Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Δεν υπάρχει τίποτα τόσο μικρό που να μην μπορεί να πάρει μεγάλες διαστάσεις.

 Το πρωί στο σούπερ μάρκετ δεν υπάρχει ψυχή.

Τρέχω και παίρνω από το ράφι ένα πακέτο παξιμάδια.

Σε δευτερόλεπτα είμαι στο ταμείο που, εν τω μεταξύ,  έχουν μπει μπροστά μου στην σειρά καμία δεκαριά νοματαίοι.

Που ήτανε όλοι αυτοί;

Κάνω υπομονή και κρατάω την ψυχραιμία μου.

Ενώ η ουρά προχωρά αργά  ακούω πίσω μου θόρυβο.

Κοιτάω αδιάφορα στο βάθος.

Κάποιου του έπεσε ένα μπουκάλι κρασί.

Ώσπου να έρθει η Σοφία με την σφουγγαρίστρα , παίρνει την στροφή η  Κυρά Ντάντα  με το παλούκι της και ένα μικρό καλάθι  στο άλλο χέρι.

Πατάει στο κρασί και φεύγει θεαματικά μπροστά.

Ανοίγουν τα πόδια της και βεντουζάρει στο πάτωμα σε στάση σπαγγάτο σαν την Μάγια Πλινσένσκαγια  στην  λίμνη των Κύκνων.

Τρέχουν τα ασθενοφόρα.

Γυρίζω στο σπίτι και ετοιμάζω το φαί.

Από τον νεροχύτη ακούγονται κάτι περίεργοι θόρυβοι από τον κάτω κόσμο.

Δεν δίνω σημασία.

Ξαφνικά ακούω φωνές από κάτω.

Η Κυρία Μαργαρίτα  ζητάει απελπισμένα βοήθεια.

Βγάζω την κατσαρόλα από το μάτι και κατεβαίνω τρέχοντας τις σκάλες.

Είχανε έρθει κάτι υδραυλικοί να φτιάξουν την αποχέτευση στο δρόμο. Η Κυρία Μαργαρίτα  βγήκε στην αυλή να δει τι γίνεται . Οκατάκοιτος άνδρας της  σηκώθηκε με το «Πί» και πήγε και αυτός. Στο διάδρομο έπεσε και χτύπησε στο κούτελο.

Πάω να μπω από το πορτόνι της αυλής αλλά η Μαργαρίτα το έχει κλειδωμένο με αλυσίδες και λουκέτα.

Δεν βρίσκει τα κλειδιά .

Εν τω μεταξύ έρχεται το ασθενοφόρο αλλά δεν θα μπορούν να μπουν για να πάρουν τον τραυματία.

Τρέχω και φέρνω από την αποθήκη μπαλαντέζα και κόφτη , πηδάω τον  φράχτη και κόβω τις αλυσίδες.

Βοηθάω τους τραυματιοφορείς να σηκώσουν τον γείτονα και γεμίζουν τα χέρια μου και τα ρούχα μου αίματα.

Γυρίζω σπίτι. Ξαναβάζω το φαί στη φωτιά και κάνω μπάνιο.

Το απόγευμα ξεκινάω για τον καθημερινό απογευματινό μου περίπατο.

Βίλα Ρόσσα, πλατεία Σαρόκο, λεωφόρος Αλεξάνδρας, Ανεμόμυλος, ξανά πίσω, ΝΑΟΚ, πλατεία, μουράγια, σπηλιά, Οβριακή, ξανά σαρόκο και πίσω Βίλα Ρόσσα.

Οκτώμισι χιλιόμετρα.

Τόχω μετρήσει στο γκούγκλ έρθ.  

Στην κολόνα του Ντούγκλα  πατάω έναν τεράστιο κούτσουλο.

(Για τους αλλοεθνείς , «Κουτσουλο»  στην Κέρκυρα λέμε το σκατό).

Ο Κούτσουλος, λοιπόν,   ήταν μαλακός και φρέσκος. Υποθέτω ότι είναι από κάποιο αδέσποτο σκύλο.

Τρίβω την σόλα μου στο χορτάρι αλλά ο κούτσουλος έχει εισχωρήσει στην τρακτερωτή σόλα και δεν βγαίνει με τίποτα.

Συνεχίζω ενώ με βασανίζει η ιδέα ότι θα τον πάρω μέχρι το σπίτι και θα βρωμίσει ο τόπος.

Σταματάω στο Δεσσύλα και κατεβαίνω τα σκαλιά προς την θάλασσα όπου κάνουν  το μπάνιο τους το καλοκαίρι  οι Γαριτσιώτισσες Τζίες μα τα ολόσωμα μαγιό της δεκαετίας του εξήντα.

Προσπαθώ να πλύνω στην θάλασσα την σόλα του παπουτσιού μου ισορροπώντας στο ένα πόδι.

Μου πέφτει το παπούτσι στην θάλασσα.

Στην αγωνιώδη προσπάθεια μου να το πιάσω πέφτω μέσα στο νερό μέχρι τη μέση.

Πιάνω το παπούτσι και βγαίνω σε κακή κατάσταση.

Γυρνάω στο σπίτι κακήν κακώς.

Στον δρόμο σκέφτομαι την περίπτωση Στήβεν Χώκιν .

Ο μεγάλος αυτός  αστροφυσικός προσπαθούσε σε όλη την ζωή του να λύσει το μυστήριο την προέλευσης του κόσμου (ολόκληρου).

Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα «πάντα»  (μάλλον) ξεκίνησαν από ένα απειροελάχιστο σημείο που για κάποιο (άγνωστο) λόγο εξερράγη  και προέκυψε το σύμπαν που βλέπουμε σήμερα.

Ξανακάνω μπάνιο και βλέπω μια ταινία δράσης.

Η πρωταγωνίστρια είναι μια συνηθισμένη γυναίκα που γυρνάει στο σπίτι της από το σούπερ μάρκετ την νύχτα.

Την ώρα που φτάνει στο παρκινγκ  εκεί διαδραματίζεται ένα έγκλημα  εν αγνοία της.

Ένα πρεζόνι σκοτώνει με έναν πυροσβεστήρα μια άλλη γυναίκα και την ληστεύει.

Η πρωταγωνίστρια πιάνει τον πυροσβεστήρα και τον αφήνει στο πεζοδρόμιο , παίρνει το αυτοκίνητο της και φεύγει ανυποψίαστη.

Βρίσκει η αστυνομία τα δακτυλικά της αποτυπώματα στο πυροσβεστήρα και τρώει ισόβια για φόνο.

Δεν βρίσκεις άκρη φίλε μου.

Σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να γράψω ένα μυθιστόρημα στο στυλ «Μια μέρα από την ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς»…η καλύτερα «Μια μέρα της ζωής του Άμπεντ Σαλάμα» για να αποφύγω και τις κακές κριτικές .

Πέφτω για ύπνο  αφήνοντας την αθώα πρωταγωνίστρια να σαπίζει στις φυλακές.

Αύριο  βλέπουμε.