Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2023

Η Κικηκόπιτα

 Ήτανε μια εποχή που η Κικηκόπιτα ήταν ιδανικό.

Ένα όνειρο  του κάθε στερημένου.

Αντικείμενο του πόθου μας .

Αιτία για να βρεθείς φυλακισμένος στην απομόνωση σε ένα υγρό   και σκοτεινό   καταγώγιο .

Μπορούσε να ανταγωνιστεί επαξίως την εικόνα μιας γυναίκας με μπουρνούζι που μόλις είχε βγει από την κατάλευκη και αχνίζουσα μπανιέρα.

Ας πάρουμε τα πράματα όμως από την αρχή.

Η Κικηκόπιτα έχει ως βάση μια στρώση τηγανισμένες πατάτες σε ροδέλες.

Από πάνω ακολουθεί μια στρώση από πιπεριές.

Στην συνέχεια χτυπιούνται ανηλεώς τα αυγά μαζί με καυτερό μπούκοβο και διάσπαρτα κομματάκια χωριάτικο τυρί.

Το εκρηκτικό μείγμα περιχύνεται εντέχνως πάνω στις τηγανισμένες πατάτες και το ταψί εισάγεται τελετουργικώς στον μαντεμένιο φούρνο με τα ξύλα να σιγοκαίνε.

Πρέπει να υπάρχει κάποιο επιπλέον μυστικό διότι κανείς δεν μπορούσε να την πετύχει όπως η κυρία Κική.

Η κυρία Κική ήταν μια μαυροφορεμένη ηπειρώτισσα που κανείς δεν εγνώριζε την αιτία του πένθους της και κανείς δεν την έμαθε ποτές.

Έγιναν  άπειρες εικασίες για το πένθος της κυρίας Κικής.

Ο άντρας της ζούσε . Τα αδέλφια της επίσης . Τα παιδιά της είχαν μετακομίσει στα Γιάννενα αλλά αυτός δεν θα μπορούσε να ήταν ένας επαρκής λόγος για να βάλει μαύρα.

Οι πιο ευφάνταστοι υπέθεσαν ότι ένας λόγος θα μπορούσε να ήταν ένας μεγάλος και ανικανοποίητος έρωτας των νεανικών της χρόνων .

Κατόπιν προτάσεώς μου καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η κυρία Κική  απλώς πενθούσε γενικώς κατά τον τρόπο και τα έθιμα των Ηπειρωτών που δεν χρειάζεται να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος για να πενθεί κανείς.

Η πενθούσα (και συμπαθέστατη) μαυροφορεμένη  Κική μετέτρεψε ένα  σταύλο που κληρονόμησε  σε ταβέρνα  κοντά στο στρατόπεδο.

Στην αρχή η ταβέρνα  είχε τα πάντα.

Μοσχάρι κοκκινιστό με τηγανιτές πατάτες, κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο, γίδα βραστή,  προβατίνα στη γάστρα που την είχε στη φωτιά από τα ξημερώματα και μόλις έπιανες το κόκκαλο σου έμενε στο χέρι και πάνω απ όλα κρασί από την Ζίτσα.

Τελικά η «αγορά»  την υποχρέωσε να κάνει μοναχά Κικηκόπιτες , πατάτες τηγανιτές  με τυρί χωριάτικο,  λάδι,   ρίγανη και καυτερό μπούκοβο .

Ο κόσμος του στρατοπέδου ήταν χωρισμένος ταξικά ως εξής.

Οι εξαθλιωμένοι δεν μπορούσαν ούτε να πατήσουν το ποδάρι τους «στης Κικής».

Οι φτωχοί τρώγανε μία πατάτες  και όταν είχανε τις συνοδεύανε με τυρί.

Η «πλουτοκρατία»   έτρωγε από μια Κικηκόπιτα με τυρί χώρια και κρασί χωριάτικο.

Οι σημαντικότεροι ονειροπόλοι της Κικηκόπιτας κατοικούσαν στο ακριβώς απέναντι μου κρεβάτι.

Επάνω κοιμότανε ο Πατρινός  και από κάτω ένας μυστήριος τύπος από  την Καρδίτσα που ότι του ζητούσες το βρίσκε.

Ο Πατρινός ήταν τελείως απείθαρχος και ακατάστατος .

Ο Καρδιτσιώτης ήταν σχολαστικός  νοικοκυρεμένος  και πειθαρχημένος.

Ήταν σχεδόν αδύνατο να τους δεις χώρια . Όπου έβλεπες τον  ένα,  σίγουρα σε πολύ μικρή απόσταση, θα έβρισκες και τον άλλον.

Ήταν συνέχεια τσακωμένοι και συνέχεια μαζί. Σαν να τους έτρεφαν οι καυγάδες τους .

Το μοναδικό κοινό τους σημείο ήταν η Κικηκόπιτα . Σε όλα τα άλλα διαφωνούσαν. Παρόλα αυτά ήταν το πιο αχώριστο ζευγάρι του στρατοπέδου.

Τα βράδια ο Καρδιτσιώτης  αφηγούνταν δίπλα στην σόμπα ιστορίες με Κικηκόπιτες  συνοδευόμενες με διάφορες υποθέσεις για την πολυτάραχη ζωή της κυρίας Κικής.

Ο Πατρινός  δεν έλεγε πολλά αλλά μετά το «σιωπητήριο» πήγαινε δήθεν για κατούρημα και τον χάναμε.

Είχε ανοίξει μια τρύπα με πένσα στον συρμάτινο φράχτη του στρατοπέδου , λάδωνε και τον φρουρό με κανένα τσιγάρο και κατέληγε στης Κικής .

Τονε φέρνανε το πρωί τα «καρακόλια» στην αναφορά και ο διοικητής τον έστελνε  στο πειθαρχείο.

Διέσχιζε το προαύλιο συνοδευόμενος από τον επιλοχία ευθυτενής , αγέρωχος, περήφανος και σοβαρός σαν τον Στήβ Μακ Κουήν στην «Μεγάλη απόδραση».

Έλεγε ότι δεν τον ενδιέφερε η άδεια. Του αρκούσε μια δίωρη. Ίσα για να πεταχτεί απέναντι στης Κικής.

Η Πάτρα ήταν μακριά  και το χειρότερο,  έπρεπε μετά το κουραστικό ταξίδι να περάσει και απέναντι με το φέρυ μπώτ που τονε «χάλαγε» και έφτανε τελικά στο σπίτι του ξερνοβολώντας Κικηκόπιτες.

Το  δεύτερο όραμα του μετά την Κικηκόπιτα ήταν να γίνει μια γέφυρα Ρίο - Αντίρριο.

Τον κοίταγαν όλοι και κουνούσαν το κεφάλι τους.

«Γίνονται τέτοια πράματα;»

Ο μόνος που τον καταλάβαινε ήταν ο Καρδιτσιώτης.

«Μην είσαστε μαλάκες ρε … Θα γίνει κάποτε».

Αυτά που λέτε με την Κικηκόπιτα.

Προχτές είπα να δοκιμάσω ξανά.

Πήρα όλα τα υλικά και ξεκίνησα να την φτιάξω.

Όσο την ετοίμαζα ήμουν σίγουρος ότι αυτή τη φορά  επιτέλους  θα τα καταφέρω.

Τίποτα.

Ξανά η απογοήτευση.

Η Κικηκόπιτα μπορεί να  είχε κάποιο μυστικό που το πήρε μαζί της η Κική.

Μπορεί πάλι τα σημερινά υλικά να είναι άχρηστα.

Υπάρχει και η περίπτωση να πεινάγαμε πολύ τότε.

Μπορεί και  να συμβαίνουν όλα μαζί.

Τις προάλλες , καθώς γύρναγα από το Τεπελένι , έψαχνα τα σημάδια εκείνης της εποχής και σκεφτόμουν ότι  κάποιος άλλος η τα εγγόνια της συνέχισαν την παράδοση.

Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου με αναμμένα τα αλάρμ και κατέβηκα. 

Ο ιστορικός στάβλος της κυρίας Κικής  δεν υπάρχει. Κάπου εκεί υπάρχει το  θρυλικό «Provatina Club».

Το βράδυ είχε και «Live».

Θα τραγουδήσει χίπ χόπ κομμάτια σε μια μοναδική εμφάνιση ένας νεαρός νέγρος  που γεννήθηκε  στην Πάτρα και έχει το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο  «Ο νέγρος του Μωριά».

Μου βγαίνει μια μελαγχολία.

Μόνο ο δρόμος είναι σχεδόν ίδιος. Διαπλατυσμένος μεν, και με καινούργια άσφαλτο,  αλλά ίδιος.

Κοιτάζω την άσφαλτο.

Σκέφτομαι ότι από αυτόν το ίδιο δρόμο , όταν ήταν ένας στενός χωματόδρομος,  πέρασαν οι φαντάροι τον Οχτώβρη του  σαράντα ..«Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο».

Στέκομαι όρθιος στην άκρη και σαν να τους έβλεπα να παρελαύνουν σιωπηλοί.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

εισαι μεγαλος καλλιτεχνης και χωρις τις κικηκοπιττες