Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Η παρασημοφόρηση


Εγνώρισα κάποια φορά μια Ισπανίδα γκρουπιέρα. Δούλευε στην Κέρκυρα για λογαριασμό ενός ταξιδιωτικού γραφείου.

Κουβέντα στην κουβέντα έμαθα ότι ο παππούς της ήταν αναρχικός και είχε πολεμήσει στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο.

Της είπα ότι μερικές δεκάδες Κερκυραίοι είχαν πάρει μέρος στο Ισπανικό εμφύλιο  και  μου ζήτησε να μάθω αν είναι κανένας από αυτούς στην ζωή.

Ρώτησα και έμαθα ότι δύο από αυτούς  ζουν σε δύο διαφορετικά χωριά του Όρους.

Ήρθε και με πήρε με το αυτοκίνητο της και  ανεβήκαμε στο Όρος.

Στο δρόμο της εξήγησα για το φορτηγό που ξεκίνησε ένα βράδυ από το Κασσιόπη και περνώντας όλη την Κέρκυρα μάζεψε όσους εθελοντές είχαν δηλώσει συμμετοχή. Το καΐκι έφυγε μετά δύο μέρες από την Λευκίμμη.  Την προετοίμασα να μην πει ότι ο Παππούς της ήταν αναρχικός διότι οι  εθελοντές από την Κέρκυρα ήταν Σταλινικοί.

Στο πρώτο χωριό μάθαμε ότι ο πολεμιστής είχε πεθάνει από καιρό.

Στο δεύτερο μας είπαν ότι είναι κατάκοιτος.  Πήγαμε στο σπίτι του και χτυπήσαμε την πόρτα. Μας άνοιξε μια γυναίκα γύρω στα πενήντα που τον φρόντιζε. Μας οδήγησε στο κατώι του σπιτιού όπου ήταν τον κρεβάτι του. Ο Γέρος ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα με κλειστά τα μάτια. Η γυναίκα μας έκανε νόημα να του μιλήσουμε.

«Καλησπέρα…» του είπε η γκρουπιέρα «…είμαι Ισπανίδα και έμαθα ότι είχατε πολεμήσει στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο  ενάντια στον Φράνκο».

Κούνησε τα μάτια του χωρίς να τα ανοίξει.

«Ο Παππούς μου ήταν και αυτός πολεμιστής…»  συνέχισε η Ισπανίδα  « .. και ήρθα να σας γνωρίσω».

Άνοιξε τα μάτια του κοιτώντας στο νταβάνι. Ήταν υγρά και θολά όπως είναι πάντα τα μάτια των γερόντων.

«Ευχαριστώ» του είπε η κοπέλα αμήχανα και  τον φίλησε στο μέτωπο .

Τα μάτια του γέρου έγιναν ακόμα ποιο υγρά.

Βγήκα έξω να πάρω μιαν ανάσα.

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Οι τρείς τελείες του κυρίου Ζούμπου


…συνεχίζω με μια μικρή περιπαικτική κερκυραϊκή  μικροιστορία .

Ο Γιώργος είναι ένας καλός φίλος. Ασχολείται με την Ιστορία του τόπου μας και έχει προσφέρει σημαντικό έργο σε όλους μας.
Κινείται διακριτικά στον περί του ΚΚΕ χώρο. Έχει μια πλατωνική σχέση με το κόμμα  που εκδηλώνεται δια μέσω  ασπρόμαυρων ιστορικών φωτογραφιών ενός ηρωικού και ένδοξου παρελθόντος.

Κάποτε του είπα να γράψει ένα άρθρο για την ζωή και την δράση του Άγη Στίνα στην τοπική εφημερίδα όπου  αρθρογραφεί περί Ιστορικών θεμάτων.
«Βαριέμαι Σταμάτη την γκρίνια του ΚΚΕ» μου είπε.

Τον αποκάλεσα «κότα» και εγκατέλειψα την προσπάθεια.

Λίγο αργότερα νάσου ένα ολοσέλιδο άρθρο του στην εφημερίδα για τον Άγη Στίνα.
Διαβάζω και σε ένα σημείο όπου παραθέτει αυτούσια αποσπάσματα από τα απομνημονεύματα  του,   γράφει :  «Το πείραμα της τοπικής αυτοδιοίκησης στον Σπαρτίλα πολεμήθηκε λυσσαλέα από το Αστικό κράτος και το  …».
   
 Στην θέση των τριών τελειών του  δημοσιεύματος  ο Άγης Στίνας  στα απομνημονεύματα του συνέχιζε  «…και το σταλινικό  ΚΚΕ».

Βρισκόμαστε  την επομένη και μου λέει όλο καμάρι : «Πώς σου φάνηκε?»
«Πώς να μου φανεί ρε Ιστορικέ της Π..τσας?»   «Παραποίησες τα κείμενα του ανθρώπου για να γίνεις ανεκτός?».

«Έλα μωρέ πως κάνεις έτσι? Άλλωστε ποιος θα το διαβάσει ολόκληρο κατεβατό?».

Το σκέφτηκα και άρχισα τα τηλεφωνήματα. Διάλεξα τους καλύτερους φίλους του και τους  έβαλα να του ριχτούν.

Ο Πρώτος του είπε:  «Ντροπή σου δεν το περίμενα από σένα!».
Ο Δεύτερος  του τηλεφώνησε και του είπε ότι  «Οι αστοί Ιστορικοί είναι ποιο θαρραλέοι από σένα».
Ο Τρίτος του είπε ότι είναι καλό μεν αλλά ετοιμάζει και αυτός ένα άρθρο με τίτλο «Οι τρείς τελείες του κυρίου Ζούμπου».

Με βρίσκει ο Γιώργος και μου λέει : «Ρε σύ αυτό το άρθρο  τόχει διαβάσει και η κουτσή Μαρία!".

Δεν χάνω καιρό και βάζω μια φίλη να τον πάρει τηλέφωνο.

-«Εμπρός  ο κύριος Ζούμπος εκεί?»
-«Μάλιστα λέγετε παρακαλώ»
-«Είμαι η κουτσή Μαρία ….σαν δεν ντρέπεστε λέω εγώ..»

και του το κλείνει κατάμουτρα.

Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

ΜΕΤΑΝΕΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΩΛΟΠΑΙΔΙΣΜΟΣ, Ο Αηθικισμός στην εποχή του τέλους της προ-ιστορίας.

…Συνεχίζω με εξειδικευμένα επιστημονικά θέματα.


Μεταμοντέρνος κωλοπαιδισμός (αν χρειάζεται να δοθεί ένας ορισμός) είναι ο, μαζικής κλίμακας, αηθικισμός που διαμορφώνεται σε συνθήκες παραγωγικής και κοινωνικής αποξένωσης .

Για να κοπεί ένα δένδρο άλλοτε, χρειαζόταν δύο άνθρωποι που ο ένας να βρίσκεται από την μια άκρη του πριονιού και ο άλλος από την άλλη.
Ανάμεσά τους αναπτυσσόταν μια ισχυρή σχέση με τους δικούς της κώδικες ηθικής.
Σήμερα ο χειριστής ενός αλυσοπρίονου αισθάνεται μεν ανεξάρτητος από τον διπλανό του, του λείπει όμως η σχέση.

Ο Νέος τύπος του αποξενωμένου μεταμοντέρνου κωλόπαιδου δεν αισθάνεται ότι εξαρτάται από τίποτα στο παρόν, στο παρελθόν και δεν νοιώθει καμιά ανάγκη να οραματισθεί οτιδήποτε για το μέλλον.
Πηγαίνει μόνος , διαβάζει μόνος , βλέπει ταινίες μόνος , παίζει μόνος, δουλεύει μόνος και αισθάνεται μόνος.

Δηλώνει «ανεξάρτητος», «αυτόνομος», «αυτενεργός» κοκ.
Βυθίζεται στην κινούμενη άμμο ενός καινοφανούς εργατικού αμοραλισμού .

Έχει παρέες αλλά δεν έχει φίλους.
Ο φίλος του είναι το αντικείμενο της παρέας του για το βράδυ.
Δεν ρισκάρει τίποτα για κανέναν έρωτα.
Είναι ο κανίβαλος των γονιών του και των παιδιών του.
Θεωρεί απολύτως φυσιολογικό να ποδοπατήσει τους πάντες ακριβώς όπως θα έκαναν και αυτοί.

Τίποτα δεν τον βοηθάει να βιώσει την αλληλεξάρτησης σε ένα ανώτερο επίπεδο και να οικοδομήσει την προσωπικότητα του δια μέσω αυτής.

Είναι γέννημα θρέμμα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.

Τον βρίσκεις παντού .

Δευτέρα 7 Μαΐου 2012


Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Με διαγράφουν ασταμάτητα εδώ και σαράντα χρόνια….


Με διαγράφουν ασταμάτητα  εδώ και σαράντα χρόνια….

Η πρώτη μου διαγραφή έγινε στην Τρίτη δημοτικού.
Αποβλήθηκα από το σχολείο  γιατί είχα ερωτευτεί την Μαίρη.
Η Μαίρη ήταν  το ωραιότερο κορίτσι της τάξης. Σε κάποιο  κυνηγητό στο διάλλειμα βρεθήκαμε εγώ από την μια μεριά της πόρτας και αυτή από την άλλη. Της είπα μέσα από την κλειδαρότρυπα «σ αγαπώ» . Αυτή για κάποιο λόγο το είπε στο δάσκαλο. Ο Δάσκαλος με σακάτεψε    στο ξύλο και μετά με απέβαλε για δύο βδομάδες.

Διαγράφομαι  δεύτερη φορά στις μέρες του πολυτεχνείου.
Ήμουν τότε μέλος σε μια οργάνωση που λεγόταν «Νέοι Σοσιαλιστές» . Ταυτοχρόνως ήμουν και ο κιθαρίστας ενός αθλίου συγκροτήματος που το ονομάζαμε «Ιπτάμενα καράβια» και που είχε κάνει κόλαση την ζωή των κατοίκων της οδού Σαρκουδίνου.  Η Οργάνωση μου  είπε ότι δεν πρέπει να πάρουμε μέρος στην εξέγερση γιατί «είναι στημένο από την ασφάλεια για να μαζέψουν τους αριστερούς». Τα «Ιπτάμενα καράβια» θελαν να κατέβουμε. Κατέβηκα και ακολούθησε η διαγραφή μου από την, εν λόγω, οργάνωση.

Η Τρίτη διαγραφή μου έγινε αργότερα από το ΚΚΕ (μλ) . Είχα βάλει στο ψηφοδέλτιο της σχολής και δύο Κνίτες και αυτό ήταν «εκτός γραμμής».

Αργότερα γίνομαι ιδρυτικό μέλος του σωματείου Μεταλλεργατών Αθηνών –Πειραιώς και περιχώρων «Ο Προμηθεύς». Αναλαμβάνω την έκδοση της εφημερίδας «Ο Προμηθεύς»  και με κατηγορούν γιατί από τις οκτώ σελίδες η μία ήταν αφιερωμένη στον κινηματογράφο και στο βιβλίο. Η πλειοψηφία του ΔΣ του σωματείου (που ήταν Κουκουέδες)  δεν μπορούσαν να βλέπουν ταινίες και διαβάζουν βιβλία για να ελέγχουν αν είμαι «εντός γραμμής» και μου  κατάργησαν την έβδομη σελίδα. Αργότερα δημοσίευσα ένα άρθρο για τις αμερικάνικες βάσεις ενός μέλους του σωματείου που άνηκε σε μια οργάνωση που την έλεγαν ΣΑΚΕ και με υποχρέωσαν να δημοσιεύσω ότι « εμεις του ΔΣ» δεν συμφωνούμε με το άρθρο. Λίγο αργότερα με απέπεμψαν από «αρχισυντάκτη» και έκλεισε και η εφημερίδα αφού δεν υπήρχε κανένας ενδιαφερόμενος να την  αναλάβει.

Στο στρατό με διαγράφουν από λοχία όταν έφτασε στα ΛΥΒ ο φάκελός μου ο οποίος έγραφε με μαρκαδόρο στο εξώφυλλο. «Προσοχή! Πρόκειται περί αναρχοκομμουνιστού»

Λίγα χρόνια μετά έρχομαι στην Κέρκυρα και με βάζουν στην οργάνωση του ΚΚΕ.  Πηγαίνω στην κηδεία του Άγη Στίνα και έρχεται κλιμάκιο  της «Επιτροπής Περιοχής  Ηπείρου –Κέρκυρας – Λευκάδας» με επικεφαλής τον «Βαμβέτσο τον  τρομερό» για να με δικάσουν .
Ευτραφής με μουστάκια , δερμάτινη τσάντα και τσιμπούκι αλλά Φλωράκη.
Αφού μου έκανε κήρυγμα για το «αναρχοτροτσκιστίκο  και καστοριαδικό απόβρασμα» , πρότεινε την ποινή της «μομφής-προειδοποίησης διαγραφής».
Δύο χρόνια αργότερα (το  ’89) με διαγράφουν οριστικά.
Για την ακρίβεια με πέταξαν από τις σκάλες.

Η διαγραφή μου από το ΝΑΡ Κέρκυρας έγινε με ανορθόδοξο τρόπο. Για την ακρίβεια δεν με διέγραψαν ακριβώς.  Έφυγαν όλοι και με άφησαν- με άλλους δύο- στην αίθουσα των «Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Κέρκυρας» αφού μου πέταξαν στα μούτρα τις αποδείξεις των ενοικίων των γραφείων.

Από τότε ήμουν το ΝΑΡ σχεδόν μόνος.

Έφτασα στο σημείο – την ώρα που η Κέρκυρα έβγαζε του κόσμου τα λεφτά και το Κορφού μπαι ναιτ στέναζε - να κατεβαίνω στις εκλογές και να παίρνουμε 69 ψήφους.

Κάποιος είπε αστειευόμενος ότι «πρόκειται  για σαφές υπονοούμενο του εκλογικού σώματος».

Τελευταία  με διέγραψαν και «οι πλατείες».

Πρέπει να είμαι ο μόνος εν Ελλάδι που πέρασα από «Λαϊκό δικαστήριο».

Με κατηγόρησαν ότι «κάτι είπα σε κάποιον που δεν έπρεπε» και με παρέπεμψαν σε «Λαϊκό Δικαστήριο» της «Λαϊκής Συνέλευσης Κέρκυρας».

Οι ένορκοι απεφάνθησαν «Ένοχος» και ετέθη το ζήτημα της ποινής.

Η μια πρόταση ήταν να μείνω στη γωνία όρθιος με το ένα πόδι για μία ώρα, και η άλλη να μην μου «μιλάνε» τα μέλη της «Λαϊκής συνέλευσης» για δύο βδομάδες.

Μη γελάτε.

 Έτσι έχουν τα πράγματα μέχρι τώρα.

 Έπεται συνέχεια με μεγάλο ενδιαφέρον .

Θα σας κρατάω ενήμερους.

*Στην φωτογραφία ο Fortino Samano υπολοχαγός του Εμιλιάνο Ζαπάτα λίγο πριν την οριστική διαγραφή του.

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Lamogistan


 Σταμάτησε στο τραπεζάκι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ Κέρκυρας ένας Ιταλός περιηγητής που ψάχνει τα ίχνη του Οδυσσέα στην μεσόγειο (άκουσον-άκουσον).

Κουβέντα στην κουβέντα με ρώτησε για την πολιτική κατάσταση και  το κλίμα των εκλογών.

Σε κάποια στιγμή  μου ζήτησε να του εξηγήσω τι είναι τα «Λαμόγια».

Έψαχνα να βρω μια λέξη που να αποδίδει το φαινόμενο.

«Μαφιόζοι» -έλεγα- δεν είναι.
«Πολιτικοί απατεώνες» - σκέτο - δεν είναι.
 «Δωροδοκούμενοι κρατικοί υπάλληλοι» -σκέτο- επίσης ,δεν είναι.

Να μην σας τα πολυλογώ δεν κατάφερα να βρω μια λέξη που να αποδίδει την έννοια του Λαμόγιου.

Εγκατέλειψα ανικανοποίητο και γεμάτο ερωτηματικά τον συνομιλητή μου και επέστρεψα στα καθήκοντά μου.

Μούρθε στο μυαλό το τραγούδι ενός καλού φίλου από την Αθήνα με τίτλο “Lamogistan” και άρχισα να το μουρμουράω.

Σταμάτησε ένας καθώς πρέπει περαστικός και μου ζήτησε το ψηφοδέλτιο  της ΑΝΤΑΡΣΥΑ .

Βάλθηκα  να του εξηγώ  για την ανατροπή του συστήματος και την  επιδίωξή μας να αλλάξουμε τον κόσμο.

«Μη συνεχίζεις...»  μου απάντησε αδιάφορα «...θα ψηφίσω τον τάδε  από το ψηφοδέλτιό σας …έχω υποχρέωση».

Έμεινα άναυδος στην μέση του δρόμου.

Επιτέλους γίναμε "Κόμμα"!

Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Ταξιδευτές

“siamo uomini viaggianti
né turisti né emigranti”

"Il parto delle nuvole pesanti"


Όταν η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι ξεκινάει την εφαρμογή ενός «πρωτοποριακού» (και επιδοτούμενου) προγράμματος για τον εγκλεισμό των μεταναστών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ανά την χώρα , πολλοί σκέφτηκαν ότι τα λαμόγια βρήκαν ακόμα έναν τρόπο να φάνε λεφτά .

Άλλοι πίστεψαν ότι υποχρεωθήκαμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση να πάρουμε «σοβαρά μέτρα για την ανακοπή του ρεύματος λαθρομετανάστευσης» προς την γηραιά ήπειρο και να μετατραπούμε (ως εκ τούτου) σε χωματερή λαθρομεταναστών.

Εγώ συγκαταλέγομαι σε αυτούς τους ολίγους που πιστεύουμε ότι το καθεστώς προσπαθεί εναγωνίως και την τελευταία στιγμή να ενεργοποιήσει τα συντηρητικά αντανακλαστικά του λαού και να δημιουργήσει μια πόλωση άνευ ουσίας ώστε να συσπειρώσει την κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων που έχει ανάγκη.

Καθώς φαίνεται το κόλπο δεν «τραβάει». Ελάχιστοι ασχολούνται στα σοβαρά με το θέμα και δεν βλέπω να υπάρχει η δυνατότητα για να δημιουργήσουν έτσι ένα ισχυρό ρήγμα.

Αν δεν βρουν κάτι άλλο που να «δουλέψει» άμεσα τότε έχουν πρόβλημα στα αλήθεια.

Παρά ταύτα και επειδή , σε περιορισμένη κλίμακα , έχει ανοίξει μια συζήτηση δράττομαι της ευκαιρίας για να πω δύο λόγια σε σχέση με την Κέρκυρα.

Πρέπει να είμαστε ίσως το μοναδικό μέρος στην Ελλάδα που ο πληθυσμός του, για ιστορικούς και γεωγραφικούς λόγους, έχει συντεθεί από μετανάστες.

Παλαιότερα, αλλά και ποιο πρόσφατα, οι Κερκυραίοι είμαστε Μανδραίτες, Βασιβουζούκοι, Ενετοί, Κουρσάροι, Τσιγγάνοι, Εβραίοι, Πελοποννήσιοι παλαιοί αρβανίτες, Μαλτέζοι, Αργυροκαστρίτες , Παργινοί, Χειμαριοί, Κρητικοί, Μικρασιάτες, Σουλιώτες κλπ .

Κατά ένα ανεξήγητο τρόπο αυτοί που ωρύονται περισσότερο για την «εγκληματικότητα» των μεταναστών είναι , κυρίως, οι απόγονοι των πρόσφατων εποίκων του νησιού.

Έχω παρατηρήσει ότι κυρίως αυτοί που οι παππούδες και οι προπαπούδες τους, ήρθαν στην Κέρκυρα ως λαθρομετανάστες , κατατρεγμένοι και πάμφτωχοι, ακριβώς αυτοί φοβούνται περισσότερο .

Είναι τόσες οι περιπτώσεις που νομίζω ότι είναι δύσκολο να κάνω λάθος.

Βάζω παραπάνω το «Εγκληματικότητα» εντός εισαγωγικών γιατί από τις πρόσφατες και παλαιότερες αναφορές της αστυνομικής διεύθυνσης Κέρκυρας και τις στατιστικές που ακολουθούν , η εγκληματικότητα των μεταναστών είναι ελάχιστη σε σχέση με την εγκληματικότητα των ντόπιων.

Αναφέρομαι, βεβαίως, στην παραβατικότητα των φτωχοδιαβόλων διαρρηκτών κλπ γιατί αν μιλήσουμε για τα λαμόγια και την νόμιμη κλεφτουριά της κοινωνίας μας τότε δεν μπορούν καν να γίνουν
συγκρίσεις.

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

«Σαν ζωγραφιά στην εκκλησιά η σαν κερί αναμμένη»


Εγνώρισα  κάποια φορά (σε ένα καράβι ξένο) τον Αγησίλαο.
Δουλεύαμε ένα φεγγάρι μαζί στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά.

Ήθελε να τόνε λένε  «Άγη» , ήτανε πιο αποδεκτό από τις γυναίκες.

Ο Άγης  ήταν ένα χωριατόπαιδο από ένα χωριό κοντά στην Πύλο. Ο πατέρας του σκοτώθηκε από ένα άλογο , έπεσε η τον χτύπησε , δεν θυμάμαι.

Μετά  μπαρκάρισε σαν βοηθός λαδά σε γκαζάδικο. Δεν ξαναγύρισε στο χωριό του και δεν επικοινωνούσε με την μάνα του η τα αδέλφια του.

Δεν μου είπε ποτέ περισσότερα. Φαινόταν σαν να έκρυβε κάτι που τον βασάνιζε.

Σου έδινε την εντύπωση «του σχοινιού και του παλουκιού». Μακριά μαλλιά και τατού. Ήταν όμως αγαθός και καλόκαρδος.

Για πολλούς ήταν «ο ιδανικός φίλος» . Είχε μια μοναδική ικανότητα να σε προμηθεύει ότι είχες ανάγκη. Ήθελες ένα ρολόι  Σέικο?  Στο έφερνε αμέσως. Ήθελες ένα δίσκο βινυλίου που δεν είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα? Στον Άγη.

Πουλούσε απίθανα πράγματα  σε πολύ καλές τιμές , από ανεμιστήρες μέχρι απαγορευμένα πορνοπεριοδικά και από αφορολόγητα αμερικάνικα τσιγάρα μέχρι ακριβούς αναπτήρες.

Ο Άγης είχε «άκρες».

Τονε συνάντησα μετά από καιρό στο Πέραμα στη ζώνη. Δουλεύαμε στη ράδα.

«Ράδα» λέμε το αγκυροβόλιο ανοιχτά του λιμανιού.

Φεύγαμε κάθε πρωί τα ξημερώματα με την λάντζα , μια πλεούμενη πλατφόρμα γεμάτη με καλώδια σωλήνες βάνες , μπουκάλες ασετιλίνης και σκυθρωπά αξούριστα μούτρα.

 Όπου ακουμπούσες λερωνόσουν.

Εγώ κοίταγα μονίμως τα φώτα του περάματος που απομακρυνόταν. Ο Άγης καθόταν κοντά στην πλώρη και κοίταγε κατά τα φώτα του καραβιού που πλησίαζαν, με ένα κουτάκι έτοιμο νεσκαφέ που σούκοβε τα άντερα και ένα τσιγάρο «Σαντέ» στο χέρι.

Κάθε πρωί μου «κόλαγε»  ένα τραγούδι και το μουρμούριζα όλη μέρα. Ήταν ένας τρόπος που χρησιμοποιούσα για να αντέξω την ημέρα.

Εκείνο το πρωί μου είχε κολλήσει το  «Για την Ελένη» του Χατζηδάκη που το τραγουδούσε τότε  η Μαρία Δημητριάδη.

Το μουρμούραγα και το ξανά μουρμούραγα ασταμάτητα.

Δουλεύαμε στο μηχανοστάσιο , και ο Άγης ήταν κάπου πιο πάνω. Τα πανιόλα ήταν γεμάτα λάδια, παντού καπνοί από τα οξυγόνα και τις ηλεκτροκολήσεις .

Απίστευτοι θόρυβοι που με τρέλαιναν.

Συνέχισα να τραγουδάω την «Ελένη» σαν αυτιστικός. 

Δεν ξέρω αν συμβαίνει και σε άλλους αλλά είχα καταφέρει να κλείνω όλον τον κόσμο «έξω». Σαν χολιγουντιανή ταινία δράσης που την δραματικότερη στιγμή παύουν οι θόρυβοι και όλα κινούνται αργά.

Τραγουδάω συνέχεια για μια Ελένη που είναι «σαν ζωγραφιά στην εκκλησιά η σαν κερί αναμμένη» και ξαφνικά με συνεφέρνει το πρόσωπο του Άγη ανάποδα μπροστά μου.

Έχει κρεμαστεί από τα κάγκελα και μου φωνάζει αγριεμένος όπως δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ. «Ποιά είναι αυτή η Ελένη γαμώ τα βάσανα?».

Το πρόσωπό του είχε συσπαστεί έτσι που νόμιζα ότι θα με χτυπήσει. Τα μαλλιά του κρεμόταν κάτω.

Τον κοίταγα άναυδος και αποσβολωμένος.

Το απόγευμα στο γυρισμό ήμασταν αμίλητοι.

Την ώρα που ξεφορτώναμε τα εργαλεία μου είπε, χωρίς να με κοιτάξει: «Συγνώμη για πριν».

Μετά από λίγες μέρες ξαναμπαρκάρησε.
Δεν τον ξαναείδα .

Ας είναι καλά όπου βρίσκεται.

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Το τούβλο της Τεργέστης


Πριν από μερικά χρόνια με είχε πιάσει μια μανία να μαζεύω τούβλα.

Πρέπει να ήμουν ο πρώτος στην Ιστορία του Ανθρώπου συλλέκτης τούβλων.

Στην αρχή είχα βρει σε κάτι ερείπια ένα τούβλο κόκκινο μασίφ και πάνω είχε χαραγμένη σαν σφραγίδα την φίρμα του εργοστασίου που το παρήγαγε.

Συν το χρόνω έμαθα ότι, στην Κέρκυρα, λειτουργούσαν δεκάδες εργοστάσια (σε διαφορετικές εποχές ) παραγωγής τούβλων.

Όλη η παλιά πόλη έχει χτιστεί με αυτά τα κιτρινοκόκκινα τούβλα.

Είχαν σε όλα τα εργοστάσια την συνήθεια να σφραγίζουν ένα τούβλο ανά παρτίδα.

Έτσι τα τούβλα με σφραγίδα ήταν σχετικά σπάνια και έπρεπε να ψάξεις μέσα σε σωρούς ερειπίων προκειμένου να βρεις το σφραγισμένο και να το εντάξεις στην συλλογή σου.

Με τούτα και με κείνα βρέθηκα να είμαι ιδιοκτήτης μιας συλλογής σαραντατεσσάρων σφραγισμένων τούβλων διαφορετικών εποχών και διαφορετικών εργοστασίων.

Σύμφωνα με τον θρύλο υπήρχε και ένα τεσσαρακοστό πέμπτο τούβλο το οποίο ήταν το πρώτο και με το οποίο χτίσθηκε το πρώτο βενετσιάνικο τμήμα του Παλιού Φρουρίου της Κέρκυρας .

Το είχαν φέρει με καράβια από την Τεργέστη οι Ενετοί.

Αυτό μου έλειπε και ήταν ο καημός μου.

Δεν μπορούσα , βεβαίως, να γκρεμίσω το Παλαιό Φρούριο και να ψάξω στα ερείπια για ένα μυθικό τούβλο που θα συμπλήρωνε την συλλογή μου.

Έτσι εγκατέλειψα την προσπάθεια ώσπου μια καλοκαιρινή νύχτα πήγαμε με τον Παναγιώτη και τις γυναίκες μας σε μια συναυλία που γινόταν στο Παλαιό φρούριο ,στον χώρο μπροστά στον ναό του Αγίου Γεωργίου.

Δεν βρίσκαμε καρέκλα και ακουμπήσαμε στο τοιχίο .

Ήμουν πίσω από τον Περιστέρη και όπως είχα ακουμπήσει το χέρι μου στο τοιχίο ένοιωσα το τούβλο που έπιασα να κουνιέται.

Κοίταξα αφηρημένος και με έπιασε ταχυπαλμία. Το μαγικό τούβλο είχε στην μέση έναν οβάλ κύκλο και στην μέση του κύκλου ένα βέλος.

Το Τούβλο της Τεργέστης !

Σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας κουνούσα το τούβλο αριστερά δεξιά ώσπου το ξεκόλλησα.

Σήκωσα την μπλούζα μου και το σφήνωσα κάτω από την μασχάλη μου.

Βγαίνοντας ( μπροστά στο Ιστορικό αρχείο) δεν μπόρεσα να κρατηθώ.

«Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί μα η χαρά δεν την αφήνει».

Αποκαλύπτω στον Περιστέρη την κλοπή.

Με κοίταξε κατάπληκτος και με γουρλωμένα μάτια.
«Καλά αναίσθητος είσαι?»
«Τι θα γίνει αν ο καθένας παίρνει και από ένα τούβλο?»

Ώσπου να περάσουμε τη γέφυρα της Κόντρα φόσα με έλουσε με διάφορα επίθετα που δεν είναι της παρούσης.

Ένοιωσα τουλάχιστον σαν τον Έλγιν .

Μπροστά στο άγαλμα του Σχουλεμβούργου , γεμάτος με ενοχές, γύρισα πίσω και έβαλα το τούβλο στην θέση του.

Όποτε πηγαίνω από τότε στο φρούριο για καφέ η καμιά συναυλία λοξοδρομώ (τάχαμου για κατούρημα) και βεβαιώνομαι ότι το τούβλο είναι εκεί.

Τα τούβλα της συλλογής μου τα χρησιμοποίησα όλα για το χτίσιμο του σπιτιού μου στο χωριό.

Υπάρχουν τούβλα σφραγισμένα στην σκάλα της εισόδου , στην σκάλα του Μπότζου και στην ογνίστρα.

Καμιά φορά , τους χειμώνες που κάθομαι στην φωτιά, μου λείπουν οι οργισμένες καταγγελίες του , οι γκρίνιες του, οι απόλυτες γνωματεύσεις του, οι χαμηλόφωνες, και δήθεν αδιάφορες, αφηγήσεις του.

Μου λείπει το τούβλο της Τεργέστης.

Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Η τριλογία του κώλου μέρος τρίτο. Το ΟΙκολόπαιδο


Κατόπιν απαιτήσεως του κοινού μου αναφέρομαι σήμερα στο ΟΙκολόπαιδο.
Αποτελεί το τρίτο (και τελευταίο)  μέρος της Τριλογίας (του κώλου).
Το Οικολόπαιδο σε αντίθεση  με τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις  είναι μια περίπλοκη ιστορία. Εδώ  έχουμε να κάνουμε με μια μεταμοντέρνα  κατάσταση.
Το δικό μας Οικολόπαιδο  έχει πλέξει τα μαλλιά του ράστα φοράει σκισμένο τζιν  διακοσίων ευρώ και  ισοθερμικό μαύρο κολάν από μέσα.
Πιστεύει ακράδαντα ότι η «άποψη» είναι  δική του και ως εκ τούτου δεν μπορείς να την βρεις οπουδήποτε αλλού στον πλανήτη Γή .
Νομίζει ότι ο ουρανός , τα αστέρια, οι γαλαξίες, οι μαύρες τρύπες, τα Pulsars, οι σούπερ νόβα, τα σύννεφα ,  οι πόλεις , και οι άλλοι άνθρωποι  είναι το ντεκόρ της ύπαρξής του.
Μαλακίζεται  στο δωμάτιο του κάτω από την αφίσα του Μπόμπ  Μάρλευ  αλλά  του αρέσει και ο Στάλιν.
Ταλαντεύεται ανάμεσα  στο «συμπαγές κόμμα της εργατικής τάξης» και σε έναν  μεταμοντέρνο νεοχιπισμό.
Πιστεύει ότι η επανάσταση  πρέπει να γίνει  μετά την εξεταστική, πριν από τις διακοπές  και οπωσδήποτε  μετά τις μία το μεσημέρι.
Είναι οπαδός του κλασικού δόγματος «χασίσι, γαμίσι και επιστροφή στη φύση».
Προφανώς το προβάλει και ως αίτημα προς διεκδίκηση διότι από ότι έχω καταλάβει του λείπουν και τα τρία.
 Είναι επίσης οπαδός του αδελφού του Μάρξ  ο οποίος ως γνωστόν έγραψε το «δικαίωμα στην τεμπελιά».
Δεν διευκρινίζει πάντως αν αυτό το πανανθρώπινο δικαίωμα στην τεμπελιά  μπορεί να το έχει και ο πατέρας του.
Πιστεύει ότι  «ζωή στη φύση» είναι να είσαι ξαπλωμένος κάτω από ένα δέντρο και κάθε που πεινάς να ανοίγεις το στόμα σου και να πέφτει και ένα διαφορετικό δροσερό φρούτο στο ανοιχτό σου στόμα. Μια  περίπτωση ΟΙκολόπαιδου που γνώρισα στην Αθήνα πίστευε ότι υπάρχουν κάτι πανύψηλα δένδρα που βγάζουν ντοματοσαλάτες.
Διαπνέεται από έναν καινοφανή μετααμοραλισμό (θα έλεγα).
Τα πάντα γύρω του είναι μιας χρήσεως.
Η ΟΙκολόμαμμα  μένει γαντζωμένη επάνω του  προκειμένου να ρουφήξει και την τελευταία σταγόνα της όποιας  ζωντάνιας του   πριν πεθάνει.
Ο ίδιος μένει γαντζωμένος στην μάνα του μέχρι να ρουφήξει και το τελευταίο ευρώ της σύνταξης της.

Η τριλογία του κώλου μέρος δεύτερο. Ο ΟΙκολόγερος


Αναγκάζομαι να γράψω ένα κείμενο για τον «Οικολόγερο» προκειμένου να αντισταθμίσω την  «σεξιστική» εντύπωση που έδωσα βάλλοντας ενάντια στην «ΟΙκολόγρια» πριν από λίγες μέρες.
Ο Οικολόγερος, λοιπόν , ζει ανάμεσα μας .
Δεν ήταν πάντα Οικολόγερος .
Ακολουθούσε πάντα, όμως το  γενικώς αποδεκτό.
Αν το γενικώς αποδεκτό ήταν τα ανόητα ανέκδοτα για ποντίους , έλεγε ανόητα ανέκδοτα για ποντίους.
Αν το γενικώς αποδεκτό ήταν να είσαι Παναθηναϊκός ,  ήταν Παναθηναϊκός.
Αν το γενικώς αποδεκτό ήταν  να  μην ασχολείσαι με το ποδόσφαιρο, δεν ασχολούταν με το ποδόσφαιρό.
Αν το γενικώς αποδεκτό ήταν  να  φιλάς τον κώλο του δασκάλου σου , φίλαγε τον κώλο του δασκάλου του.
Αν το γενικώς αποδεκτό ήταν  να κάνεις ότι δεν βλέπεις , έκανε ότι δεν έβλεπε.
Αν το γενικώς αποδεκτό ήταν να είναι κουρεμένος , κουρευόταν.
Αν το γενικώς αποδεκτό ήταν να έχει λίγα μαλλιά, άφηνε λίγα μαλλιά.
Αν το γενικώς αποδεκτό ήταν να ακούει ροκ , άκουγε ρόκ.
Αν ήταν γενικώς αποδεκτό να μην ασχολείσαι με την «πολιτική» , δεν ασχολείτο με την «πολιτική».
Αν το γενικώς αποδεκτό ήταν  να τρώει υγιεινά, έτρωγε υγιεινά.
Αν ήταν γενικώς αποδεκτό να τρώει σε φαστφουντάδικα το σαββατόβραδο , έτρωγε σε φαστφουντάδικα το σαββατόβραδο.
Αν ήταν γενικώς αποδεκτό να είναι  φανατικός ψηφοφόρος του κυβερνώντος κόμματος, ήταν φανατικός ψηφοφόρος του κυβερνώντος κόμματος.
Αν ήταν γενικώς αποδεκτό να είναι  «κατά των κομμάτων» ήταν «κατά των κομμάτων».
Αν ήταν γενικώς αποδεκτό να ήταν   ελαφρώς αντιεξουσιαστής, ήταν ελαφρώς αντιεξουσιαστής.
Αν το γενικώς αποδεκτό ήταν να  είναι οικολόγος , ήταν οικολόγος.

Τελευταία πήρε την σύνταξή του.
Έχει «τακτοποιήσει τα παιδιά».
Πρέπει να ασχοληθεί με κάτι  εκ του ασφαλούς.
Κατακεραυνώνει τους πάντες για την εγκατάλειψη της υπαίθρου.
Έχει ύφος μέντορα της οικολογίας.
Ανεβαίνει στην έδρα του εισαγγελέα.
Δεκαπέντε του μηνός θα πάρει την σύνταξή του.  
Βλέπει το τέλος να έρχεται και χρειάζεται επειγόντως μια δικαίωση .

Η τριλογία του κώλου μέρος πρώτον. ΟΙκολόγρια


Ζει μόνη της .
Ξυπνάει κατά τις δέκα και  αφού στρονίζεται  καμιά ώρα σηκώνεται και ντύνεται απλά  και εναλλακτικά.
Έχει βρει τον τρόπο να κρύβει ,όσο γίνεται ,την ηλικία της .
Δυσκολεύεται να κρύψει το άγχος  .
Από το σαλόνι  ακούγεται η σκούπα της Βουλγάρας.
Πίνει  ντεκαφεινέ στο μπαλκόνι.
Κατά τις  έντεκα  μπαίνει στο  τζιπ και βγαίνει στην λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Είναι η ώρα για τις καθημερινές της ασχολίες.
Ανεβαίνει προς την πλατεία Σαρόκο με  τεσσερισήμισι χιλιάδες κυβικά.
Στα φανάρια του ταχυδρομείου έχει μπλοκάρει το σύμπαν.
Καταφέρνει να φτάσει στην αρχή της Αβραμίου αφού της έσβησε δυο-τρείς φορές.
Έξω από το  τμήμα Ιστορίας  φρενάρει για να μιλήσει σε κάποιον γνωστό.
Πίσω της  καταφέρνει να φρενάρει  στο μισό μέτρο  ο «Μαγκιόρος  μεταφοραί»  με  γαμοσταυρίδια.  Μεταφέρει   τα πράματα ενός Αλβανού που μετακομίζει  για πολλοστή φορά.
Στην Παλλάδα  παρκάρει ενάμιση μέτρο από το πεζοδρόμιο και  παίρνει από του Σαούλου ένα  κιλό  ρύζι βιοκαλλιέργειας και ένα φακελάκι Βαλεριάνα .
Περνάει απέναντι στο «Δήμητρα» και παίρνει ένα καροτσάκι ζωοτροφές για γάτους και σκύλους.
Συνεχίζει προς  τελωνείο και στο Νώτικα στρίβει προς  Καΐκια-Κατουρήστρες.
Ανεβαίνει από το φρούριο και μποτιλιάρεται  στην είσοδο της λαϊκής.
Κατά τις μία κατεβαίνει προς το τένις .
Φρενάρει απότομα σε μια διασταύρωση χωρίς λόγο και παραλίγο να στείλει στο νοσοκομείο τον πιτσιρικά με το παπί που ακολουθεί.
Λίγο πριν την κολόνα του Ντούγκλα  ξαναφρενάρει απότομα.
Ξέχασε να φουλάρει .
 Συνεχίζει προς  Γαρίτσα –Αεροδρόμιο- Τρία  Γεφύρια.
Θα χρειαστεί άλλο ένα βαρέλι βενζίνα. 
Μεθαυρίο είναι Καθαρή Δευτέρα και  θα πάει στην  εξοχή.

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Το ροκ του μέλλοντός μας

1988 Σεπτέμβριος

Ένας σπουδαίος φίλος μίλαγε σε συγκέντρωση στην πλατεία της Κέρκυρας.

Στο τέλος μια συγκλονιστικής ομιλίας είπε : "Ετοιμαστείτε για το σοκ του μέλλοντος μας".

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και τον συνάντησα στην Πάντειο, στην είσοδο του αμφιθεάτρου ανάμεσα στον κόσμο.

"Τι θα έλεγες σήμερα αν μίλαγες στην ίδια συγκέντρωση?" τον ρώτησα.

"Εσύ τι θα έλεγες?" μου απάντησε.

"Ετοιμαστείτε για το ροκ του μέλλοντός μας!" του είπα.

Έσκυψε και μου είπε στο αυτί "Αυτό είναι!"

Είναι μακριά τώρα αλλά είναι μου φαίνεται σαν να είναι δίπλα μου.

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Ο Νίκος Καζαντζάκης για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ



"Κίνησα το πρωί για τον Διόνυσο, στην Πεντέλη. Κρατούσα τα "Γράμματα" της Ρόζας Λούξεμπουργκ κι ήθελα να τα διαβάσω ψηλά στη μοναξιά, κάτω από τα πεύκα.

Γυάλιζε ο αέρα ακίνητος κι άστραφτε σαν ατσάλι· απάνω του, σαν ξόμπλια σμαλτωμένα, τα δέντρα, οι πεταλούδες, τα σπίτια των ανθρώπων.
 Η Πεντέλη μπροστά μου, η μάνα, με τον ανοιχτό πληγωμένον κόρφο, που είχε γεννήσει τους Θεούς· ζερβά μου ο Πάρνης γαλάζιος και τραχύς.
Μύριζε το θυμάρι, η αφάνα· οι βελόνες των πεύκων, διχαλωτές, έσταζαν τον ήλιο.
Στο Διόνυσο, βρήκα ένα παλιό μου φίλο. Είχα χρόνια να τον δω. Α! τους ηρωικούς αγώνες μας για τη δημοτική γλώσσα, τα μανιφέστα που ξαπολούσαμε, τις κρυφές μας συνεδρίες στα υπόγεια ενός μεγάλου σπιτιού, τους νέους που φέρναμε στα κατηχούμενα τούτα να τους φωτίσουμε, να πληθύνουμε, ν’ ανεβούμε από τα υπόγεια, να φωτίσουμε την Ελλάδα.
Έπειτα σκορπίσαμε. Άλλοι παντρεύτηκαν, άλλοι βαρέθηκαν, άλλοι διορίστηκαν κι ησύχασαν.
Όταν τους συναντώ στο δρόμο, κάνω πως δεν τους βλέπω από ευγένεια – φοβούμαι μήπως θυμηθούν και κοκκινίσουν.
Μα σήμερα δεν μπόρεσα να ξεφύγω. Μόλις πρόβαλα στο μικρό ξενοδοχείο του Διονύσου, να ο φίλος μου με το μπαστούνι του, με το καπέλο γυριστό, να μην τον κάψει ο ήλιος γλυκοκουβέντιαζε με πέντ’ έξι κοπέλες. Πώς πάχυνε! Τα μάτια του ήταν πρησμένα, τα μάγουλά του κρέμουνταν, το πηγούνι του αναπαύονταν απάνου στο διπλό προγούλι.
-Πώς πάχυνες! του είπα
-Ναι, πήρα τον κατήφορο. Στρώνω τραπέζι για τα σκουλήκια. Γεροντόπαχο. Δε σκοτίζομαι πια για τίποτα, δεν μπορώ να αφομοιώσω καμιά καινούρια ιδέα. Είμαι ήσυχος.
Και σε λίγο πρόσθεσε
-Άλλαξαν οι συνήθειές μου. Παντρεύτηκα βλέπεις. Δεν περπατώ πια, βαριέμαι. Αγαπώ τις απλές κουβέντες, τη μαστίχα και τα παιδιά μου. Θέλησα να του θυμίσω τους αγώνες μας.
Όλα τα θυμόταν ήσυχα, χωρίς θλίψη, χωρίς ντροπή.
-Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Σήμερα οι νέοι άλλαξαν. Γίνηκαν επαναστάτες, δε σέβουνται.
Μα καθόλου δε θεράπευε πια την καρδιά μου όλη τούτη η ωραιότητα. Σαν παμπάλαιη μου φάνηκε Σειρήνα, που μάταια μάχουνταν να μας γοητέψει και να ξεχάσουμε το τραχύ, χωρίς γλύκα κι ωραιότητα σύγχρονο χρέος.
Ανέβαινα βιαστικός, κλεισμένος μέσα στην αγωνία μου.
Σήμερα μια γυναίκα άσκημη, χλωμή, απελπισμένη, ανένδοτη, ήταν μαζί μου· ως άγγιζες το χέρι μου το μικρό βιβλιαράκι της Ρόζας Λούξεμπουργκ, έφρισσα, σα να με άγγιζε το νευρικό, νεκρό της χέρι και με οδήγαε.

Μια μέρα την είχα δει σε μια μικρή γερμανική πολιτεία, πάνου σε ένα τραπέζι, να μιλάει σε χιλιάδες εργάτες και πεινασμένους. Ήταν αδύναμη, σα ραχητική, φορούσε ένα παλιό σάλι, έτρεμε από το κρύο κι έβηχε. Μα πότε δεν θα ξεχάσω την κραυγή που τινάχτηκε από το ανεμικό της στόμα κι ανέβηκε στον ουρανό: «Ελευτερία, φως, δικαιοσύνη. Να χαθούμε, όλοι αδέλφια, για να σώσουμε τη γης!».

Πολλοί κλαίγαν, άλλοι βλαστημούσαν και φοβέριζαν. Οι καλοθρεμμένοι αστοί περνούσαν και σφύριζαν. Ήρθαν οι αστυφύλακες και την κατέβασαν από το τραπέζι και την πήραν στη φυλακή.
Ποτέ δε θα ξεχάσω τη ματιά της προς τους αψηλούς, βάρβαρους στρατιώτες. Έλεος, αγανάχτηση και θλίψη.
Σα να μετρούσε πόσο σκοτάδι υπάρχει ακόμα, πόση σκλαβιά και τι αγώνας χρειάζεται!

Μιαν άλλη μέρα: Είχε κηρυχτεί ο παγκόσμιος πόλεμος, τα γερμανικά σιδερόφραχτα στρατεύματα κίνησαν να δρασκελίσουν τα σύνορα και να μπουν στη Ρωσία.
Άξαφνα, μια χλωμή γυναίκα όρμησε, στάθηκε απάνου στα σύνορα κι άνοιξε τα δυο μικρά της αδύναμα χέρια να σταματήσει τους στρατούς που προχωρούσαν. Ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Τη φυλακίζουν. Από τη φυλακή της κοιτάζει τον ήλιο, τα πουλιά, τα σύννεφα, ακουμπισμένη στα κάγκελα.

Ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού διαβάζω τα γράμματα της στην αγαπημένη της φιλενάδα, τη Σόνια:

«Κάποτε μου φαίνεται πως δεν είμαι ανθρώπινο πλάσμα, μα ένα πουλί ή ένα οποιοδήποτε ζώο, που πήρε ανθρώπινη μορφή. Περσότερο ταιριάζει στην ψυχή μου μια γωνίτσα περβόλι, ένα χωράφι και να ΄μαι ξαπλωμένη στο χορτάρι, ανάμεσα στα έντομα, παρά να βρίσκουμαι σ’ ένα συνέδριο σοσιαλιστικό. Σε σένα μπορώ να κάμω μια τέτοια εξομολόγηση, γιατί βέβαια δε θα με φανταστείς εσύ πως προδίνω την ιδέα. Το ξέρεις, πως με όλα αυτά, ελπίζω να πεθάνω στο μετερίζι μου: σε μια μάχη στα οδοφράγματα ή μέσα στη φυλακή…».
Γιομάτη επικίντυνα πλούτη κι αντινομίες ήταν η ψυχή της, όπως κάθε μεγάλη ψυχή.
Και παρακάτω γράφει:
«Τη στιγμή που σου γράφω ένας μεγάλος βάβουλος μπήκε στο κελί της φυλακής μου· το γιομώνει με τη βαριά, σα βαρύτονου, φωνή του.
Τί ωραίος που είναι, τί βαθύτατη χαρά ζωής αναπηδάει μέσα από το βούισμά του, το γιομάτο δύναμη, ζέστα καλοκαιριάτικη και μυρωδιές από τα λουλούδια!»

«Σονίτσα» γράφει μιαν άλλη μέρα, «παραπονιέσαι με λόγια πικρά γιατί με κρατούν τόσον καιρό φυλακή και φωνάζεις: «Πώς είναι δυνατόν οι ανθρώποι να ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων;» Αγαπητό μικρό μου πουλί, σε όλη την ιστορία ανθρώποι ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων, κι η αδικία τούτη, έχει βαθύτατα τις ρίζες της στις υλικές συνθήκες της ζωής.
Μονάχα η εξέλιξη, μέσα από αναρίθμητες σπασμωδικές κρίσεις, μπορεί να φέρει τη λύτρωση.
Σήμερα ζούμε ένα από τα πιο τρικυμισμένα κεφάλαια της εξέλιξης αυτής και ρωτάς: Προς τί όλα τούτα; Το ερώτημα τούτο δεν έχει νόημα όταν αγκαλιάσεις ολάκερο τον κύκλο της ζωής. Προς τί να υπάρχουν πουλιά στον κόσμο; Δεν ξέρω. Μα χαίρουμαι που υπάρχουν και γλυκύτατα παρηγοριέμαι, γρικώντας ξαφνικά ένα βιαστικό τσι-τσι-μπε να μου έρχεται μακριάθε, απάνου από τον τοίχο.
»Άλλωστε υπερτιμάς τη γαλήνη μου. Δυστυχώς η εσωτερική μου ισορροπία και μακαριότητα ταράζεται κι από τον πιο ανάλαφρο ίσκιο που περνάει ποπάνω μου κι υποφέρω τότε αδήγητο μαρτύριο. Μα τις στιγμές αυτές μου είναι αδύνατο να προφέρω λέξη.».

Σε ένα άλλο γράμμα της περιγράφει με πόνο τα βουβάλια που σέρνουν μεγάλα κάρα και κουβαλούν στις φυλακές τα αιματωμένα ρούχα από τον πόλεμο. Ένας στρατιώτης τα χτυπούσε και χάραζε, έως το αίμα, τη ράχη τους:
«Την ώρα που ξεφόρτωναν τα κάρα, τα βουβάλια έμεναν ακίνητα εξαντλημένα και το ένα, εκείνο που έτρεχε αίμα, κοίταζε θλιμμένο, ίσα, μπροστά του. Όλη του η μορφή και τα μεγάλα του μαύρα μάτια, τα τόσο γλυκά, είχαν την έκφραση του παιδιού που τιμωρήθηκε σκληρά χωρίς να ξέρει την αιτία· έκλαψε πολύ και δεν ξέρει πια πώς να γλυτώσει από το μαρτύριο κι από την κτηνώδη βία.
»Στεκόμουνα μπροστά στο κάρο και το πληγωμένο ζώο με κοίταζε. Τα δάκρυα τινάχτηκαν από τα μάτια μου· ήσαν τα δάκρυά του. Ω δύστυχο βουβάλι μου, αγαπημένε φτωχέ αδερφέ μου, είμαστε κι οι δυο ανυπεράσπιστοι και βουβοί, ενωμένοι κι οι δυο στο πόνο, στην ανημποριά και στη λαχτάρα!»

Θάμα είναι η ευαισθησία τούτη της καρδιάς σε μια γυναίκα με τόση οξύτατη λογική και διαλεκτική δεινότητα και σοφία.
Κι ακόμα περισσότερο η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε και την Τρίτη ανώτατη αρετή: Δεν ήταν μονάχα λεπτότατα παθαινόμενη καρδιά, δεν ήταν μονάχα ανυπέρβλητα λαγαρός θεωρητικός νους – μα ήταν και μια ζωή γιομάτη Πράξη: αμείλιχτος πολεμιστής, έτρεχε από πόλη σε πόλη, μιλούσε στις πλατείες, στα καφενεία, στα εργοστάσια, πήγαινε μπροστά από τους εργάτες σε συλλαλητήρια κι απεργίες.

«Σονίτσαα, Σονίτσα, κράτα ό,τι κι αν γίνει, τη γαλήνη σου και την ηρεμία. Τέτοια είναι η ζωή και πρέπει να την παίρνεις όπως είναι, με γενναιότητα, με όρθιο το κεφάλι και με χαμόγελο στα χείλη, μπροστά και ενάντια στα πάντα!»
Και το τελευταίο της γράμμα, λίγο πριν την σκοτώσουν:
«Η ψυχή μου βρίσκεται σε τέτοιο πυρετό, που είναι αδύνατο να δέχουμαι πια τους φίλους μου και να νιώθω πως μας επιβλέπουν οι φύλακες. Το βάσταξα με υπομονή όλα τούτα τα χρόνια κι αν ήταν άλλοι καιροί, θα ‘κανα υπομονή. Μα τώρα που όλα συθέμελα άλλαξαν, δεν το ανέχομαι πια. Να μ’ επιβλέπουν την ώρα που μιλώ και να να μη με αφήνουν να προφέρω λέξη για ότι βαθύτατα μ’ ενδιαφέρει, μου κατήντησε τόσο μαρτύριο, που προτιμώ να στερηθώ κάθε επίσκεψη, ωσότου να μπορέσουμε να ιδωθούμε σαν ελεύτεροι άνθρωποι».
Σε λίγο καιρό, τον Γενάρη του 1919, τη σκότωσαν!
Αχ! Πως ανέβηκε ξαφνικά, μέσα στην Πεντέλη, η κραυγή:
 - Βοήθεια!
Δεν ήταν μια γυναίκα που φώναζε – ήταν η κραυγή, η σημερινή, ολάκερης της Γης.

Κατέβαινα το βουνό ταραγμένος. Τα δάκρυα είχαν τιναχτεί από τα μάτια μου. Πώς όταν είδα τη γυναίκα τούτη στη μακρινή πολιτεία να φωνάζει, απάνω στο τραπέζι, μικρή, αδύναμη κι άσκημη, πώς να μη χυθώ να σφίξω το χέρι της και να πάω μαζί της! Μα θυμούμαι, πειράχτηκα κι απόστρεψα το πρόσωπό μου.
Ένας γιατρός, που ήταν μαζί μου είπε: «Θα είναι υστερική· θα την πάντρευα να ησυχάσει». Κι εγώ γέλασα, θυμούμαι.
Φρίσσω λογιάζοντας πόσο κτήνος μπορεί να ‘ναι ο άνθρωπος, χωρίς να το νιώθει. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ξεπέσει τόσο, μεγαλύτερη αμαρτία δεν έκαμα.
Και τώρα τα δάκρυα ανεβαίνουν, μια καρδιά χτυπάει και γιομίζει με αντίλαλο την ερημιά, η ζωή ανασηκώνεται όλη απάνου στους αδύναμους, καμπουριασμένους ώμους της χλωμής τούτης μεγαλομάρτυρης αδελφής.
Έφυγε η κραυγή από το στήθος της, λευτερώθηκε από το εφήμερο κορμί της και δουλεύει, φωνάζοντας πολεμικά, μέσα στα στήθη των ανθρώπων. ΄
Τέτοια η κραυγή της λευτεριάς. Έκαμε χρόνια να φτάσει και να χτυπήσει την ψυχή μου. Άλλες ψυχές, πιο χαμηλά, πιο πέρα, ακόμα δεν τη γρίκησαν. Βλέπουν μια γυναίκα ν’ ανοίγει το στόμα της, να σηκώνει τα χέρια απάνου σ’ ένα τραπέζι, μα δεν ακούν τί λέει: ύστερα από πέντε, δέκα χρόνια, θ’ ακούσουν· κι η ψυχή τους θα τιναχτεί κραυγάζοντας.
Η κραυγή της Ρόζας Λούξεμπουργκ σκίζει τα σωθικά μας:
-Βοήθεια

Ο αέρας άλλαξε, αναπνέει μιαν άνοιξη βαριά, γιομάτη θειάφι.
Ποιος φώναξε; Εμείς φωνάζουμε, οι αδικημένοι άνθρωποι!
Κι ύστερα σιωπή· ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από φόβο. Μα ξάφνου πάλι η κραυγή σκίζει τα σωθικά μας. Γιατί δεν είναι απόξω, δεν είναι μακριά, δεν έρχεται, για να μπορούμε να ξεφύγουμε – μέσα στην καρδιά κάθεται η κραυγή και φωνάζει.
Ανίλεη, αυστηρή είναι η στιγμή που περνούμε. Δε στρέφουμε πια το πρόσωπό μας στον ουρανό, ζητώντας βοήθεια. Ξέρουμε, ουρανός και γης είναι ένα. Ο νους, ας είναι ο ποιητής ουρανού και γης· αυτός ανέλαβε όλη την ευθύνη του χαμού ή της σωτηρίας.
Ο νους μας είναι σαν το «Μικρό Σκορπιό» μιας αφρικάνικης παράδοσης, που αν την ήξερε, πολύ θα την αγαπούσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
«Ο μικρός σκορπιός είπε: - Εγώ, ο μικρός σκορπιός ποτέ δε θα επικαλεστώ το όνομα του Θεού. Εγώ, ο μικρός σκορπιός, όταν θέλω να κάμω τίποτα, θα το κάμω με την ουρά μου»!"

Νίκος Καζαντζάκης (Απόσπασμα από: "Οργανωτικά προβλήματα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας" - Ρόζα Λούξεμπουργκ)

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

ΔΥΣΚΟΙΛΙΟΤΗΤΑ

Το ασταθές πολιτικό τοπίο των δημοσκοπήσεων  περιλαμβάνει  μια μεγάλη μάζα που αρνείται να  συμμετάσχει στην εκλογική μάχη και μια εξίσου μεγάλη μάζα που θα διαμορφώσει  το εκλογικό αποτέλεσμα στην περίπτωση που θα γίνουν εκλογές.

Καθώς φαίνεται  ένα μεγάλο μέρος των απογοητευμένων και προδομένων ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ μετακινείται προς το ΣΥΡΙΖΑ και τον Κουβέλη.

Αυτό ήταν, λίγο ως πολύ, αναμενόμενο.

Φαίνεται σαν να διαμορφώνονται δύο τάσεις με αξιώσεις για να σχηματίσουν κυβέρνηση .

 Η πρώτη και  με περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας , κατά την γνώμη μου, θα απαρτίζεται από Σαμαρά, Καρατζαφέρη κλπ.

Η δεύτερη και με πολύ λιγότερες πιθανότητες από μια λεγόμενη αριστερή συμμαχία που θα τείνει να συγκροτηθεί από Κουβέλη, ΣΥΡΙΖΑ  με ΚΚΕ , Καζάκη, Θεοδωράκη, και όσους «τίμιους»  αποχωρήσαντες εν τω μεταξύ από το ΠΑΣΟΚ.

Η δεύτερη τάση μπορεί αθροιστικά να συγκεντρώνει ποσοστά που θα μπορούσε να την οδηγήσει στο να σχηματίσει κυβέρνηση αλλά κάτι τέτοιο προσκρούει στην άρνηση του ΚΚΕ βασικά.

Αυτή η τάση (ΚΚΕ , Καζάκης κλπ) περισσότερο θα ταίριαζε σε κάτι ευρύτερα «πατριωτικό αντιμνημονιακό» και λιγότερο σε κάτι «ευρωπαϊκό υπό όρους».

Ανοιχτά , βέβαια , δεν μπορεί (και δεν χρειάζεται , ευτυχώς για αυτήν) να ενισχύσει την πρώτη τάση.

Μπορεί όμως να μην συμμετέχει στην δεύτερη. 

Θα δυσκολευτεί, βεβαίως, να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις του Τσίπρα και πρώην πασόκων  που θα απευθύνονται στα αντιδεξιά αντανακλαστικά του κόσμου λέγοντας : «Διαλέχτε.  θέλετε μια κυβέρνηση «Σαμαρα , Καρατζαφέρη» ακροδεξιά και με Ρώσικη μαφιόζικη κηδεμονία η μια «αριστερή κυβέρνηση»  με ευρωπαϊκό προσανατολισμό και διαπραγματευτική λογική.»

Το ΚΚΕ Θα βρεθεί( ήδη βρίσκεται) σε πολύ δύσκολη θέση.  Θα πρέπει να βρει την τελευταία στιγμή επιχειρήματα που να πείθουν τους ψηφοφόρους του για την μη συμμετοχή του στο «αριστερό» αυτό μέτωπο .
Θα βρεθεί απολογούμενο παραμονές εκλογών και με σοβαρό κίνδυνο να μειωθούν τα ποσοστά του , να οδηγηθεί σε μια διάσπαση που τελικά θα το οδηγήσει στην κατάρρευση.

Σε ανάλογη κατάσταση θα βρεθεί το σύνολο του πολιτικού κόσμου έτσι και αλλιώς.

Οι περιπέτειες του καταρρέοντος πολιτικού συστήματος δεν οφείλονται στο ότι είναι «διεφθαρμένο» εξαιτίας κάποιας πανάρχαιας κατάρας που το κατατρέχει .

Πάντα έτσι ήταν και χειρότερα.

Η διαφορά είναι ότι τώρα δεν στηρίζεται πλέον σε μια σταθερή οικονομική βάση.

Όσο υπήρχε μια κατά βάση εθνική οικονομία και ένας (κατά βάση) εθνικός καταμερισμός εργασίας τόσο το πολιτικό εποικοδόμημα στηριζόταν σταθερά πάνω σε αυτήν.

Όσο το κέντρο βάρους της οικονομικής βάσης μετατοπίζεται σε υπερεθνικά και παγκόσμια κέντρα τόσο και το εθνικό πολιτικό σύστημα οδηγείται στην κρίση στην αναξιοπιστία και στον εκφυλισμό.

Με λίγα λόγια οδηγούμαστε σε μια κατάσταση όπου  αφενός έχουμε ως πραγματικότητα, έστω και ατύπως , την παγκόσμια δικτατορική διακυβέρνηση των πολυεθνικών (Για την οποία ο Παπανδρέου και  πολλοί άλλοι ζητούν την επίσημη θεσμοθέτησή της)  και αφετέρου την δυνατότητα να ξεδιπλωθούν  επαναστάσεις του κόσμου της εργασίας  για την πρώτη  γενικευμένη απόπειρα ανατροπής του Καπιταλιστικού κόσμου.

Σήμερα είναι πολύ δυσκολότερο το πέρασμα σε μια γενικευμένη επαναστατική κατάσταση στον κόσμο αλλά είναι πολύ περισσότερες οι υλικές δυνατότητες για την υπέρβαση των εκμεταλλευτικών κοινωνιών.

Οι επόμενες εκλογές (αν και όταν γίνουν) δεν θα έχουν σχεδόν κανένα νόημα.

Όποια κυβέρνηση και όποια «εθνική αντιπροσωπεία» προκύψει θα έχει μόνο μια αρμοδιότητα, να υπογράφει τις μισθολογικές καταστάσεις εαυτών και αλλήλων.

Όσοι κατέβουν στις εκλογές και δεν θέλουν να κοροϊδεύουν τον εαυτό τους και τον κόσμο θα το πρέπει να το πουν ευθέως .

Όποιος παίξει με τις αυταπάτες του κόσμου θα αμειφτεί δια της ψήφου μεν , αλλά πολύ σύντομα αυτή η ψήφος θα του βγει πολύ ξινή.

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

Τριάντα βήματα


Η Μαρίνα (του Τόνι)  ήταν η άσπονδη  φίλη  τσι Νόνας μου τσι Βανθίας.

«Νόνα»  λέμε την Γιαγιά και «Βανθία» την Ευανθία.

Η Μαρίνα , λοιπόν, έμενε  τριάντα βήματα από το σπίτι τσι νόνας μου.

Οι δύο γειτόνισσες  ήταν μονίμως μαλωμένες . Μάλλον έφταιγε ότι και οι δύο ήταν  ισχυρές προσωπικότητες.

Η Γιαγιά μου ήξερε να γράφει και να διαβάζει όταν ελάχιστοι στο χωριό ήξεραν γράμματα.
Ήταν ψηλή , όμορφη , έξυπνη , ξανθιά και δυναμική.

 Η Μαρίνα ήταν εξίσου δυναμική γυναίκα  με κεντρικό ρόλο στα πράγματα του χωριού και με εξασφαλισμένο τον σεβασμό αρσενικών και θηλυκών.

Θυμάμαι ότι  η γιαγιά μου η Βανθία είχε διασκευάσει ένα γνωστό μεταπολεμικό τραγουδάκι  για να πειράζει την Μαρίνα στο Φόρο.
Έκτοτε όταν  ακούω  αυτό το τραγούδι  μου έρχονται στο μυαλό οι φοβερές αυτές γυναίκες.

Το τραγουδάκι ήταν Αρέκιο (Οrecchio =αυτί,  δηλαδή προχειροφτιαγμένο – «με το αυτί» ) και έλεγε, στον μοναδικό στοίχο που θυμάμαι :

 «Μαρίνα Μαρίνα  Μαρίνα
 Το πόδι σου είναι ζαβό 
Κάτσε στο ένα πόδι
Να μπει το καλαπόδι
Μαρίνα Μαρινάκι γιατί σε αγαπώ»

Κοιμόνταν σε όλη τους την ζωή τριάντα βήματα η μια από την άλλη.
Τώρα μίκρυνε η απόσταση,  κοιμούνται στους  τριάντα πόντους.

Ελπίζω να έχουν πάψει οι τσακωμοί.



Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

O Γιάννης ο γαμπρός




Η Καθημερινή διαδρομή του Γιάννη αρχίζει από την Πλατυτέρα.
Απέναντι από το νοσοκομείο μπαίνει στο φαρμακείο του Χρήστου. Περνάει ανάμεσα από τους ασφαλισμένους (τρόπος του λέγειν) και στέκεται βλοσυρός μπρός στον πάγκο.
Ο Χρήστος, εξίσου βλοσυρός, βγάζει ένα άρωμα χρησιμοποιημένο σε σπρέι από κάτω από τον πάγκο και του ρίχνει στον προτεταμένο λαιμό. Του ρίχνει και από την άλλη μέχρι να σουρώνει το άρωμα μέσα από το γιακά . Τέλος του ρίχνει και στον μποκέ με τα πλαστικά λουλούδια με τις πλαστικές δροσοσταλίδες στο πέτο.

Συνεχίζει την διαδρομή του στην Πολυχρονίου Κωνσταντά προς την πλατεία Σαρόκο. Στο χασάπικο του Ατσοπάρδη μπαίνει μέσα, περνάει πίσω από τον πάγκο , προσπερνάει τον χασάπη ο οποίος δεν δίνει καμιά σημασία, παραμερίζει τα κρεμασμένα νούμπουλα και προσκυνάει την εικόνα της Παναγίας που είναι κρεμασμένη στον τοίχο.
"Προσκυνάει" τρόπος του λέγειν. Οι Χειλάρες του κολάνε στο εικόνισμα και ξεκολλάνε με  ένα ηχηρό φιλί.

Στο λουλουδάδικο της κυρίας Νικολέτας ζητάει ένα ευρώ.

Στην πλατεία Σαρόκο σταματάει μπροστά στο σούπερ μάρκετ και δίνει με μια αυτοκρατορική κίνηση το ευρώ στην ζητιάνα που είναι καθισμένη δίπλα στην είσοδο.

Συνεχίζει προς τον πεζόδρομο όπου είναι και ο προορισμός του.

Εκεί υπάρχει ένα καφέ που συχνάζει το Fan club του Γιάννη.

Έχουν εκδώσει και το ημερολόγιο του νέου χρόνου. Κάθε σελίδα και μια φωτογραφία του Γιάννη με διαφορετική στολή.

Το Γενάρη Αι Βασίλης. 
Το Μάρτη καρναβάλι.
Τον Απρίλη Γαμπρός 
Τον Οκτώβρη (28 Οκτωβρίου) στρατιωτικός.
Τον Αύγουστος τουρίστας.

Με έχει σε εκτίμηση. Ενίοτε μου ζητάει και ένα ευρώ για να το δώσει στον επόμενο ζητιάνο που θα συναντήσει.
Τώρα με την κρίση βρήκα τον τρόπο για να τον αποφεύγω.
Πριν με πλησίαση του λέω " Γιάννη δώσε μου ένα ευρώ".
Με κοιτάει βλοσυρά και μου απαντάει "Απόδιαβα".

Αγαπητός