Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Γράκχος Μπαμπέφ


Η Κυρία Ειρήνη είναι μια συμπαθέστατη  γειτόνισσα και ευγενέστατη  συνταξιούχος του δημοσίου.

Οι συνταξιούχοι στις μέρες μας είναι τα πιο αξιοσέβαστα μέλη της κοινωνίας μας.

Τα παλιά χρόνια (του χρηματιστηρίου και του Κορφού μπαι ναίτ) , «κολόγερους» τους ανέβαζαν  «σκατόγριες» τις κατέβαζαν.

Σήμερα  το πρώτο μέλημα ολόκληρης της οικογένειας από τα ξημερώματα  είναι να φροντίσουν να πάρει τα φάρμακα του ο πάππους.

Κλάνει ο παππούς και σημαίνει γενικός συναγερμός.

Το μοναδικό εισόδημα της οικογένειας βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο.

Η Κυρία Ειρήνη , λοιπόν, θέλει να επισκευάσει τα κάγκελα του μπαλκονιού της όπως-όπως «να μην πέσει  κανένας  από κάτω».

Μου αναθέτει την «εργολαβία».

Ξεκινάω πρωί-πρωί να κόψω τα (πολύτιμα) σίδερα στις ακριβείς διαστάσεις.

Την στιγμή που είμαι με το μέτρο στο χέρι εμφανίζεται στην είσοδο του εργαστηρίου μου ο (συνταξιούχος) κυρ Γιώργης .

Με κοιτάει μέσα από τα μαύρα του γυαλιά με το γνωστό βλοσυρό του ύφος και με ρωτάει σοβαρά:

«Ποιος ήταν ο Μπαμπέφ;»

Τα χάνω. «Ο Μπαμπέφ!;…»  «..Πως σούρθε πρωί-πρωί ;»

«Διάβασα κάτι χτές βράδυ σε ένα περιοδικό.»

Έχει όρεξη για κουβέντα ο Γιώργης.

Του εξηγώ ότι ο Μπαμπέφ ήταν ένας από τους μεγάλους της Γαλλικής Επανάστασης και  ότι ήτανε της ριζοσπαστικής πτέρυγας.

«Αριστερός..δηλαδή;» συνεχίζει

«Ναι..» του λέω «..έτυχε να κάθετε στα αριστερά έδρανα της βουλής και από τότε αυτούς τους λέγανε «αριστερούς».

«..και το κουκουέ γιατί κάθετε δεξιά;»

« Εξαρτάται από πού το βλέπεις το πράμα , Γιώργη μου.»

«Αριστερά κάθετε …όπως το βλέπει το προεδρείο… μη με σκάσεις πρωί-πρωί.»

Ο κυρ Γιώργης λέει ότι θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ.

«Ο Μπαμπέφ δηλαδή θα λέγαμε ότι ήτανε κάτι σαν τον  ΣΥΡΙΖΑ;»

« Δεν νομίζω Γιώργη μου αλλά, κάνε μου τη χάρη και πήγαινε να φέρεις κανένα καφέ να ανοίξει το μάτι μας και τα λέμε αργότερα.»

Εντωμεταξύ έχω κόψει λάθος όλα τα σίδερα της κυρίας Ειρήνης.

Διορθώνω τα,  λάθος,  κομμένα σίδερα.

Περνάει ο Κώστας, ο επόμενος αξιοσέβαστος  συνταξιούχος της γειτονιάς.

Τα μπειμπιλίνο της γυναίκας του έχουν είκοσι τρία τα εκατό φιπιά και η μπύρα (μόνο) δεκατρία.

Είναι έξαλλος.

«Το καμπάρι πόσο φιπιά έχει;» ερωτώ αφελώς

Με αγριοκοιτάζει.

Έρχεται με τους καφέδες ο Γιώργης.

Τον ακούει και του ρίχνεται.

«Τα παράπονα σου στο Βενιζέλο που τόνε ψήφισες!»

Αρχίζει η σύγκρουση των δύο τάσεων.

Σκέφτομαι τον Μπαμπέφ , σφίγγω τα δόντια και κόβω το επόμενο κομμάτι σίδερο.

Ας ελπίσουμε ότι απόψε  το βράδυ δεν θα διαβάσει για τον Ροβεσπιέρο η για τους «αβράκωτους».

Είναι ακόμα Τετάρτη.


Όπως και νάχει το πράμα , αργούμε ακόμα μέχρι την «Δεκάτη ογδόη Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη»

3 σχόλια:

akrat είπε...

ε ναι

θέλει τα βήματά του....

Il Trovatore είπε...

Ακριβώς έτσι.
Ο Συμπαθέστατος κυρ Γιώργης.

Μαρίτσα είπε...

Τσώπα και κάνε υπομονή, έρχεται το Σ/Κ!