Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Αναμονές


Γνώρισα τον Θύμιο πριν από αρκετά χρόνια.
Είναι καιρός, τώρα, που έχει πεθάνει.
Μου ζήτησε να του περιφράξω ένα χτήμα πέντε στρεμμάτων και να του φτιάξω και ένα σιδερένιο πορτόνι .
Πήγαμε στο χτήμα με το σκονισμένο φορτηγάκι μου.
Στον δρόμο μου είπε σχεδόν όλη την ιστορία της ζωής του.
Έφυγε μετά τον πόλεμο και δούλεψε στα ξένα.
Ήταν απλός άνθρωπος , σοβαρός και με μονίμως θλιμμένο βλέμμα.
Το χτήμα του ήταν σε ένα ύψωμα πάνω από μια από τις γνωστότερες και ωραιότερες παραλίες του νησιού.
Ήταν το μόνο που είχε μείνει απούλητο από την περιουσία του πατέρα του.
Θυμόταν ότι ο παππούς του το είχε σε μεγάλη εκτίμηση όχι για την θέα αλλά γιατί εκεί έστηνε αγκίστρια και έπιανε δεκάδες κοτσυφούς και κίχλες.
Η οικογένεια επιβίωσε τα χρόνια εκείνα και από τα αγκίστρια.
Έτσι γίναμε φίλοι με τον Θύμιο.
Ο Θύμιος έβαλε μπροστά και έφτιαξε τα θεμέλια για ένα σπίτι αρκετά μεγάλο.
Οι δύο του γιοί δεν έδιναν σημασία γιατί τότε είχαν το μυαλό τους αλλού.
Επειδή τα λεφτά θα τελείωναν πριν γίνει το σπίτι ο Θύμιος προτίμησε να ρίξει το βάρος στην σωστή θεμελίωση.
Έτσι, όταν γέρασε, ήταν έτοιμη μια επίπεδη πλάκα με έναν μεγάλο βόθρο δίπλα και με «αναμονές» για να συνεχίσουν οι επόμενοι.
Τούλεγα να το μοιράσει.
Μουλεγε ότι αν τα παιδιά του δεν μπορούν να το χτίσουν και να συμβιώσουν τότε ας το κάνουν τα εγγόνια του..και αν δεν το κάνουν και τα εγγόνια ας το κάνουν τα δισέγγονα και αν δεν μπορούν και αυτά .. «μη συφτάκει και γένει».
Πέθανε ο Θύμιος. Πήγα και στην κηδεία του και πολύ σύντομα οι γιοί τον ξέχασαν . 
Κανένας δεν είχε λεφτά να χτίσει το σπίτι και αρχίσανε και οι καυγάδες.
Ο Μικρότερος ήθελε να βάλουν λεφτά για να ξανακάνουν τα θεμέλια στην άκρη του χτήματος για να είναι κοντά στον γκρεμό ώστε να έχει περισσότερη θέα.
Ο Μεγαλύτερος ήθελε να μείνει εκεί που είναι διότι δεν θα ξαναγινόταν καλύτερη θεμελίωση.
Ο Καιρός περνούσε με καυγάδες και ελλείψει χρημάτων δεν γινόταν τίποτα.
Δεν φτάνει αυτό άλλα μόλις ο γιος του μεγαλύτερου πήγε να φτιάξει μια πρόχειρη κατασκευή με τουβλέτες στην μια άκρη της πλάκας για να πηγαίνει κανένα σαββατοκύριακο ο άλλος του έφερε την αστυνομία.
Τον σταμάτησαν και άρχισαν και τα δικαστήρια.
Η πλάκα χορτάριασε γύρω γύρω και ίσα που φαίνεται πλέον από τον δρόμο.
Όταν περνάω, πλέον, από εκεί προσπαθώ να μην την κοιτάζω.
Θυμάμαι το μελαγχολικό βλέμμα του Θύμιου.



1 σχόλιο:

Μαρίτσα είπε...

δεν κάνουμε πράξεις στο παρόν, παρά μας τρώνε τα σχέδια για το μέλλον....