Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

Ο Κάβουρας


«Κάβουρα» λέω τον Σωτήρη.

Δεν πρόκειται για κάποιο παρατσούκλι. Έτσι τον λέω μόνον εγώ.

Δηλώνει «εβδομηντάρης» πράμα που σημαίνει ότι έχει περάσει τα εβδομήντα και δεν θέλει να το παραδεχτεί.

Είναι μικροκαμωμένος, αδύνατος και κοντός.

Κάνει αγωνιώδεις προσπάθειες να κρύψει την ηλικία του.

Φοράει ρούχα και παπούτσια που θα ταίριαζαν μάλλον σε πολύ νεώτερους.

Ο Σωτήρης είναι μια ξεχωριστή φυσιογνωμία της πόλης μας αν και έχει πολλά κοινά με πολλούς.

Το συναντάς σχεδόν παντού.

Κυκλοφορεί αγχωμένος με ένα τρίκυκλο Πιάτζιο από αυτά που συναντάς στους στενούς δρόμους των πόλεων της Ιταλίας.

Μεταφέρει τα πάντα και επισκευάζει τα πάντα.

Αλλάζει βρύσες , ξεβουλώνει νιπτήρες , αλλάζει λαστιχάκια σε καζανάκια, τοποθετεί ζγόρνες, ξεβρωμίζει υπόγεια, κόβει χόρτα, αλλάζει κλειδαριές.

Μια φορά τον είδα να κουβαλάει ένα ολοκαίνουργιο ψυγείο της συχωρεμένης της κυρά Ευτυχίας. Το είχε αγοράσει στα ογδόντα της σε προσφορά από ένα μαγαζί που έκλεινε για να το έχει άμα της χαλάσει το άλλο. Σε έξι μήνες πέθανε και το ψυγείο έμεινε στο υπόγειο μέσα στην συσκευασία .  

Ο Σωτήρης είναι διαρκώς σε κίνηση.

Δεν ξέρει τι είναι η κρίση και δεν συζητάει ποτέ  «πολιτικά».

Δεν τον ενδιαφέρει καν ο υποβιβασμός του ΑΟ Κέρκυρα στην Β΄ Εθνική.

Έχει μια τούφα μαλλιά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του που τα έχει αφήσει και έχουν μακρύνει σχεδόν ένα μέτρο.

Τα τυλίγει με μαεστρία γύρω γύρω από το καραφλό επάνω μέρος του κεφαλιού του στην προσπάθειά του να καλύψει την φαλάκρα του.

Προσπάθησα πολλές φορές να του πιάσω κουβέντα αλλά ήταν , ως συνήθως, πάντα  απασχολημένος.

Τις προάλλες τον βρήκα στα κουρτελάτσα, στην Γαρίτσα να …κάθεται στο μουράγιο.

Έμοιαζε με κάβουρα που βγήκε το δειλινό στα πέτσα.

Έκατσα δίπλα του και πιάσαμε, επιτέλους , την κουβέντα.

Τον είδα κουρασμένο.

Παίρνει χίλια ευρώ σύνταξη αλλά πρέπει να δουλέψει για να πάει σπίτι το ψωμί.

Του υπενθυμίζω ότι το ψωμί κάνει ογδόντα λεπτά.

Αν τρώει τα πεντακόσια του περισσεύουν άλλα πεντακόσια.

Μπορεί να κάνει ότι έκανε και η θεία μου η  Γιανούλα που στα γεράματά της γύρισε όλη την Ευρώπη και,  αν δεν της ανέβαινε το ζάχαρο,  θα έφτανε μέχρι την Μογγολία.

Με κοίταξε μελαγχολικά.

Μου μίλησε για την ζωή του. 

Έχει κάνει δύο γάμους αυτός, και τρείς τα παιδιά του.

«Το σύνολο πέντε».

Οι γυναίκες του βγήκαν σκάρτες.

Οι γιοί του και η κόρη του παντρεμένοι με παιδιά και άνεργοι όλοι.

Όλο αυτό το σινάφι περιμένει τα χίλια ευρώ του Σωτήρη συν τα «τυχερά»  από την ολοήμερη αγωνιώδη  εργασία του στους δρόμους της μικρής μας πόλης.

Έμεινα να τον κοιτάω κατάπληκτος.

-«Για κάτσε ρε Σωτήρη… εντάξει …η μια γυναίκα  σου βγήκε έτσι …δεν ήξερες.

Η Άλλη σου βγήκε αλλιώς… πάλι δεν ήξερες .

Οι γιοί σου δεν βρίσκουνε δουλειά ... φταίει η ανεργία.

Οι νύφες σου μεγαλώνουνε παιδιά …δεν μπορούνε.

Ο Γαμπρός και αυτός άνεργος… φταίει ο Σαμαράς.

Εσύ τι ρόλο παίζεις, εβδομήντα πέντε χρονώ άνθρωπος;»

-«Εβδομήντα τρία»… μου απάντησε.

Με κοίταξε με εκείνο το θλιμμένο και μισοκακόμοιρο βλέμμα του σαν να μου έλεγε:

«Λυπήσου με!»

Εκείνη τη στιγμή γύρισε απότομα ο καιρός σε Σιροκολέβαντο , του πήρε την κόμμωση και μου την έφερε στα μούτρα.