερώθηκε η λέξη «Γκέτο» που στην Ενετική διάλεκτο σημαίνει «Χυτήριο» .

Απόκτησε και η Κέρκυρα το δικό της «Γέτο» αλλά, τελευταία,  το λέμε και «Οβριακή».

Οι Εβραίοι δεν ήταν άγιοι. Οι περισσότεροι ήταν πάμφτωχοι αλλά μερικοί γίνανε αδίστακτοι έμποροι και τοκογλύφοι .

Τα ήξερε αυτά ο Βασίλης αλλά δεν τον ενδιέφεραν.

Οργάνωσε την διαφυγή, με κίνδυνο της ζωής του και των συντρόφων του,   επειδή ήταν από την δική μας ράτσα.

Ο Βασίλης έκανε πολλά βιάτζα με ένα καΐκι που είχε επιτάξει το ΕΑΜ.

Είχε βιδώσει στην πλώρη ένα πολυβόλο Μπράουνιγκ.

Ολόκληρες οικογένειες Εβραίων πήγαιναν νύχτα πεζοί μέσα από τα χωράφια.

Κρυβόντουσαν στους καλαμιώνες και περίμεναν να νυχτώσει.

Μου έλεγε ο Βασίλης:

«Ο πατέρας μου με ρωτούσε πώς θα ξέρει αν φτάσαμε σώοι απέναντι.

Του έλεγα ότι αν δεν ακούσει το πολυβόλο να ρίχνει πάει να πει ότι όλα πήγαν καλά.»

Με κοίταγε με εκείνα τα υγρά  γερασμένα μάτια και συμπλήρωνε:

«Αυτό που με στοιχειώνει είναι που δεν κατάφερα να του ζητήσω συγνώμη για τα ατελείωτα βράδια που πέρασε κρεμασμένος από το παράθυρο.»  

Ένα βράδυ δεν γύρισε.

Έκτοτε πέρασε  πολλά χρόνια  ως πρόσφυγας.

Επέστρεψε και  συνέχισε να μάχεται για να αποτρέψει την ανέγερση αγάλματος στην μνήμη του μητροπολίτη Μεθόδιου στο Σαρόκο.

Ο Μεθόδιος ήταν μητροπολίτης Κέρκυρας  την εποχή που ο Βασίλης ήταν στο ΕΑΜ.

Μιλούσε στο ραδιόφωνο, στα τηλεοπτικά κανάλια, στα φοιτητικά αμφιθέατρα, στις εφημερίδες, στο δημοτικό συμβούλιο, παντού.

Αποκάλυπτε  με έγραφα και αποδείξεις τον ρόλο του Μεθόδιου επί κατοχής και την συνεργασία του με τους Γερμανούς  για την σύλληψη των Εβραίων της Κέρκυρας.

Τελικά τα κατάφερε και  το δημοτικό συμβούλιο δεν έδωσε άδεια στην εκκλησία και το άγαλμα του Μεθόδιου τοποθετήθηκε στο προαύλιο του Αγίου Σπυρίδωνα.

Ο Βασίλης  ζήτησε να τον αποτεφρώσουμε  και την στάχτη του  να την ρίξουμε στου Λαζαρέτο. Εκεί που είχαν εκτελεστεί πολλούς από τους συντρόφους του.

Έτσι , για πρώτη φορά έπρεπε να επινοήσουμε και να καθιερώσουμε μια άλλη τελετή.

Ο Δήμαρχος έβγαλε έναν επικήδειο.

Ένας φοιτητής τραγούδησε δυο τρία τραγούδια που του άρεσαν.

Κάποιος έριξε μερικούς πυροβολισμούς.

Η κόρη του σκόρπισε την στάχτη στην θάλασσα  και κάποιος ψαράς με τη βάρκα του, που περνούσε τυχαία, έριξε τρείς φωτοβολίδες στον αέρα.

Ο Βασίλης ήταν με το μέρος των Παλαιστινίων.

Ήξερε ότι οι Παλαιστίνιοι δεν είναι άγιοι.

Αν φτιάξουν δικό τους κράτος , οι περισσότεροι θα είναι πάμφτωχοι και οι ελάχιστοι θα  πλουτίζουν εις βάρος τους.

Δεν τον ενδιαφέρει  όμως.

Σίγουρα αυτή την ώρα που μιλάμε θα βρίσκεται εν πλω με το καΐκι του για την Γάζα.

Το κάνει γιατί είναι από την δική μας ράτσα.

Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

Τζέρτζι Καστριώτη και 1ης Μαΐου γωνία

 Ο Βίκτωρας  δούλευε  ως κηπουρός σε ένα μικρό ξενοδοχείο στη Δασιά.

Εκτός από κηπουρός ήταν και καθαριστής πισίνας , αυλής, υδραυλικός, ηλεκτρολόγος, ψυκτικός, νυχτοφύλακας, πλακάς, και σοβατζής. Ενίοτε δε μεταμορφωνόταν σε μπάρμαν και ρεσεψιονίστ. 

Έμενε με την γυναίκα του και τις δύο του κόρες σε μια ανοίκιαστη και εγκαταλελειμμένη γκαρσονιέρα  εκεί κοντά.

Ο Βίκτωρας ήταν Αλβανός αγρότης από  ένα χωριό κοντά στο Φιέρι.

Το όνομα του ήταν Viktor.

Δόξαζε τον Θεό  διότι δεν χρειάστηκε να το αλλάξει.

Θα μπορούσε να τον έλεγαν Husein  η Ibrahim  η  ακόμα Ismail.

Ο Βίκτωρας , λοιπόν, τα ήξερε όλα όπως συνήθως οι Αλβανοί εργάτες.

Ο Βίκτωρας ήταν αεικίνητος και ακούραστος όπως συνήθως οι Αλβανοί εργάτες.

Ο Βίκτωρας ήταν ξεροκέφαλος όπως συνήθως οι Αλβανοί εργάτες.

Ο Βίκτωρας ήταν αφελής πέρα από τα επιτρεπόμενα όρια ασφαλείας.

Ο Βίκτωρας ήταν φιλότιμος , πρόθυμος και ειλικρινής.

Τα χρόνια εκείνα (λίγο πριν από το 2000μχ) ο  Βίκτωρας ήταν από την πρώτη φουρνιά  τολμηρών Αλβανών που ήρθαν να δουλέψουν στην Κέρκυρα για ένα κομμάτι ψωμί, χωρίς ασφάλιση , και με ακαθόριστο ωράριο.

Από αγρότης, που ήταν , τώρα  έπρεπε να μαζεύει τα φύλλα , να κουρεύει το γκαζόν,  να κουρεύει προσεκτικά τα  διακοσμητικά φυτά και να μαζεύει τα σκατά από τους σκύλους.

Δραχμή-Δραχμή μάζευε τα λεφτά ο Βίκτωρας.

Δεν έτρωγε , δεν έπινε, δεν υπήρχε για αυτόν καφενείο, δεν υπήρχε διασκέδαση, δεν υπήρχε καν βόλτα στην πόλη μην ζητήσουν τίποτα τα παιδιά.

Ένα βράδυ πήγα σπίτι του .

Η γυναίκα του μας έφερε τσίπουρο με λίγο τυρί και ελιές.

Μέσα στην κουβέντα  μου λέει εμπιστευτικά :

-«Έχεις ένα εκατομμύριο δραχμές στην άκρη;»

-«Έχω Βίκτωρα»

-«Αν το βάλεις σε μια τράπεζα στην Αλβανία που θα σου πω εγώ θα παίρνεις δέκα τα  εκατό το μήνα».

-«Βίκτωρα … δέκα τα εκατό το χρόνο,  θέλεις να πεις.»

-«Όχι! …δέκα τα εκατό το μήνα!»

-«Αγόρι μου ποια τράπεζα θα σου δώσει εκατό χιλιάρικα το μήνα για ένα εκατομμύριο;»

-«Υπάρχουν τράπεζες στην Αλβανία που δίνουν τόσο τόκο»

Ματαίως προσπαθούσα να τον πείσω ότι πρόκειται για καραμπινάτη απάτη.

-«Βίκτωρα  θα σας φάνε τα λεφτά. Η πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου γίνεται πάντα με βίαιο τρόπο.»

-«Αυτά τα μαρξιστικά μας τα λέγανε  στο σχολείο.. φτάνει!»

Ένα βράδυ ο Βίκτωρας έπεσε να κοιμηθεί και το πρωί οι τράπεζες είχαν κλείσει.

Οι κόποι χιλιάδων Αλβανών εργατών  έκαναν φτερά και κανείς δεν ήξερε τίποτα.

Ξέσπασε εξέγερση. Κατέλαβαν τα στρατόπεδα και πήραν τα όπλα.

Το κράτος στον νότο καταλύθηκε.

Απελπισμένοι άνθρωποι γυρνούσαν στους δρόμους και μη έχοντας  κάποιο ορατό εχθρό μπροστά τους πυροβολούσαν στον αέρα  η ακόμα χειρότερα τις λάμπες του δημοτικού φωτισμού.

Ανάμεσα τους και ο Βίκτωρας.

Τότε πήγα για πρώτη φορά στην Αλβανία.

Μια εφημερίδα , που δεν την διάβαζε ούτε ο αρχισυντάκτης της, μου ανέθεσε να κάνω ένα ρεπορτάζ.

Έτσι έγινα και δημοσιογράφος σε εμπόλεμη ζώνη.

Μετά από τόσα χρόνια απορώ που βρήκα το κουράγιο να κάνω αυτό το ταξίδι.

Στο μυαλό μου είναι όλα ασπρόμαυρα.

Η «Καλλιόπη» , ένα μικρό σαπιοκάραβο,  που κούναγε και στην μπουνάτσα.

Ο Μολυβένιος ουρανός.

Οι ριπές στους Άγιους Σαράντα.

Ο οπλισμένος με τα μακριά μαλλιά στο λιμάνι μπροστά σε ένα κτήριο που έγραφε στα Αλβανικά  «Κατάληψη».

Οι κατεστραμμένοι δρόμοι προς το Αργυρόκαστρο.

Τα μπλόκα στα χωριά  με τους οπλισμένους κατοίκους που μας ζητούσαν ταυτότητες.

Το σκοτεινό και πνιγηρό  ξενοδοχείο στο Αργυρόκαστρο με τις λαμαρίνες στα παράθυρα για να μην μπαίνουν οι σφαίρες μέσα.

Το δείπνο στο εστιατόριο του  που περιλάμβανε κονσέρβα σαρδέλες και πορτοκαλάδα σε τενεκεδένιο κουτάκι.

Οι διαμένοντες, διαφόρων εθνικοτήτων , όλοι οπλισμένοι σαν αστακοί.

Το παιδί με το κομμένο χέρι που ζητιάνευε απ, έξω.

Δεν ήταν μόνον ο φόβος για την ζωή μου .

Δεν ήταν η μοναξιά στο αέρα που σου κόβε την ανάσα. 

Ήταν, περισσότερο,  η  απελπισία που περιφερόταν στους δρόμους.

Εκείνα τα άδεια βλέμματα.

Ένα θρίλερ που με στοιχειώνει από τότε.

Τα χρόνια πέρασαν και οι κόρες του Βίκτωρα σπούδασαν στην Ελλάδα , παντρεύτηκαν και ζουν εδώ.

Η Αλβανία είναι πλέον μια ξένη χώρα για αυτές.

Ο Βίκτωρας πηγαινοέρχεται προσπαθώντας να κρατήσει ενωμένο το νήμα.

Έτσι αποφάσισα , μετά από εικοσιπέντε χρόνια, να ξαναπάω ως τουρίστας.

Σαν  να με έσπρωχνε κάτι ακαθόριστο.

Ο Αλβανός αστυνομικός στο Μαυρομάτη μου ζητάει ταυτότητα.

Την σβανάρει και μου την ξαναδίνει.

Τα πάντα τρέχουν  στο μυαλό μου σαν βιντετοκλίπ.

Οι  δρόμοι προς το Αργυρόκαστρο μου φαίνονται σαν άγνωστοι.

Άψογοι και σύγχρονοι παρόλο που βρισκόμαστε στην παραμεθόριο της Αλβανίας.

Πολλά νεόκτιστα σπίτια .

Η ταβέρνα του Γιοβάνη στους Γεωργουσάτες με το εξαιρετικό φαγητό  και την ευγενέστατη σερβιτόρα  κάτω από τον πλάτανο.

Μπροστά μας η Δρόπολη λουσμένη στον ήλιο , η κοιλάδα του Δρίνου και απέναντι το εργοστάσιο της Πέπσι.

Το πανηγύρι στο Καλογοραντζή με τις πανέμορφες και πανύψηλες Δροπολίτισσες  και τις μουσικές του Πωγωνίου.

Το τουρνουά ποδοσφαίρου στο γήπεδο της Δερβιτσάνης.

Τα λόγια του  γέρου αγρότη στο πεζούλι  «Μπορεί να μην ξέραμε πολλά αλλά προσπαθήσαμε».

Ο  αστυνομικός στο Αργυρόκαστρο που διέκοψε την κυκλοφορία για να μας βάλει στο λεωφορείο.

Το ξενοδοχείο που πήγα πριν από είκοσι επτά χρόνια στριμωγμένο ανάμεσα σε νεόκτιστα ξενοδοχεία  αμφιβόλου αρχιτεκτονικής   αισθητικής .

Το μνημείο στο Τεπελένι.

Το αξεπέραστο κρασί στο Λεσκοβίκι.

Ο νεαρός εργάτης , εκεί στη μέση του ορεινού κάμπου με τις μηλιές και τις Κερασιές έξω από την Ερσέκα , σε ένα ξεχασμένο καφενεδάκι που με ξεναγούσε σαν διπλωματούχος ξεναγός.

Ο Βελής , ο σκύλος στο κήπο του ξενοδοχείο στην Κορυτσά που, εκτός από το ξενοδοχείο φύλαγε και ένα κοπάδι κατσίκες παραδίπλα για να βγάλει τα προς το ζην.

Η στρουμπουλή κοπελίτσα με τα τυριά στο Πόγραδετς  και ο γέρος που έψηνε κοτόπουλα.

Ο Μιχάλης που δούλευε παλιότερα στην Κατερίνη και τώρα άνοιξε ψησταριά στο παλιό παζάρι.

Ο γέροντας στο καφενείο που μου έλεγε «βουλιάζουμε» και ο νεαρός που έψηνε σουβλάκια στο πανηγύρι και μου έλεγε «Θα τα καταφέρουμε».

Ένα απίστευτο μιξ του παρελθόντος και του παρόντος  σε κάθε ματιά.

Η σημαία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, το άγαλμα του παρτιζάνου και ο ναός της αναστάσεως του Κυρίου σε ένα πλάνο.

Κάπου εδώ έχω παρκάρει το αυτοκίνητο.

Τζέρτζι Καστριώτη και πρώτης Μαΐου γωνία.

Συνεχίζουμε το ταξίδι.

«Στα τετρακόσια μέτρα, στον κυκλικό κόμβο, πάρτε την δεύτερη έξοδο.»

Έχουμε δρόμο ακόμα.

Το παρελθόν είναι για να μας διδάσκει , όχι για να μας στοιχειώνει.