Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Βάνα


Η Βάνα ήταν μια στρουμπουλή κοπελίτσα που έμενε σε μια μονοκατοικία με κήπο στο Μοσχάτο.

Ο Κήπος είχε κάνα δυό νεραντζιές  , ένα δύο λεμονιές και πολλές τριανταφυλλιές με τριαντάφυλλα διαφόρων χρωμάτων.

Η Βάνα ήταν ασπριδερή  και αφράτη ακόμα και το κατακαλόκαιρο.

Έγραφε και ποιήματα.

Δακρύβρεχτα κοριτσίστικα ποιήματα   γεμάτα ευαισθησία  απελπισία και έρωτα.

Μου χε δώσει και μερικά  γραμμένα σε πολυτελές κίτρινο χαρτί  και στην κορυφή είχε κολλημένο με σελοτέιπ και ένα φυλλαράκι  τριανταφυλλιάς  από τον κήπο της.

Με την Βάνα «τάχαμε»  τον εφιαλτικό   εκείνο καιρό της  δοτικής, των  απαρέμφατων και των τριτόκλιτων .

Χωρίσαμε (ένα δειλινό με δάκρυα στα μάτια) για.. ιδεολογικές διαφορές .

Η Βάνα γράφτηκε στον «Ρήγα φεραίο» (τον Βελεστινλή) και εγώ  (που ήμουν από τότε πολύ  σκληρός) γράφτηκα στην ΠΠΣΠ.

Χάος μας χώριζε πλέον.

Με τι μούτρα να συναντήσω τους μυστακοφόρους μαοϊκούς της  οργάνωσης μου.

Έκρυβα την ανίερη σχέση  μέχρι που  «δεν πήγαινε άλλο».

«Ντρέπεσαι που σ αγαπάω
Πιο πολύ και από τον Μάο»

Έλεγε το άσμα της εποχής και μου υπενθύμιζε διαρκώς τον παράνομο και αντεπαναστατικό  δεσμό μου.

Πέρασαν τα χρόνια και η Βάνα έμεινε μια ασπριδερή και αφράτη ανάμνηση  στο σιδερένιο πορτόνι του μικρού κήπου στο Μοσχάτο.

Και έτσι πρέπει να μείνει  για πάντα.

Αργότερα έπιασα δουλειά στα ναυπηγεία και γνώρισα χιλιάδες  Βάνες.

Βάνες ατμού
Βάνες νερού
Βάνες λαδιού
Βάνες  τεσσάρων ιντσών
Βάνες  εννέα ιντσών
Βάνες χειροκίνητες απλές
Βάνε ηλεκτρομαγνητικές

Ήταν μια εποχή που έβλεπα στον ύπνο μου Βάνες.

Κάποτε έφυγα από την Αθήνα και νόμιζα ότι είχα αφήσει οριστικά πίσω μου τις Βάνες.

Πέρασαν τα χρόνια και ήρθε ο καιρός των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών.

Τότε συναντώ ξανά την Βάνα.

Ας πάρουμε , όμως τα πράματα από την αρχή.

Στο χωριό μου ανακοινώνονται οι υποψηφιότητες για τον πάρεδρο.

Η «Δεξιά» κατεβάζει για υποψήφιο πάρεδρο έναν γιγαντόσωμο και καλόκαρδο  ξυλοκόπο που μοιάζει με τον Πώλ Μπανυάν και  που δεν θα ησυχάσει αν δεν κόψει και την τελευταία ελιά του Κερκυραϊκού ελαιώνα.

Η «Αριστερά» κατεβάζει έναν σκυθρωπό και αγέλαστο δεξιοτέχνη της πρέφας.

Το χωριό χωρίζεται ως συνήθως σε δύο στρατόπεδα σε μια μάχη υπέρ βωμών και εστιών.

Παρακολουθώ από το παράθυρο μου κινήσεις ασυνήθιστες .

Μυστικές συναντήσεις .

Παράξενες  μεταμεσονύκτιες επισκέψεις.

Ανεπαίσθητους εκβιασμούς.

Επιστρατεύονται ακόμα και φοβερές μετεμφυλιακές αναμνήσεις για να πεισθούν  οι ταλαντευόμενοι.

Το δηλητήριο απλώνεται στις φλέβες του μικρού χωριού και κινδυνεύεις  , αν δεν προσέξεις με οποίον μιλάς,  να σε κατατάξουν στο αντίπαλο στρατόπεδο.

Κανείς δεν ενδιαφέρεται τι γίνεται στον έξω κόσμο.


Τελικά νικάει ο «δεξιός» και καταλαμβάνει τον θρόνο του πάρεδρου στο καφενείο του χωριού.

Σηκώνεται σοβαρός από τον θρόνο του και ακουμπάει τα ροζιασμένα χέρια του στο λιγδιασμένο  ξύλινο  μετεμφυλιακό τραπέζι της πρέφας.

«Θα είναι..» - λέει μεγαλοψύχως - «..Πάρεδρος όλων των χωριανών».

Οι Αρμοδιότητες της «τοπικής αυτοδιοίκησης»  είναι να εξασφαλίζει την ομαλή τροφοδοσία του χωριού με νερό.

Μια νέα εποχή αρχίζει.

Θα ανοιγοκλείνει την Βάνα καλύτερα από ποτέ άλλοτε.

Α! ξέχασα.


Θα  καθαρίσει  και τον δρόμο με το χορτοκοπτικό.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Κοντσέρτο για πολυβόλα.


 Οι φοιτητές νομίζουν ότι η επιτυχία της προεκλογικής εκστρατείας εξαρτάται από την ποσότητα της γλουτολίνης και το σωστό ανακάτεμα την  κόλλας.

Οι  ωριμότεροι  δίνουν την προσοχή τους στην σωστή προβολή του υποψηφίου , στις συνεντεύξεις , στα πάνελ, στα ντιμπέιτ , στις  εξορμήσεις πόρτα - πόρτα .

Οι σημαντικότερες , όμως, και καθοριστικές προεκλογικές ζυμώσεις  γίνονται μετά τις 10 το πρωί,   τότε που οι φοιτητές δεν έχουν ξυπνήσει ακόμα από τα τσίπουρα και οι ωριμότεροι  τρέχουν εναγωνίως για το μεροκάματο.

Εκείνη την ώρα μαζεύονται στα παγκάκια οι  γερόντοι  ύστερα από μια πολύωρη και φεις του φεις  επαφή με το εκλογικό σώμα.

Είναι η ώρα  για τον καθιερωμένο απολογισμό από την μάχη  στις ουρές των ουρολόγων , των μικροβιολόγων, των  εξωτερικών ιατρείων των γκισέ των ασφαλιστικών ταμείων  και των τραπεζών.

Εκεί ,εκτός από την αυθεντικότερη σφυγμομέτρηση,  μπορείς να μάθεις και  ιστορίες που κάτω από άλλες περιστάσεις θα είχαν ταφεί κάτω από χιλιάδες τόνους  δευτερολέπτων , ωρών , ημερών και χρόνων λησμονιάς.

Ο Κώστας είναι ο βασιλιάς της πλατείας  Σαρόκου.

Νομίζεις ότι κάθεται σε ένα οποιοδήποτε παγκάκι.

Λάθος .

Αυτό το παγκάκι έχει την ίδια σημασία που έχει ο θρόνος στα μεγάλα βασίλεια. 
Ουδείς διανοείται να καθίσει στην θέση του Κώστα.

Ο Κώστας υπηρέτησε στο «Βασιλικό» ναυτικό.

Ως ναύτης βρήκε γκόμενα σε μια έξοδο σε μια λαϊκή γειτονιά του Πειραιά.

Η  ντροπαλή κοπέλα του έδωσε ραντεβού στο …νεκροταφείο για να αποφύγουν τα  αδιάκριτα βλέμματα.

Ο Κώστας πήγε στο ραντεβού φρεσκοπλυμένος , φρεσκοσιδερωμένος ,με φρεσκογυαλισμένες τις αρβύλες του  και με έναν μποκέ  κόκκινα γαρίφαλα στο χέρι.

Είχε να γαμήσει από τότε που τονε πήγε η «τσέτα» στης  Βαγγιελιώς της κουλοχέρως  που έκανε πιάτσα στην Λεμονιά.

Δεν τα κατάφερε την πρώτη φορά λόγω τράκ και η Βαγγιελιώ του είπε να ξαναπάει «μπιστιού»  την επόμενη βδομάδα.

Κάθισε σε έναν τάφο και περίμενε κοιτάζοντας αφηρημένος τριγύρω.

Χωρίς να το ξέρει είχε καθίσει πάνω στον τάφο του …Μπελογιάννη.

Σε λίγη ώρα εμφανίστηκαν από το πουθενά καμιά δεκαριά άτομα και το πήρανε σηκωτό.

Τονε βαράγανε όλη νύχτα.

Ματαίως έλεγε και ξανάλεγε ότι «έχει καλό σκοπό» και δεν την «πείραξε» την κοπέλα.

Στην αρχή νόμιζε ότι  «τα ήθη εδώ»  ήταν πολύ αυστηρά η ότι δεν ανέχονται οι ντόπιοι την βεβήλωση του νεκροταφείου.

Τον κάνανε να μην μπορεί να σηκωθεί στα πόδια του από το ξύλο.

Τόσο ξύλο δεν είχε φάει ούτε ο Κώστας Καζάκος στο «Κοντσέρτο για πολυβόλα».

Μετά από τρία μερόνυχτα ξυλοδαρμού τον αμολάρανε «λόγω αμφιβολιών».

Έκτοτε ολόκληρη η ζωή του Κώστα πέρασε  εν μέσω αμφιβολιών.

«Επί Ενώσεως Κέντρου» τον έβαλε ένας βουλευτής στο ψυχιατρείο να σφουγγαρίζει σκατά από τα πατώματα.

Εκείνη την εποχή θεωρούταν μεγάλο προνόμιο να σφουγγαρίζεις σκατά σε ψυχιατρείο.

Έτρεμες μην χάσεις την θέση.

Αργότερα , «επί ΠΑΣΟΚ»,  έβαλε και το γιο του σε κάποιο οργανισμό.

Το ΠΑΣΟΚ και εν γένει το «Κέντρο»  ήταν η θρησκεία του Κώστα.

Πίστευε ακράδαντα ότι η σωστή θέση είναι στο «Κέντρο».

Πέρασαν τα χρόνια και η γυναίκα του έπαθε Αλσχάιμερ.

Με την σύνταξή του ο Κώστας πληρώνει  την Βουλγάρα.

Είναι τόσο βαρύ το τίμημα  (της Βουλγάρας) που όταν  ακούει οτιδήποτε σχετικό με Βουλγαρία εξαγριώνεται.

Μέχρι  πρότινος ήταν κατηγορηματικός υπέρ του Βενιζέλου.
Σκιάζεται μην «ξανάρθει η δεξιά».

Η Οικονομική κρίση δεν του κάνει εντύπωση. Ύστερα από τόσα που πέρασε του φαίνεται σαν αστείο.

Προχτές βγάλανε τον γιο του   σε τρίμηνη  «διαθεσιμότητα».

Ρωτώντας έμαθε ότι αυτό είναι ένας κομψός τρόπος για να πεις την απόλυση.

Ο Γιος του δήλωσε ότι θα του φέρει τα παιδιά και «να κανονίσει με τον Βενιζέλο πως θα τα μεγαλώσουν».

Ακόμα και τότε δεν φάνηκε να κλονίζεται.

Χτες του έστειλαν  μια βεβαίωση που,   ενώ παραδέχονται ότι η αναπηρία της γυναίκας του είναι εκατό τις εκατό και χρήζει βοηθείας στο σπίτι, δεν του εγκρίνουν το μικρό βοήθημα που προβλέπεται σε αυτές τις περιπτώσεις.

Αυτή φαίνεται ότι ήταν  η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.

Τον  είδα το απόγευμα να κοντοστέκεται αφηρημένος στο κιόσκι του ΣΥΡΙΖΑ μπροστά στην «Εθνική».

Πέρασε και από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και πήρε προκηρύξεις.

Τις δίπλωσε προσεχτικά και τις έβαλε στην μέσα τσέπη του σακακιού του κοιτάζοντας τριγύρω.

Κάτι λέει στους Κνίτες απέναντι  και τον κοιτούν απορημένοι.

Περνάει  κουνιστή δίπλα του η κοπέλα  με τους καφέδες.

Μάλλον δεν ξέρει ότι γίνονται εκλογές

Φοράει  ένα κολλητό κολάν  και , ίσως , ένα αδιόρατο  στριγκάκι από μέσα.


Συνεχίζει την πορεία του προς την πλατεία εν μέσω αμφιβολιών και με ασταθές βήμα.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Εξακόσιες λέξεις για την δύσκολη ζωή του Ρωτόκριτου


Γνώρισα τον Ρωτόκριτο  πριν από μερικά χρόνια.

Η κόρη τους τότε ήταν  μικρό κοριτσάκι των πρώτων χρόνων του δημοτικού.
Μοναχικό και εσωστρεφές παιδί.

Δύσκολα τουπαιρνες κουβέντα και δύσκολα σήκωνε τα μάτια να σε κοιτάξει.

Ο Ρωτόκριτος δούλευε από τότε σε ένα μικρό ξενοδοχείο τα καλοκαίρια  ως εργάτης  γενικών καθηκόντων.

Άλλαζε βρύσες , έκανε μικροεπισκευές στα ηλεκτρικά, φρόντιζε τους κήπους  και συντηρούσε τα μηχανήματα της μικρής πισίνας.

Τα καλοκαίρια γύριζε στο σπίτι αργά και βοηθούσε την γυναίκα του που είχε την γενική  ευθύνη  των υπολοίπων εργασιών.

Ο Ρωτόκριτος  είχε φτιάξει έναν  λαχανόκηπο  που μπορούσε  να συντηρήσει άνετα την οικογένεια , σχεδόν για όλο το χρόνο,  με τρόφιμα πολύ καλής ποιότητας .

Εκτός από τα λαχανικά  είχε βάλει και μια ράτσα πατάτες  γαλλικές  γλυκές που αρέσανε πολύ στην μικρή.

Δέκα τσουβάλια πατάτες .

Αρκετά για όλο το χρόνο και με κοπριά για λίπασμα.

Είχε και κουνέλια . Παιδεύτηκε  πολύ να κάνει τα κλουβιά έτσι που να μην του φευγούνε.

Είχε κοτέτσι  και  έβαλε και μερικά μελίσσια κοντά στον λόγγο.

Για κάποιο λόγο τα μελίσσια ήταν η αδυναμία του .

Το αμπέλι ήταν μια σπάνια ράτσα μαύρου Λιανόρωγου σταφυλιού  του έκανε  ένα κρασί που έμοιαζε με το Μαντζαβίνο στην γεύση.

Μούλεγε ότι το αμπέλι για να κάνει καλό κρασί  «πρέπει να χαϊδεύεις αράτα-αράτα».

Ο Ρωτόκριτος προσπαθούσε εναγωνίως να κρατήσει και μια σχετικά φυσιολογική σχέση με το χωριό και κυρίως με τους συνομήλικους του.

Πήγαινε και στις λιτανείας στα καθιερωμένα πανηγύρια και στο καφενείο . Έπρεπε να παίζει τρισέτε , να βλαστημάει και να χτυπάει και το χέρι του στο τραπέζι. 
Έπρεπε να κάθετε όρθιος κάτω από την αιωρούμενη τηλεόραση και να βρίζει και αυτός μαζί με τους άλλους τον διαιτητή. 
Τονε βάλανε και στο «διοικητικό συμβούλιο  της  ηρωικής ποδοσφαιρικής ομάδας μας » αλλά τον βγάλανε αμέσως γιατί «δεν  μπορούσε να αφιερωθεί στο άθλημα».

Γινόταν συχνά το θέμα του καφενείου.

«Μαλακα» τον ανεβάζανε «μαλακα» τονε κατεβάζανε.

«Τι τα θέλεις τα μελίσσια αφου δεν σαρέσει το μέλι»
«Εγώ έχω πάρει  ένα κιλό μέλι με οχτώ ευρώ και τόχω ένα χρόνο»
«Πατάτες είναι αυτές;»
«Κάθεσαι και παιδεύεσαι για μαλακίες»
«Τα κουνέλια τι τα θέλεις που έχουνε βρωμέψει τον τόπο;»
«Υπάρχει καμιά μαλακία που δεν την έχεις κάμει ακόμα;»

Ο Ρωτόκριτος δεν θυμώνει και δεν απαντάει.  Συνεχίζει την προσπάθειά του να μην αποκοπεί από την κοινωνία του χωριού.

Φοβάται μην μείνει τελείως μόνος.

Η συχωρεμένη η Νόνα συνήθιζε να λέει: «Μικρό χωριό,  μεγάλη κόλαση».

Κάλεσα μια Κυριακή τον  Ρωτόκριτο να τους κάμω το τραπέζι.

Καθόταν στην σειρά στο καναπέ και με κοιτάζανε χαμογελώντας που ετοίμαζα το φαΐ.

Και οι τρεις με τα χέρια στα γόνατα.

Κάθε τόσο έκανε να σηκωθεί ο Ρωτοκριτος να βοηθήσει . Δεν τον άφηνα.

Το Πάσχα που μας πέρασε φύσαγε πολύ και έκανε κρύο.

Περιμέναμε όλοι  με ανυπομονησία να ακουστεί το «Χριστός Ανέστη».

Πίσω μας ήταν η γυναίκα του Ρωτόκριτου με την κόρη της που έκανε αγωνιώδεις προσπάθειες να κρατήσει αναμμένο το κερί της.

«Χρόνια πολλά… ο Ρωτόκριτος  που είναι;»
«Αυτές τις μέρες δουλεύει στο ξενοδοχείο και δεν  πρόλαβε νάρθει…. θα τονε δούμε αύριο το μεσημέρι  α θέλει ο Θέος».

Έσκυψα και στην μικρή.

«Χρόνια πολλά κούκλα μου και να προσέχεις τον πατέρα σου είναι σπουδαίος άνθρωπος».

«Είδα τα μάτια της να φέγγουνε από   περηφάνια … η με γέλασε το φώς του κεριού;»

Πέρασε καιρός και προχτές , καθώς γύριζα στο σπίτι βρήκα στο πόμολο κρεμασμένη μια σακούλα.

Μέσα είχε μια μποτίλια μαύρο κρασί.

Δεν είμαι σίγουρος αλλά μάλλον είναι αυτός ο μαύρος Λιανόρωγος κακοτρύγης του όρους .

Μάλλον έχει μέσα και λίγη «φράουλα» για το άρωμα.


Έτσι λοιπόν είπα να ανταποδώσω με  εξακόσιες λέξεις .