Δεν τον σηκώνει ο οργανισμός μας τον βορρά.
Παλιότερα γυρνάγαμε την Ιταλία με τα τρένα σαν την άδικη
κατάρα.
Θυμάμαι μια φορά βρεθήκαμε στην Πάρμα και μας ήρθε η ιδέα να
επισκεφτούμε το Μοναστήρι της Πάρμα.
Ο Ιταλός στην πλατεία μας είπε ότι είναι «πέντε χιλιόμετρα
σε αυτή την κατεύθυνση».
Ύστερα από πέντε χιλιόμετρα μέσα στο λιοπύρι συναντήσαμε
μέσα στα χωράφια μια αγρότισσα που έσερνε με το ζόρι μια αγελάδα.
Κάθιδροι ρωτάμε: «Signora , perfavore …una domanda …dove il monastero di Parma?»
Μας έστειλε πέντε χιλιόμετρα στην αντίθετη κατεύθυνση.
Αφού εξεκολιαστήκαμε στον ποδαρόδρομο μάθαμε ότι το
Μοναστήρι της Πάρμα …δεν υπάρχει παρά
μόνο στο μυθιστόρημα.
Επειδή , όμως οι τουρίστες ρωτάνε , οι ντόπιοι τους στέλνουν
«πέντε χιλιόμετρα κατά κει».
Δεν σου λέει κανείς έξι χιλιόμετρα , ας πούμε .
Σου λένε όλοι πέντε . Λες και έχουνε πάρει απόφαση σε
συνέλευση.
Τώρα, λοιπόν, που
σφίξανε οι κώλοι πηγαίνουμε στην Αλβανία .
Είναι κοντά , είναι φτηνά (ακόμα) και γνωρίζεις έναν άγνωστο κόσμο, του παραπετάσματος, που τόνε βλέπουμε κάθε μέρα από το παράθυρο μας και δεν αξιωθήκαμε ποτέ να πάμε. .
Όταν λέμε «διακοπές στην Αλβανία» δεν εννοούμε τα παράλια.
Εδώ η Αλβανία είναι σαν το Σιδάρι. Ομπρέλες , Ιταλοί, αντηλιακά και ψαροταβέρνες με κατεψυγμένα ψάρια και νάιλον
πατάτες.
Μιλάμε για τα ενδότερα της Αλβανίας.
Οι εικόνες είναι από διαφορετικά ταξίδια στην Αλβανία αλλά
τις παραθέτω την μία δίπλα στην άλλη.
Βγαίνεις Ηγουμενίτσα και μετά την Σαγιάδα περνάς τον
συνοριακό σταθμό στο Μαυρομάτη (που δεν έχει κίνηση).
Δεν καταδέχεσαι να μπεις στους Άγιους Σαράντα που κοντεύουν
να γίνει η πρωτεύουσα της αρχιτεκτονικής κακογουστιάς.
Συνεχίζεις προς τα βουνά.
Βάζεις να παίζει την «Δεροπολίτισσα» για να φτιάξεις
ατμόσφαιρα βουκολική και να
προσαρμοστείς στο νέο περιβάλλον.
Στους Γεωργουσάτες σταματάς οπωσδήποτε στην ταβέρνα του
«Γιοβάνη».
Αν είσαι τυχερός ( και είναι στο μενού) θα φας προβατίνα στην γάστρα κάτω από τα
πλατάνια.
Μιλάμε για μία κατάσταση εξωπραγματική. Πάς να πιάσεις το
κόκκαλο και σου μένει στο χέρι.
Επόμενη στάση Λιμπόχοβο.
Παγωμένα νερά που πίνεις και χωνεύεις ακόμα και τον Άδωνη.
Μαθαίνεις τα πάντα περί των Μπεκτάς και πας και για
προσκύνημα στην εκκλησία που την λένε «Τεκέ».
Την επομένη συνεχίζεις προς Πρεμετή και θερμά λουτρά στην
Λαγκαρίκα.
Τα θερμά λουτρά είναι σε ένα ποτάμι με παραδοσιακό τοξωτό
γεφύρι που μυρίζει παντού θειάφι.
Βασικά είναι φυσικές πέτρινες βάσκες στην άκρη του ποταμιού.
Δεν μπαίνεις διότι έχεις πίεση έντεκα με εφτά και αν μπεις
θα σου πέσει στο εννιά με πέντε και δεν
θα μπορείς να πάρεις τα ποδάρια σου.
Την έχεις ξαναπατήσει στην Υπάτη.
Παρακάτω είναι το Θεϊκό Λεσκοβίκι.
Εδώ το κρασί είναι αξεπέραστο. Μιλάμε ότι συναγωνίζεται
επαξίως (σε διεθνείς διαγωνισμούς) τα καλύτερα Γαλλικά κρασιά.
Ανηφορίζεις τα βουνά προς την Ερσέκα.
Στην κορφή σταματάς σε ένα καφενεδάκι στην μέση του πουθενά.
Τολμάς να ζητήσεις ντεκαφεινέ εσπρέσο.
Και όμως έχει.
Στην Κορυτσά ο σκύλος του ξενοδοχείου εκτός από φύλακας στην
πύλη , φυλάει και τα πρόβατα ενός τσοπάνου της
περιοχής.
«Εδώ για να ζήσεις πρέπει να κάνεις δύο δουλειές» με
πληροφορούν.
Το μεγαλοπρεπές κτήριο στην κεντρική πλατεία της Κορυτσά
είναι η γκαλερί της πόλης παρακαλώ.
Το βράδυ συναυλία στο παζάρι δωρεάν με κεμπάπ και κρασάκι
του θεού.
Στα σούπερ μάρκετ οι τιμές είναι σχεδόν ίδιες με τις δικές
μας αλλά στις λαϊκές αγορές βρίσκει καλά φρούτα και λαχανικά σε τιμές πολύ
καλές.
Έτσι και αλλιώς οι Αλβανοί δεν έχουν (ακόμα) κουλτούρα
σούπερ μάρκετ.
Εμείς αν μας τελειώσουν οι οδοντογλυφίδες και είναι
σαββατοκύριακο παθαίνουμε παράκρουση.
Αυτοί έχουν στο σπίτι τους ψυγείο καταψύκτες με τα πάντα
δικά τους.
Επιστρέφουμε στο Λιμπόχοβο.
Το εστιατόριο του χωριού έχει τοπικά εδέσματα.
Παραγγέλνουμε τσίπουρο με μεζέ και μας φέρνουν
Ένα πιάτο κολοκυθοκορφάδες γεμιστές.
Ένα πιάτο μελιτζάνες (ντόπιες) γεμιστές που τις κάνουν με ξύδι.
Ένα πιάτο λιωμένο τυρί.
Ένα πιάτο τυρί κρέμα.
Μια πιατέλα κοτόπιτα με την μισή κότα ψημένη από πάνω.
Πατάτες τηγανιτές και ψωμί ψημένο με λάδι, ρίγανη και
σκόρδο.
Πληρώσαμε δεκαεφτάμισυ ευρώ.
Την επομένη ξεκινήσαμε για Προγκονάτ.
Το βρήκα στο χάρτη πάνω στα βουνά.
Εικοσιέξι χιλιόμετρα βορειοδυτικά από το Τεπελένι.
Στο «Κρύο Νερό» στάση για καφέ και παγωμένο ξυνόγαλο.
Στο Τεπελένι στάση για μπουρέκ. Δηλαδή τυρόπιτα η
σπανακόπιτα που περιμένεις να βγει από το φούρνο.
Μετά ήρθαν οι εκπλήξεις.
Ανεβαίνοντας το δρόμο προς το ορεινό Προγκονάτ περίμενες ότι
θα βρεις κατσικόδρομους.
Το χωριό έχει δέκα οικογένειες τσοπαναραίων.
Εκεί είναι το τέλος του δρόμου.
Ο δρόμος από το Τεπελένι προς το Προγκονάτ συναγωνίζεται
επαξίως τους δρόμους της Ελβετίας.
Απερίγραπτο.
Ένας ορεινός δρόμος που εξυπηρετεί το πολύ εκατό άτομα και
που δεν υπάρχει στην Ελλάδα, στα ορεινά τουριστικά μέρη, ούτε κατά διάνοια.
Αρνί στη σούβλα με πατάτες ντοματοσαλάτα και τυριά κάτω από
τα πλατάνια στην πλατεία (εικοσιοκτώ ευρώ).
Ο σερβιτόρος μίλαγε απταίστως Ελληνικά.
«Που έμαθες Ελληνικά παιδί μου εδώ πάνω στα βουνά;»
«Η μάνα μου δούλευε στην Αθήνα , στην Γλυφάδα, και εγώ γεννήθηκα και πήγα σχολείο εκεί. Τώρα γυρίσαμε και
ανοίξαμε την ταβέρνα.»
Μας έφερε και μια πιατέλα αμπουρνέλες ίδια ράτσα με τις
δικές μας που πήγε και τις έκοψε εκείνη την ώρα.
Στο γυρισμό προς το Τεπελένι , στην μέση στα βουνά, σταματάω για χέσιμο.
Όπως συμβαίνει πάντα , ακριβώς εκείνη τη στιγμή, στην μέση
της απόλυτης ερημιάς , ακούω ποδοβολητά.
Ο νόμος του Μέρφυ.
Ίσα που πρόλαβα και βρακώθηκα.
Ένα τσούρμο μαυριδεροί εργάτες , Πακιστανοί νομίζω, ντυμένοι
με πορτοκαλί φόρμες , καπέλα και εργατικά παπούτσια κατηφόριζαν.
Ρωτάω τον επικεφαλή που φαινόταν για Αλβανός αν μιλάει
Ελληνικά .
Μίλαγε και αυτός.
Ήταν, λέει, το συνεργείο συντήρησης του δρόμου. Το καλοκαίρι
φροντίζουν να είναι ο δρόμος καθαρός από καμία κατολίσθηση και τον χειμώνα, με
δύο εκχιονιστικά μηχανήματα, τον
καθαρίζουν από τα χιόνια.
Ο Χριστός και η Παναγία!!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου