Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Οι οχιές του Μέγα Κάμπο


Το πρωί στην είσοδο η αφίσα για τον θάνατο της κυρίας Ουρανίας.

«Πέθανε από καρκίνο»  λένε.
«Ήρθαν και οι λογαριασμοί της ΔΕΗ»
«Μπήκαν διαρρήκτες στο φαρμακείο»
«Έσπασε ο αγωγός και θα μείνουμε χωρίς νερό»

Σφίγγεις τα δόντια και συνεχίζεις.

«Θα ρίξει κατακλυσμό… θα μας πνίξει»
«Μειώνουν τις συντάξεις»
«Ακόμα να πάρουν τα σκουπίδια… θα βρωμέψουμε»
«Όλοι πουλημένοι είναι»

Αντέχεις ακόμα.

Κάνεις ελιγμούς για να αποφύγεις τι κακοτοπιές και να φτάσεις  στο μεσημέρι.

Το μυαλό σου φεύγει στο Μέγα Κάμπο.

Πολύ παλιά.  Τόσο που τα πάντα έχουν ξεθωριάσει και κανείς δεν είναι πλέον σίγουρος εκεί έζησε για λίγα χρόνια ένας φρουρός Μαδραΐτης που μιλούσε λίγο και ήταν πάντα σοβαρός.

Το έστειλαν  από το Σκριπερό με ένα άλογο φορτωμένο με τα πράματα του.

Αργότερα γνώρισε μια κοπέλα από την Πυλίδα που ο πατέρας της είχε στάνη και παντρεύτηκε.

Φέρανε και παππά από τους Χωροεπισκόπους.

Κάποια μέρα γύρισε στο Κάμπο από το όρος και  τους βρήκε όλους σκοτωμένους . Την γυναίκα του και τους ακρίτες.

Πήρε όσα πράματα μπορούσε και έφυγε.

Τον δεχτήκανε σε ένα μοναστήρι και έζησε εκεί τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του αμίλητος.

Η πλάκα στο νεκροταφείο του μοναστηριού  είναι σχεδόν σβησμένη . Ελάχιστα γράμματα θυμίζουν το πέρασμα του από εδώ.

Αλώστε οι τουρίστες δεν μπαίνουν στα νεκροταφεία και ούτε κανένας ενδιαφέρεται για μια τόσο συνηθισμένη ιστορία.

Τίποτα δεν έχει μείνει από τον Καταυλισμό  στο Μέγα Κάμπο . 
Υποθέτεις μόνο την θέση της βίγλας και το μέρος που θα έπρεπε να είχαν στήσει  τις καλύβες τους.

Το μέρος είναι σε τέτοια θέση που το έκαναν παρατηρητήριο και οι Ενετοί αλλά ούτε από αυτόν τον καταυλισμό έχει μείνει κάποιο σημάδι.

Κανένας δεν ανεβαίνει πλέον στο Μέγα Κάμπο.

Ακόμα και οι τουρίστες περιπατητές περνάνε αδιάφοροι από δίπλα και συνεχίζουν ψηλά για το Σωκράκι.

Τέτοιες μέρες της ανοίξεως ζωντανεύει ξανά το παρατηρητήριο.

Οι οχιές του Μέγα Κάμπο βγαίνουν από  τις φωλιές τους και στέκουν ακίνητες σαν αρχόντισσες στο μπαλκόνι τους.

Αγναντεύουν την θάλασσα.

Ανασαίνουν όλες τις μυρωδιές του κόσμου.

Βλέπουν μακριά μέχρι τους Οθωνούς την Ερείκουσσα και το Μαθράκι.

Αν βάλει μαΐστρο βλέπουν και το μακρινό Ότραντο.

«Άραγε ζει η σινιόρα Λουτσία με τις μυδομακαρονάδες της η έχουνε αναλάβει την Τρατορία οι θυγατέρες της;»

Μπορεί… Αλλά πόσο μπορεί να ενδιαφέρουν τέτοια θέματα μια οχιά του Μέγα Κάμπο;

Άλλωστε, είναι γνωστό,  ότι οι ουδέποτε τους άρεσαν οι μυδομακαρονάδες.

Μεσημεριάζει.


Είναι ώρα να κατέβουν στο «Κρύο νερό» να πιουν και να κουτσομπολέψουν.

Σάββατο 7 Μαΐου 2016

Ζορμπάς


Ο Ζορμπάς υπήρχε πάντα.

Κάθε  δρόμος , κάθε χωριό, κάθε γειτονιά είχε πάντοτε έναν Ζορμπά.

Όλα αξίζουν,  και οι Ζορμπάδες υπάρχουν για να μας το υπενθυμίζουν όταν οι δυσκολίες μας δοκιμάζουν.

«Δεν ξέρω τι χρειάζεται αυτό το χαλίκι στην μέση του  δρόμου,  αλλά αν δεν αξίζει… τότε δεν αξίζει τίποτα»

Ο δικός μου Ζορμπάς ονομάστηκε έτσι διότι από μικρός δούλευε σε ένα χορευτικό συγκρότημα που έδινε παραστάσεις στα ξενοδοχεία.

Δεν είχε ανάγκη να δουλέψει. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και μάλλον θα θεωρούσε νεανική τρέλα την καλλιτεχνική αυτή ενασχόληση του νεαρού Ζορμπά.

Ο Ζορμπάς πήγε και φαντάρος αλλά, σε αντίθεση με τους περισσότερους άντρες, δεν μιλάει ποτέ για αυτήν την εποχή.
Αν τον ρωτήσεις θα σου απαντήσει με δύο κουβέντες και με τέτοιο τρόπο που δείχνει να τον ενοχλεί .

Αποφεύγει να συζητάει για το στρατό και για την θητεία του στην Ιταλία όπου εσπούδασε στην Ιατρική σχολή κάποιου πανεπιστημίου.

Τρία χρόνια άντεξε τις σπουδές και αυτά με απανωτές αποδράσεις.
Γύρισε πίσω και ένα διάστημα «έκανε τον ασφαλιστή».

Σουλουπώθηκε και βγήκε στην πιάτσα.

Αν τον πίστευες είχες εξασφαλισμένη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στα καλύτερα νοσοκομεία του κόσμου και μια αστρονομική σύνταξη για τα γηρατειά σου απολύτως εξασφαλισμένη από τον μεγαλύτερο και ακλόνητο ασφαλιστικό κολοσσό.
  
Ούτε και εδώ «του έκανε».

Αγόρασε βάρκα και έγινε ψαράς «για λόγους ελευθερίας».

Γυρνάει τους δρόμους με το φορτηγάκι του και διαλαλεί με το μικρόφωνο το εμπόρευμα που ..δεν έχει.
Φωνάζει, ας πούμε, «Καλαμάριααα!!! Δεν έχω.»,  «Σαφρίδιααα !! δεν έχω» , «Σαργούς!!! Δεν έχω.» «Σουπιές!! Δύο κιλά μου μείνανε!»

Ανάμεσα ρίχνει και υποθετικές ανακοινώσεις κομμάτων «Όλοι απόψε στο παλλαϊκό συλλαλητήριο στο Σαρόκο , θα μιλήσει ο γραμματέας του κόμματος» και συνεχίζει με παλιομοδίτικα συνθήματα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ  το ίδιο συνδικάτο» .

Δεν πάει ποτέ στη Γαρίτσα όταν είναι εκεί ο Αντώνης. «Δεν είναι σωστό να του κάνει κόντρα πόστο.»

Ο ζορμπάς , αν σε έχει σε εκτίμηση σε γράφει στα αρχίδια του.

Όχι μεταφορικώς αλλά στην κυριολεξία.

Ελάχιστοι έχουν την τιμή να είναι γραμμένοι στα αρχίδια του Ζορμπά .

Η τελετή εγγραφής γίνεται στην Κόντρα Φόσα με Μπίκ και  επισήμως,  με την παρουσία των μελών του «Συνδέσμου Ερασιτεχνών Αλιέων».

Ο Ζορμπάς δηλώνει ότι «είναι Άντρας» διότι «παρόλο που δοκίμασε αρκετές φορές με άντρες δεν του άρεσε».

Ο Ζορμπάς δεν ανήκει στην φάρα του συνηθισμένου αμορόζου που «δεν θυμάται  με πόσες έχει πάει».

Όταν ήταν νεαρός είχε «σχέση» με μια παντρεμένη.

«Μεγάλη ιστορία» .

Την θυμάται με νοσταλγία.

«Αν στη γυναίκα σου αρέσουν οι φακές γιατί να της το στερήσεις;»

Σου μιλάει στην γλώσσα των ανθρώπων που αγαπάνε πραγματικά  την ελευθερία και την αναζητούν κάθε στιγμή για το καθένα .

Πολλοί μιλούν για «ελευθερίες και δικαιώματα» και την ίδια στιγμή δυναστεύουν  τον δικαιούχο και τον εαυτό τους .

Οι άνθρωποι της θάλασσας αγαπάνε την ελευθερία γιατί οι ορίζοντες εκεί φαίνονται απέραντοι.

Η Κυρία Ελευθερία όμως είναι ακριβή σαν το κρασί και δωρεάν σαν την θλίψη.

Συνήθως την συναντάς στους σταθμούς των τραίνων .

Φοράει ένα  γκρίζο ταγιέρ.

Κρατάει στο ένα της χέρι την εφημερίδα και στο άλλο τον δολοφόνο της.

Άλλες φορές πάλι κάθετε στην πλώρη αναμαλλιασμένη από όλους τους ανέμους της νύχτας.


Πανέμορφη μέσα στα σύννεφα της αμφιβολίας.

Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

Μια ψηλή παπαρούνα


Όταν την γνώρισα ήταν μια ψηλή αγέρωχη και πανέμορφη παπαρούνα.

Πέρασαν χρόνια και χαθήκαμε. Δουλειές , παιδιά, οικογένειες , αγωνίες.

Την ξανάδα τις προάλλες κάτω από τα βόλτα.

Πανέμορφη κι ας πέρασαν τα χρόνια.

Το βλέμμα της όμως αλλιώτικο, μελαγχολικό και θλιμμένο.

Με πλησίασε και πήγε να με αγκαλιάσει.
«Μην πλησιάζεις άλλο..» της λέω σοβαρά.
Συγκρατήθηκε αμήχανα.
«..ανάμεσα μας…» συνεχίζω βλοσυρός «…έχει χέσει ένας σκύλος ..ακόμα ένα βήμα και θα τα πατήσεις».

Κοίταξε κάτω και γέλασε.

«Όπου κοιτάξεις σκατά» λέει γελώντας.

«Όχι παντού» απαντώ.

Της άρεσε η αισιοδοξία μου.

Μου μίλησε για την ζωή της.
Τίποτα δε πάει καλά.

Συνήθως στεναχωριέμαι με τα βάσανα των άλλων. Τελευταία είμαι πιο ψύχραιμος.
Ίσως πρέπει να ανησυχώ; Η έτσι είναι καλύτερα για να αντέξει κανείς;.

Με ρώτησε «πως τα πάω».
Συνήθως απαντάω με ένα κακομοίρικο «καλά». Αυτό επιτάσσει η χριστιανική ταπεινότητα .
Αυτή τη φορά προτίμησα να  είμαι πιο (συγκρατημένα) ειλικρινής.
Δεν με ενδιαφέρει να προκαλέσω αλλά και δεν σκοπεύω να κρύβομαι για πάντα πίσω από ένα μισοκακόμοιρο «καλά» ως ένδειξη αλληλεγγύης.

Ναι. Το ξέρω. Οι «ψηλές παπαρούνες» κινδυνεύουν περισσότερο.

Όταν έρθει το θέρος τα δρεπάνια κόβουν τα ψηλότερα στάχυα και τις ψηλότερες παπαρούνες.

Πάντα έτσι συνέβαινε από τότε που ανακαλύφθηκαν τα δρεπάνια.

Μπορεί κάποια μέρα να καταργηθούν τα δρεπάνια και να (ξανά) ανακαλύψουμε την ομορφιά και την αξία του καθενός . Τότε ίσως οι θερισμοί να ανήκουν πλέον στο προϊστορικό μας παρελθόν.

Θα μαθαίνουν τα παιδιά στα σχολεία ότι κάποτε ο Θρασύβουλος πρότεινε στον Περίανδρο «για την καλή και ασφαλή διακυβέρνηση του τόπου» να κόψει τους ψηλότερους καρπούς από τα στάχυα.

Θα μαθαίνουν ότι ο Λούκιος Ταρκίνος έκανε το ίδιο αποκεφαλίζοντας τις ψηλότερες παπαρούνες.

Θα μαθαίνουν τα παιδιά για το «σύνδρομο της ψηλής παπαρούνας»  και θα απορούν: «Μα συνέβαιναν τέτοια πράματα τότε. Δεν ήταν αυτονόητο ότι όλοι πρέπει να είναι ελεύθεροι  να αναπτύσσονται απεριόριστα;»

Τέτοιες απορίες (ελπίζω) θα έχουν οι μαθητές του μέλλοντος.

Με τούτα και με κείνα στο μυαλό μου πηγαίνω προς την πλατεία.

Αρχίζουν οι προετοιμασίες για την «αυριανή μεγαλειώδη παρέλαση του καρναβαλιού»

Τα παλιά χρόνια , κάπου μετά το πόλεμο (τον προηγούμενο), η παρέλαση των καρναβαλιστών κατέληγε στην πλατεία για το καθιερωμένο κάψιμο του βασιλιά καρνάβαλου.

Τα παιδιά χόρευαν γύρω από τον καρνάβαλο και η μουσική έπαιζε ασταμάτητα ένα αθώο παιδικό και χαρούμενο Ιταλικό τραγούδι που μιλούσε για τον έρωτα μιας μικρής πάπιας και μιας παπαρούνας.

Η Μικρή πάπια κοίταζε με θαυμασμό την ψηλή παπαρούνα που έλαμπε στον ήλιο.

Ο Πατέρας προσπαθούσε ματαίως να αποτρέψει την μικρή πάπια από αυτόν τον ανόητο και επικίνδυνο έρωτα.

«Το ξέρεις που οι παπαρούνες είναι ψηλές
Και εσύ γεννήθηκες πάπια τι να κάνουμε;»

Lo sai che I papaveri son alti alti alti
E tu sei piccolina e tu sei piccolina
Lo sai che I papaveri son alti alti alti
Sei nata paperina che cosa ci vuol far

https://www.youtube.com/watch?v=yyre81yYplc


Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Η σκουριασμένη μερσεντές


Η Λισάβετ μένει στον τέταρτο όροφο.
Απέναντί της μένει η παιδική της φίλη η Νικολέτα.
Τις δυό παλιές ξύλινες πόρτες τις χωρίζει ένας στενός διάδρομος.
Υπολογίζω ότι ζουν ογδόντα χρόνια μαζί.
Αν θέλει κάτι η μία χτυπάει την πόρτα της άλλης χωρίς, σχεδόν, να βγει από το σπίτι.
Έπαιζαν μαζί στο ίδιο καντούνι του Καμπιέλου από μικρά παιδιά «Κρουβιτζιάνα» .
Έχουν και οι δύο στο σαλονάκι τους από μια ολόιδια φωτογραφία και με ίδιο κουάδρο από την «αλησμόνητη εκδρομή στο Ύψο»  όταν πήγαιναν στο γυμνάσιο.

Η Λισάβετ φοβάται πολύ.
Θέλει να βάλει σιδεριές στα παράθυρα και κυρίως στο παράθυρο που βλέπει στην κανιζέλα.
Θέλει και δύο καδινάτσους στην ξύλινη εξώπορτα.
Με φώναξε και πήγα να αναλάβω να περιορίσω όσο μπορώ τους φόβους .

«Τι τα θέλεις όλα αυτά τα σίδερα ορή κοπέλα;» Φωνάζει η Νικολέτα από το ανοιχτό παράθυρο;
«Δεν τάμαθες  που βιάσανε μια γριά ογδοήντα χρονώ στ΄Αλεύκι κάτι αρβανοί;»
«Και που το άκουσες εσύ αυτό;»
«Τόπε ο Μάμαλος στην Τελεόραση»
«Δεν ξέρω τι μου λές,  αλλά εγώ αμα είχα τριάντα χρόνια να δώ άντρα θα τα άφηνα όλα λιμπρέτο»
Πέταξε το δηλητήριο της η Νικολέτα αλλά η Λισάβω το άφηκε να πέσει κάτω.
Μοναχές τους έχουνε μείνει. Δεν είναι ώρες τώρα για τσακωμούς.

Η Λισάβω δεν εδούλεψε ποτές . ο Άντρας της ήτανε «αστενόμος» . Έχει και φωτογραφίες του ανάμεσα από αμέτρητα καντήλια και μικρές εικονίτσες αγίων που σε κάνουν να αναρωτιέσαι «Υπάρχουν τόσοι πολλοί άγιοι;»
Έχει ταχτοποιημένα στη σειρά και τα φάρμακα στο κομοδίνο . «Αυτά είναι για το Ζάχαρο».

Η Λισάβω σταυροκοπιέται με το παραμικρό και ξέρει απέξω και ανακατωτά όλα τα φάρμακα που έχει ανακαλύψει η επιστήμη.
Το σπίτι της είναι κάτι ανάμεσα στο φαρμακείο του Πολέντα και στην Παναγία την Αντιβουνιώτησα.
Ο Γιός της είναι «επιχειρηματίας».
Για την κόρη της δεν μου είπε τίποτα.

 Κατεβαίνει να πάει στο Μαρκαντικό . Ένα μικρό μπακάλικο του Καμπιέλου που τα έχει όλα. Από οδοντογλυφίδες και «Δεπόν» μέχρι μπουκάλες υγραερίου και ποντικοφάρμακα.

Μέχρι να κατέβει, να ψωνίσει και να ανέβει βρίσκει την ευκαιρία η Νικολέτα (που είχε στήσει αυτί) να αποκαταστήσει την Ιστορία.
Ο Άντρας τσι Λισάβως δεν ήταν «αστενόμος» αλλά απλός «χωροφύλακας τσι Σινιές».
Επάνω στη σκεπή δεν έχει ποντικούς αλλά η Λισάβω έχει γιομήσει το τόπο με δηλητήρια.
Ο Γιός της δεν είναι «επιχειρηματίας» αλλά ένα ρεμάλι που κοντεύουνε να τονε  κλείσουνε στο ψυχιατρείο.
Η Κόρη της ζει στην Αθήνα χωρισμένη με δύο κεφάλια παιδιά.
Δεν έχει ζάχαρο αλλά παίρνει φάρμακα γιατί είχε ο άντρας της και «φοβάται μην αποχτήσει και αυτή».

Μετά από καμιά ώρα ανέβηκε τα σκαλιά  η Λισάβω ασθμαίνοντας.
Μαζί της ανέβαινε και ο «Επιχειρηματίας». Τον έφερε να δει αν έγινε σωστή δουλειά με τις σιδεριές.
Έριξε μια αδιάφορη ματιά . «Εντάξει είναι ρε μάνα, φτιάξε μου ένα καφέ».

Έτσι, πάνω στον καφέ,  έμαθα άθελα μου και την ιστορία του «επιχειρηματία».

Είχε ένα εστιατόριο στη Δασιά τον καιρό εκείνο που οι Άγγλοι, χορεύανε συρτάκι , πίνανε ούζο με λεμονάδα και πληρώνανε με λίρες.
Παντρεύτηκε μια αγγλίδα και κάνανε ένα γιό.
Η Αγγλίδα τόνε παράτησε, πήρε το γιό και γύρισε πίσω.
Πήγε στην Αγγλία να δεί το γιό του αλλά τσακώθηκε μεθυσμένος σε μια πάμπ και τονε σπάσανε στο ξύλο.

Γύρισε πίσω και τονε βρήκε η κρίση μεσοστρατίς.
Νοικιάζει γκαρσονιέρα τσου Καπουτσίνους και καταθέτει πινακίδες από την Μερσεντές.
Κάποιο πρεζόνι του σπάει το παράθυρο της Μερσεντές και τώρα πάνω στα δερμάτινα καθίσματα κοιμάται ένας κοκκινωπός γάτος ονόματι «Νιοράντες» με την αμορόζα του.

Ο «Επιχειρηματίας» πιστεύει ακράδαντα ότι «μας ψεκάζουν» διότι «τι είναι αυτές οι άσπρες γραμμές που βγάζουν τα αεροπλάνα από πίσω;»
Ο «Επιχειρηματίας» πιστεύει ότι «εμείς οι Έλληνες» είμαστε μια ξεχωριστή και προικισμένη φυλή και η ανθρωπότητα μας χρωστάει τον πολιτισμό της.
Ο Επιχειρηματίας πιστεύει ότι είμαστε θύματα μιας συνωμοσίας Εβραίων που θέλουν να ξεκάνουν «εμάς που φέραμε τον πολιτισμό».
Ο «Επιχειρηματίας» «δεν είναι φασίστας» αλλά όλες οι φυλές του κόσμου είναι «μόγγολα» μπροστά μας.

Τέλειωσε ο καφές της σιόρας Λισάβετ.
Τέλειωσαν και τα τσιγάρα.
Πληρώθηκα για την δοκιμασία στην οποία υποβλήθηκα.

Έριξα και το εικόνισμα της Παναγίας της Κασοπίτρας όπως πήγα να βάλω το μπουφάν μου και κατέβηκα τα σκαλιά φορτωμένος εργαλεία. 

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Ορατότης μηδέν


Το «σινέ Αλίντα»  ήταν ο τόπος των θαυμάτων των παιδικών μου χρόνων.

Δεν ήταν μόνον τα κινηματογραφικά έργα που είδα εκεί .Ήταν και το σουβλάκι που ακολουθούσε στην έξοδο.

Εκεί είδα έντρομος τον Κούρκουλο να παραληρεί κάθιδρος μπροστά στους ανακριτές « Σταματήστε μωρέ! Όχι άλλο κάρβουνο στα καζάνια!»

Τα «καζάνια»  τα πρόλαβα μόνον στο σινεμά.

Οι Θερμαστές εκείνης της εποχής ρίχνανε κάρβουνο στα καζάνια για τις ατμομηχανές των πλοίων.

Λέγανε  ότι ήταν η σκληρότερη δουλειά των ναυτικών.
Οι συνθήκες , ιδιαίτερα στα ζεστά κλίματα, ήταν αφόρητες.
Λίγοι αντέχανε.

Αυτούς τους θερμαστές δεν τους γνώρισα.

Αργότερα , όταν δούλεψα στα  ναυπηγεία ως ηλεκτροσυγκολλητής  γνώρισα πολλούς από τους «απογόνους» τους .
Τους λέγανε  «θερμαστολαδάδες» η σκέτο «λαδάδες».
Είχανε την ευθύνη για την λίπανση κάθε σημείου της μηχανής του πλοίου.
Γνώριζαν και την παραμικρή βάνα και φρόντιζαν για τα ντελαβάλ και τα ντεπόζιτα του λαδιού.

Δύσκολη δουλειά και απαιτούσε καλή γνώση του μηχανοστασίου. Ένα λάθος η μια παράλειψη ήταν ικανή για να «αρπάξουν» τα κουζινέτα και να γίνει μεγάλη ζημιά.

Είχανε το πλοίο στη ράδα για επισκευές η στις δεξαμενές  και μένανε εκεί πολλές φορές για μήνες.

Με την πρώτη ματιά σου δίνανε την εντύπωση ανθρώπων του υποκόσμου.
Κουρασμένες φάτσες , τατουάζ και μερικοί με μακριά μαλλιά.
Αν τους γνώριζες από κοντά όμως , οι περισσότεροι ήταν καλόκαρδοι και μάλλον αγαθιάρηδες.

Έξω από το ναυπηγείο είχε φτιαχτεί ολόκληρος συνοικισμός από βρωμερά εστιατόρια , μπορντέλα και αετονύχηδες που ψάχναμε για ξέμπαρκα θύματα.

Εκεί αγόρασα από έναν θερμαστολαδά ένα πικάπ Κένγουντ με ενισχυτή και ηχεία σε τιμή απίστευτα χαμηλή.

Μου έδωσε επιπλέον δώρο και ένα καλό ρολόι,  και ένα μάτσο έγχρωμα πορνοπεριοδικά.

Μπορούσαν να πετάξουν τα λεφτά τους με μεγάλη ευκολία.

Το πλοίο τους περίμενε και εκεί δεν είχε νοίκι , φως , νερό, τηλέφωνο.
Όλα ήταν εξασφαλισμένα και τα χρήματα χρειαζόταν μόνον στα λιμάνια.

Αγόραζαν συνήθως άχρηστα πράματα και τα φύλαγαν στην καμπίνα τους . Πολλά τα πουλούσαν στο επόμενο λιμάνι «να αδειάσει ο τόπος».

Έκαναν μπίζνες με αετονύχηδες και χάνανε τα λεφτά τους χωρίς να στεναχωριούνται ιδιαίτερα.

Οι περισσότεροι δεν είχαν σκοπό να ξεμπαρκάρουν ποτέ και δεν κάνανε σοβαρά σχέδια για την ζωή τους μακριά από την θάλασσα.

Πάντα μου άρεσαν περισσότερο από όλους οι μικρασιάτες και οι ναυτικοί.

Πέρασαν τα χρόνια , έχασα την επαφή μου με τον κλάδο και τις εξελίξεις σε αυτόν, ώσπου μια των ημερών είδα ένα ντοκιμαντέρ με «θερμαστολαδάδες» των σημερινών πλοίων.

Έμεινα με ανοιχτό το στόμα.

Ο Τύπος μένει σε μια καμπίνα που μοιάζει με δωμάτιο ακριβού ξενοδοχείου.

Παίρνει πρωινό με τηγανιτά αυγά , μπέικον και πορτοκαλάδα (φυσικό χυμό) και κατεβαίνει στη βάρδια.

Ο χώρος εργασίας είναι μια αίθουσα με μια ημικυκλική κονσόλα όπου υπάρχουν ενδείξεις για κάθε σημείο του μηχανοστασίου και της λίπανσης του.

Πίνει τον καφέ του και παίζει στον υπολογιστή.
Όλα δουλεύουν ρολόι.

Αν συμβεί κάποια σοβαρή βλάβη  (σε μια ηλεκτρομαγνητική βάνα,  ας πούμε)  τότε το κέντρο ελέγχου την κλείνει, ανοίγει ένα από τα μπαϊπάς και τον ειδοποιεί για την βλάβη.

Χωρίς να βιάζεται παίρνει δύο γερμανοπολύγωνα  βγάζει την χαλασμένη βάνα και βάζει μια καινούργια.

Μόλις βάλει το φίς  επάνω,  ο υπολογιστής αναγνωρίζει ότι η βλάβη αποκαταστάθηκε, κλείνει το μπαϊπάς και ανοίγει την κανονική βάνα.

Ο «Θερμαστολαδάς» κάθεται ξανά στην θέση του και βλέπει κάποια ταινία συνεχίζοντας τον καφέ του.


Αυτόν τον θερμαστολαδά δεν τον έχω γνωρίσει καλά  ακόμα.

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Εστρανδιώτα



Ο Δημήτριος Μουρίκης ήταν στρατιώτης σε όλη του την ζωή.
Οι πρόγονοί του  ήταν τσοπαναραίοι κοντά στ΄Ανάπλι.
Αυτός από μικρός ήταν στρατιώτης και ως στρατιώτης επέθανε.
Υπερέτησε τον πρίγκιπα Μερκούριο Μπούα μέχρι την τελευταία του πνοή υπό τις διαταγές του στρατηγού Μπαρμπάτη.

Όταν εχάσανε τον πόλεμο στην Πελοπόννησο, μπήκανε στα Ενέτικα καράβια και έτσι ο Δημήτριος Μουρίκης  εβρέθηκε στην Κέρκυρα.
Έφτιαξε μια καλύβα επάνω στη Στρατιά , στα Αναπλιώτικα,  και έζησε για πολλά χρόνια σε αυτόν τον συνοικισμό από καλύβες μαζί με τους «Εστρανδιώτα»  της Πελοποννήσου . Τους τελευταίους υπερασπιστές της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Ήταν καταγόμενοι από το «Άλβανο», καθώς λέγανε εκείνα τα χρόνια την σημερινή κεντρική Αλβανία.

Έγραψε για αυτούς πολλά η Άννα η Κομνηνή στα χρόνια που έζησε φυλακισμένη στο μοναστήρι.

Οι Εστρανδιώτα δεν ήξεραν  τι ήταν τα γράμματα και μιλούσαν μια γλώσσα ακατανόητη για τους κατοίκους της Κέρκυρας.

Οι ευγενείς  αποφάσισαν να τους χρησιμοποιήσουν  ως ένα σώμα κάτι σαν πολιτοφυλακή η σαν αστυνομία.

Έτσι ο Δημήτριος Μουρίκης  έβγαινε κάθε μέρα στην πιάτσα φορώντας τα κουρέλια που του απέμειναν από τον πόλεμο στην Πελοπόννησο  και κρατώντας το μακρύ του κοντάρι πάνω στο οποίο είχε κρεμασμένα τρία κρανία  Τούρκων που είχε σκοτώσει έξω από τα Άνάπλι.

 Στην κορφή είχε ένα μικρό κόκκινο τριγωνικό σημαιάκι με έναν μαύρο δικέφαλο αετό στην μέση.

Ήταν ο φόβος και ο τρόμος των κατοίκων της πόλης.
Αυτή ήταν η πλέον ήταν η δουλειά του.

Ο Δημήτριος Μουρίκης έμεινε για πάντα ξένος στο νησί.
Ο κόσμος τους φοβόταν και τους μισούσε.

Ξένος έμεινε και ο Μπαρμπάτης.
Ξένος έμεινε και ο πρίγκιπας Μερκούριος Μπούας.
Μπορεί αυτοί να πήραν χτήματα αλλά ποτέ δεν τους δέχτηκαν στα σαλόνια τους οι ευγενείς .
Τους θεωρούσαν άξεστους , αμόρφωτους και ξένους.

Όλοι τους έζησαν στο περιθώριο.
Πλούσιοι και φτωχοί.
Στρατηγοί και στρατιώτες .
Πρίγκιπες και ασήμαντοι.
Ταπεινωμένοι μέχρι να βρουν τους κατώτερους τους.

Ώσπου  επιτέλους τους βρήκαν .

Σε ένα ορεινό χωριό σκαρφαλωμένο στα βράχια πάνω από την θάλασσα ,όπου δεν μπορούσε να πλησιάσει κανείς χωρίς να τονε δούν,  ζούσαν οι τελευταίοι «ειδωλολάτρες».
Είχαν έρθει διωγμένοι πριν από αιώνες από την Λακωνία και ήταν απόγονοι, λέει,  των αρχαίων Σπαρτιατών.
Ύστερα , βέβαια από πέντε αιώνες πολλά είχαν αλλάξεις αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία.

Έβγαλε λοιπόν ανακοίνωση η αστυνομία των Εστρανδιώτα και απαγόρευε  να μπουν στην πόλη και να πουλήσουν τα πράματα τους οι «ειδωλολάτρες» από τσου Λάκωνες.

Όποιος συλλαμβανόταν θα τον σκοτώνανε επιτόπου.

Σε όλη του την ζωή ο Δημήτριος Μουρίκης ήτανε περήφανος που υπηρετούσε τον αφέντη του.
¨Ητανε περήφανος που πολέμησε τους άπιστους Τούρκους που πιστεύανε σε άλλον προφήτη.
Ήτανε περήφανος που είχε αναλάβει να εξοντώσει τους τελευταίους «ειδωλολάτρες».

Τώρα όμως τα πράματα μπερδεύτηκαν.

Ζούσε μέσα στη λάσπη της Στρατιάς . Σε έναν τόπο που τον φοβόντουσαν ,τον μισούσαν και τον περιφρονούσαν.

Ο Δημήτριος Μουρίκης πέθανε πριν προλάβει να ξεμπερδέψει τα «πράματα» .

Πέρασαν αιώνες  και  προχτές κατέβηκα στην πιάτσα να συναντήσω ένα φίλο να πιούμε κάτι.
Έκανε κρύο αλλά προτιμήσαμε να καθίσουμε έξω. Μέσα είχε πολύ κόσμο και φασαρία.

Έτσι γνώρισα τον Παύλο.

Είναι σερβιτόρος και τα πρωινά βοηθάει τον πατέρα του που είναι υδραυλικός.
«Δεν βγαίνει αλλιώς».
Μένει με τους δικούς του.
Για να κάνει οικογένεια ούτε κουβέντα.
«Μας προδώσανε»
«Υπάρχει σκοτεινό σχέδιο να αφανίσουν την Ελλάδα και εμάς τους Έλληνες».
«Μας μισούν γιατί εμείς φέραμε τον πολιτισμό».


Ο Παύλος Μουρίκης  ζει σαν ξένος σε έναν αφιλόξενο τόπο και δυσκολεύεται να ξεμπερδέψει τα «πράματα».

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Η σκάλα


Όταν κατασκευάστηκε για πρώτη φορά ήταν ξύλινη .

Μια ξύλινη σκάλα 24 μέτρων σε μια κεκλιμένη στρογγυλή στοά που οδηγούσε στο τελευταίο επίπεδο του (νέου) φρουρίου και στα ψηλότερα κανόνια του.

Αν το φρούριο καταλαμβανόταν από τους εισβολείς , οι τελευταίοι υπερασπιστές του θα κατέφευγαν εκεί και αφού τραβούσαν την ξύλινη σκάλα επάνω θα αμυνόταν μέχρις εσχάτων.

Μετά από πολλούς αιώνες ελήφθη η απόφαση να ξανακατασκευαστεί  η σκάλα.

Αυτή τη φορά όμως  δεν θα είχε τόσο δραματική χρήση.

Τώρα θα εξυπηρετούσε ανέμελους τουρίστες με κοντά παντελόνια , φωτογραφικές μηχανές και τάμπλετς που θα ανέβαιναν εκεί για να θαυμάσουν την πόλη από ψηλά.

Έτσι ανέλαβα την κατασκευή μιας νέας  σιδερένιας σκάλας.
Το νέο φρούριο τότε δεν ήταν επισκέψιμο και βρισκόταν σε άθλια κατάσταση.

Ακόμα και η μοναδική  στοά που οδηγούσε προς την κορυφή ήταν σχεδόν κλειστή από χώματα και πέτρες.

Ανέλαβε μια νεαρή της αρχαιολογικής υπηρεσίας να με συνοδεύει και να παρακολουθεί κάθε εργασία προκειμένου να μην κάνουμε καμία ζημιά στον χώρο.

Μου εξηγούσε τα πάντα με τον ενθουσιασμό της νεοφώτιστης και  μου έκανε πολύ καλή εντύπωση η αγάπη της για την δουλειά της.

Κυκλοφορούσαμε για ώρες μέσα σε άδειες πέτρινες αίθουσες που τα ταβάνια έσταζαν. 

Σκαρφαλώναμε από σημεία που (τα χρόνια που λειτουργούσε το φρούριο)  υπήρχαν μικρά ξύλινα γεφύρια.

Όλη η τεράστια κατασκευή του φρουρίου ,εκτός των άλλων, είχε μια λογική στην κατασκευή της σύμφωνα με την οποία αν αν ο εχθρός καταλάμβανε οποιοδήποτε τμήμα του να μπορούν οι υπερασπιστές του να υποχωρήσουν στο επόμενο τμήμα αποκόπτοντας  την πρόσβαση στον εχθρό σε αυτό.

Ανακαλύψαμε ένα ένα τα σημάδια από τα στηρίγματα της ανύπαρκτης ,πλέον, ξύλινης σκάλας στις πλευρές της πέτρινης κεκλιμένης στοάς που οδηγούσε στην ταράτσα.

Αισθανόμουν σαν τον Χάρισον Φορντ με την Κάρεν Άλεν  στο «Κυνηγοί της χαμένης κιβωτού».

Η κατασκευή θα γινόταν σε τέσσερα κομμάτια που Θα τα συναρμολογούσαμε στην τελευταία αίθουσα πριν την ταράτσα όπου ο διάδρομός της , ω! του θαύματος,  ήταν εικοσιτέσσερα μέτρα.  Μέχρι και αυτό είχε υπολογίσει ο σχεδιαστής του φρουρίου.

Το πρόβλημα δεν ήταν τόσο στην κατασκευή όσο το να ανεβούν όλα αυτά τα πράματα εκεί πάνω που (ακόμα και τώρα , ευτυχώς) δεν ανεβαίνει αυτοκίνητο.

Έτσι  προσφέρθηκε ο Ναυτικός σταθμός να διαθέσει μερικούς ναύτες  για να βοηθήσουν και εγώ ως αντάλλαγμα να κάνω ορισμένες υποχωρήσεις στην τελική τιμή.

Φτάσαμε κάθιδροι στην πλατεία που  βρίσκεται λίγο πριν από την κορυφή του φρουρίου  και σταματήσαμε να πάρουμε μιαν ανάσα.

Τώρα έπρεπε να ανεβάσουμε τα κομμάτια της σκάλας με σχοινιά και να τα μπάσουμε από ένα από τα τεράστια παράθυρα που οδηγούσε στον εικοσιτετράμετρο διάδρομο.

Εκεί θα συναρμολογούσαμε τα κομμάτια και εν συνεχεία , πάλι με σχοινιά,  θα την ανεβάζαμε στην θέση της.

Ένας εκ των ναυτών ήταν από ένα ημιορεινό χωριό της Κέρκυρας.

Ήσυχο παιδί και λιγομίλητο.

Του έδωσα τις δυο μεγάλες μαύρες  σακούλες με τα σχοινιά και του είπα να πάει και να βγει στο κεντρικό παράθυρο.

Παιδεύτηκε λίγο να βρει το σωστό παράθυρο κάτω από το οποίο είχαμε τα κομμάτια της σκάλας αλλά τελικά τα κατάφερε.

«Πέτα τα σχοινιάααα!!» του φωνάζω.

Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας.

Μας πέταξε τις σακούλες μαζί με τα σχοινιά.

Για αρκετά λεπτά είχαμε μείνει αποσβολωμένοι.

Ο αξιωματικός , οι ναύτες και οι τρείς βοηθοί μου.

Είναι η στιγμή που αφοπλίζεσαι.

Αν το καλοσκεφτείς δεν έκανε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από αυτό που του είπα.

Δεν υπήρχε περιθώριο να του κάνει κανείς την παρατήρηση ούτε είχε και νόημα.

Τοποθετούσαμε την σκάλα στην θέση της και είχα μια φοβερή παρόρμηση να την τραβήξω επάνω να και να δώσω την μάχη μου μέχρι τέλους.

Με συγκράτησε η Κάρεν Άλεν.

Πέρασαν τα χρόνια και βρέθηκα προσκεκλημένος σε μια προεκλογική συγκέντρωση στο δημοτικό θέατρο.

Κεντρικός ομιλητής ήταν ο ναύτης του ημιορεινού χωριού με κοιλίτσα , καράφλα και βλέμμα οραματιστή.

«Φτάνει πια! Ο Λαός μας αξίζει ένα καλύτερο μέλλον. Μπορούμε να φτιάξουμε μια νέα Ελλάδα!»

Έμεινα αποσβολωμένος


Σκέφτομαι ότι ήρθε η ώρα να πάρω την Κάρεν Άλεν, να ανέβουμε στην ταράτσα του φρουρίου και να τραβήξουμε την σκάλα επάνω.