Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

Αγχωμένοι στην νήσο του Πάσχα

 

Σε όλο τον κόσμο εορτάζουν την Ανάσταση του Κυρίου.

Λίγο ως πολύ όλες οι θρησκείες πάντα είχαν μια κορυφαία εκδήλωση για την Ανάσταση στο εορτολόγιο τους.


Η Ανάσταση μπορεί να ερμηνεύεται ως η γιορτή της αναγέννησης  της φύσης αλλά βασικά οι εκδηλώσεις αυτές γίνονται για να απαλυνθεί η αγωνία των πιστών και των απίστων ενόψει του βέβαιου θανάτου μας.


Οι θρησκείες είναι ασυναγώνιστες διότι ένας υποψήφιος δήμαρχος μπορεί να υποσχεθεί ασφαλτοστρώσεις , ένας βουλευτής φράγματα υδροδότησης, ένας υπουργός   μείωση του πληθωρισμού.

Ακόμα και  ένας κομμουνιστής το περισσότερο που μπορεί να υποσχεθεί είναι  την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.


Οι θρησκείες είναι πολύ πιο μπροστά . Υπόσχονται αθανασία .


Στην Κέρκυρα λόγω μιας πατροπαράδοτης διαστροφής εορτάζουμε δύο φορές την Ανάσταση για σιγουριά.


Η πρώτη Ανάσταση γίνεται το Μεγάλο Σαββάτο το πρωί στις έντεκα και η δεύτερη (και αποτελεσματικότερη) γίνεται στις δώδεκα τα μεσάνυχτα.


Για να γίνει μια Ανάσταση, όμως, πρέπει να έχει προηγηθεί μια ταφή.


Η Ταφή γίνεται την Παρασκευή το βράδυ.


Δεν πρόκειται για μια ταπεινή ταφή ενός επαρχιακού γραφείου κηδειών αλλά για αναρίθμητες πομπές ανθοστόλιστων επιτάφιων που διασχίζουν την πόλη και που αν δεν προσέξεις υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να σε πατήσει κανένας η κάποια μπάντα που τον συνοδεύει.



Τόσο ο μαρτυρικός θάνατος όσο και η θριαμβευτική Ανάσταση αποτελούν ένα σύνολο μια απίστευτης φασαρίας που δύσκολα αντέχεται από τους κοινούς θνητούς.


Για τις ανάγκες της τοπικής οικονομίας επιστρατεύονται τα πάντα

 

Μαζορέτες , διώροφα λεωφορεία , γιγαντιαία κρουαζιερόπλοια, μουσικές μπάντες , ανθοστόλιστοι επιτάφιοι , αμέτρητοι μπότηδες , κεριά , φωτεινοί σταυροί , πυροτεχνήματα , κυβερνητικοί παράγοντες και χιλιάδες κομπάρσοι.


Μια χολιγουντιανή παράσταση που ονομάζεται από τους Τουρ Οπερέϊτορς «Παραδοσιακό Πάσχα στην Κέρκυρα».


Χιλιάδες αλλόφρονες πιστοί στριμωγμένοι στους δρόμους προσπαθούν να πάνε κάπου και κανείς τους δεν ξέρει που.

Ήρθαν από τα πέρατα της οικουμένης να τα δουν όλα σε δύο εικοσιτετράωρα.

 

Κάτι τέτοια σκέφτομαι  κατηφορίζοντας τον  ΝΑΟΚ.

 

Τα πλοιάρια του Ναυτικού Ομίλου Κέρκυρας λιάζονται στον πρωινό ανοιξιάτικο τσιμεντένιο μουράγιο.

Στην άκρη στα πέτσα δεν υπάρχει ψυχή.

Κάθομαι και αφήνω τα πόδια μου να αιωρούνται στο κενό.

Ένα ερωτευμένο ζεύγος  κοκοβιών κάνει τον πρωινό του περίπατο στον βυθό.

Ένα τσούρμο νεαρών κεφαλόπουλων παρελαύνουν αδιαφορώντας για την αύξηση του  πρωτογενούς  πλεονάσματος.

Τίποτα δεν φαίνεται ικανό να διαταράξει την γαλήνη του ανοιξιάτικου πρωινού.

Κοιτάω στο βάθος την πάχνη πάνω από την Σαγιάδα και σκέφτομαι ότι το μόνο που μπορεί να ταράξει αυτή την ιερή στιγμή είναι να ξεπροβάλουν πίσω από τα βουνά της ηπείρου ένα σμήνος F16 και να βομβαρδίσουν την Κέρκυρα με βόμβες  αέρος εδάφους.

Αν καταφέρουν να πετύχουν το δημοτικό θέατρο, αυτό το κρύο τσιμεντένιο μαυσωλείο που έφτιαξε η χούντα με αισθητική Πατακού, θα τους είμαστε για πάντα υποχρεωμένοι.

Δεν συμβαίνουν, όμως,  τέτοια πράγματα πάρα μόνο στην αρρωστημένη φαντασία ενός  περιπλανώμενου συνταξιούχου του  Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης.

Εκεί που όλα πάνε καλά,  ξαφνικά αισθάνομαι ένα μυρμήγκιασμα στο αριστερό μου πόδι.

Το μυρμήγκιασμα δυναμώνει και γίνεται ανυπόφορο κουδούνισμα.

Σηκώνω το τηλέφωνο.

«Έρχονται»  Λέει!

Ω!  μάνα μου!

Ο Χριστός και η Παναγία!

Έρχονται το Πάσχα για δύο εικοσιτετράωρα!

Αδειάζει  το αίμα μου , μυρμηγκιάζει όλο μου το σώμα και αμέσως μετά δυνατή ταχυπαλμία.

Σηκώνομαι και παίρνω τον ανήφορο ανήσυχος.

Θυμάμαι πέρσι τέτοιες μέρες τους περίμενα στο λιμάνι.

Κατεβήκαν τσαλακωμένοι και ιδρωμένοι.

Ξεφόρτωσαν παιδιά , καρότσια, πατίνια, καλάμια ψαρέματος, βραστήρες, καφετιέρες, κλουβιά, σκυλιά με πτυσσόμενα λουριά και κιβώτια με ζωοτροφές.

Πήγα να χαϊδέψω ένα μαύρο γιγαντιαίο σκύλο, να μην νομίσουν ότι δεν αγαπώ τα ζώα,  και παραλίγο να χάσω το χέρι μου σαν τον Μιγκέλ Θερβάντες στην ναυμαχία της Ναυπάκτου.

Θελαν  να ξεκουραστούν.

Να πάνε και για καφέ.

Να παρακολουθήσουν και την συναυλία με έργα Μπαχ στον Ντόμο.

 

Να προλάβουν και τους σαράντα πέντε επιτάφιους πατείς με πατώ σε.

Να ξαναπάνε για ποτό.

Να χάσουν τον έναν σκύλο.

Να τον βρουν αλλά να χάσουν το κινητό.

Να το βρουν αλλά να μην θυμούνται που παρκάρισαν.

Να βρουν το αυτοκίνητο αλλά να τους έχουν «κλείσει».

Να τσακωθούν με κάποιον εξίσου αγχωμένο Αθηναίο και να πάνε γρήγορα για ύπνο.

Να ξυπνήσουν και να τρέχουν αλλόφρονες στους δρόμους γιατί από στιγμή σε στιγμή θα πέσουν τα κανάτια.

Να γυρίσουν πίσω νηστικοί , αγχωμένοι και τσαλαπατημένοι.

Το βράδυ ξανά πατείς με  πατώ σε στην ανάσταση.

«Δεν προλάβαμε να κάνουμε μαγειρίτσα».

«Σου τάλεγα εγώ.»

Ψάχνουν για μεταμεσονύκτιο εστιατόριο .

Να πάνε ξανά  για ποτό.

Να ξυπνήσουν και πρωί-πρωί να σουβλίζουν αρνιά και άντερα.

Να μην ψηθεί καλά το αρνί και να αρχίσει η γκρίνια.

Να μου πάρει το παϊδάκι από το χέρι μαζί με το δάχτυλο το λιοντάρι  της Νεμέας.

 

Ακολουθούσα το ξέφρενο ατσελεράντο και αισθανόμουν σαν ακούσιος επιβάτης στο «τραίνο της μεγάλης φυγής».

 

 Ένα αγχωμένο τρελοκομείο που ζει έναν απίστευτο εφιάλτη ελπίζοντας ότι αν πεθάνει θα αναστηθεί για να τον ξαναζήσει για πάντα .

 

Φτάνω στο άγαλμα του Καποδίστρια και σκέφτομαι ότι κάτι τέτοιες ώρες είναι να τα μαζεύω και να φεύγω.


Το πλοίο της γραμμής προς Ηγουμενίτσα είναι σχεδόν άδειο.

Ξαπλώνω στον καναπέ του σαλονιού σκεπασμένος με το μπουφάν,  με το σακίδιο προσκεφάλι και παίρνω έναν υπνάκο.


«Σήκω Φτάσαμε»


Ξυπνάω σκιαγμένος .


«Που φτάσαμε;»

«Ποιοι είμαστε;»

«Που πάμε;»

«Ποιο είναι το νόημα της ζωής;»


Από το παράθυρο κυλάνε απαλά οι ακτές της Θεσπρωτίας.


Σιγά σιγά ξανάρχεται η μνήμη.


Θα κάνουμε Πάσχα σε ένα μοναστήρι .


Κάποιος «Άγιος Διονύσιος» πήγε και έχτισε ένα μοναστήρι στο άντρο της ακολασίας των Θεών στις πλαγιές του Ολύμπου.

 

Γενικά δεν έχω εμπιστοσύνη στους απανταχού Διονύσηδες και ειδικά στους Ζακυνθινούς παρόλο που αναγνωρίζω ότι έχουν μια σπονδή που τους κάνει παράτολμους.


Σκέφτομαι ένα Πάσχα στην κατανυκτική ατμόσφαιρα ενός μοναστηριού χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα φωτισμένο μόνο με το φως των κεριών.


Να ψάλουν το «Αι γενεαί πάσαι» στην σιγαλιά του βουνού και να κρατάω την ανάσα μου .


Θα μου λείψει , βέβαια, και το Αντάτζιο του Αλμπινόνι αλλά δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα.


Κάπου στο βάθος της μισοσκότεινης εκκλησίας να κάθετε στο στασίδι με σταυρωμένα χέρια μια νεαρή  πιστή  χτυπημένη από την μοίρα και να μου ρίχνει κρυφές αμαρτωλές ματιές.


Μόλις σημάνουν οι καμπάνες της Αναστάσεως να πάω να την φιλήσω με πάθος ασυγκράτητο.


Ύστερα , λέει, να πάω για ύπνο χωρίς μαγειρίτσες, τσιλιχούρδια και βαμμένα αυγά.

 

Με ένα ποτήρι κρασί και λίγο τυρί, αγναντεύοντας τα όρη.



Να κοιμηθώ σαν πουλάκι τουλάχιστον εννιά ώρες.

 

Το πρωί να ξεκινήσω τον ποδαρόδρομο με το παλούκι μου προς  τον θρόνο  του Δία.

 

Να προσκυνήσω και εκεί.

 

Δεν είναι ώρα να  τσακωθώ και με τους Θεούς του Ολύμπου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: