Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

«Ερνάνης»


Γνώρισα τον Μάστρο Σπύρο  πριν από τριάντα σχεδόν χρόνια.
Είχε ένα σιδηρουργείο στην Κέρκυρα και μια βιοτεχνία συρματοπλεγμάτων λίγο έξω από την πόλη.

Οι δουλειές πηγαίνανε καλά και η επιχείρηση είχε καμιά δεκαριά υπαλλήλους  εκτός από τους τρείς γιούς του.

Ένα μικρό διάστημα δούλεψα και εγώ εκεί.

Ο Μαστρο Σπύρος ήταν από το Πέραμα . Συνέχισε την δουλειά του πατέρα του που ήταν ένας από τους παλαιότερους σιδηρουργούς της  Κέρκυρας . Τον βοήθησε και η τύχη . Η εποχή του ήταν γεμάτη δουλειές και έτσι κατάφερε να κάνει μια μικρή περιουσία.

Παρόλα αυτά είχε μια ηθική συγκρότηση και ένα σύστημα αξιών που δεν το είχα συναντήσει  στον κόσμο των  μεγάλων εργοστασίων της Αθήνας που είχα δουλέψει τα προηγούμενα χρόνια.

Μια φορά πηγαίναμε κατά την Λευκίμμη για να τοποθετήσουμε ένα μεγάλο στέγαστρο.

Ο Μαστρο Σπύρος και τρείς τεχνίτες με τους βοηθούς . Σύνολο εφτά άτομα.

Στο δρόμο, κάπου κοντά   στο γεφύρι του Αϊ Μαθιά, γίνεται μπροστά στα μάτια μας ένα τροχαίο δυστύχημα. Ένας τύπος πάει να προσπεράσει ένα μηχανάκι με δυο τουρίστριες ,  τους κλείνει το δρόμο και τις ρίχνει.

Οι  κοπέλες βρέθηκαν ξαφνικά μέσα στα αίματα στην άκρη του δρόμου.

Ο Μαστρο Σπύρος μας έβαλε να κατεβάσουμε όλα τα πράγματα από το φορτηγό, βάλαμε επάνω τις κοπέλες και τις  έστειλε στο νοσοκομείο.

Έμεινα μαζί του να φυλάμε τα εργαλεία και τα υλικά στην άκρη του δρόμου μέχρι το μεσημέρι.

Χάσαμε την μέρα μας και το επόμενο Σαββάτο μας πλήρωσε κανονικά το μεροκάματο.

Ήταν ένας τυπικός Κερκυραίος αστός. Διατηρούσε τις αρχές των παλαιών μαστόρων μιας άλλης εποχής που η αστική τάξη είχε ακόμα πληβειακό χαραχτήρα. 
Δεν είμαι σίγουρος αν καταλάβαινε τις αλλαγές που έγιναν από τότε στον κόσμο.

Τον συναντούσα  συνήθως στο φουαγιέ του θεάτρου όποτε είχε συναυλία .

Του άρεσε η όπερα και , βεβαίως , οι μεγάλοι Ιταλοί μουσικοί του Otto cento.

Τον σεβόμουν και με σεβόταν.

Υποσυνείδητα υπήρχε το ίχνος της σχέσης ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη της   ύστερης εποχής της αριστοκρατίας.

Πολλοί δεν καταλάβαιναν και αναρωτιόταν: «Μα τι  φιλική σχέση είναι ετούτη ανάμεσα σε αυτούς τους δύο με τις εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές πεποιθήσεις;»

Ο Μαστρο Σπύρος χτυπήθηκε από την αρρώστια και την οικονομική κρίση .
Νομίζω ότι , τόσο η αρρώστια όσο και η οικονομική κρίση  του ήταν ακατανόητες.

Μια ακατανόητη εξέλιξη.

Μια απρόσμενη κατάληξη.

Λυπάμαι.

Ο Μαστρο Σπύρος έφυγε γεμάτος ερωτηματικά από μια ζωή που πάλεψε  όχι μόνο για να προκόψει αλλά και για να υπερασπισθεί τις ηθικές του αρχές.

Προχτές είχε συναυλία   η δημοτική χορωδία της πόλης , ο «Καποδίστριας» και η μπάντα του Σκριπερού στο δημοτικό θέατρο.

Ο Μαέστρος ανακοίνωσε τον θάνατο του μάστρο Σπύρου και είπε ότι  η τελευταία του επιθυμία  ήταν να ακούσει την εισαγωγή από τον «Ερνάνη».


Καλό ταξίδι μάστορα.

http://www.youtube.com/watch?v=1hbrXzs_Iv8

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Η ακέφαλη ορχήστρα



Τα χρόνια τα παλιά ο πατέρας μου με έγραψε ως μαθητευόμενο σε μια  ορχήστρα μαντολίνων.

Η «Ορχήστρα» στεγαζόταν  στο σπίτι του δασκάλου μας  σε μια μονοκατοικία δύο δωματίων ενός διαδρόμου και μιας κουζίνας στην Άνω Δάφνη. 
Μαζί στεγαζόταν η χορωδία  τα παιδιά του η γυναίκα του και μερικοί άστεγοι και περιπλανώμενοι συγχωριανοί του.

Ο Δάσκαλος ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που τους συμπαθείς με την πρώτη ματιά.
Δεν επρόκειτο για κανέναν καλοσυνάτο καλόγερο της μουσικής. Αντιθέτως ήταν μονίμως νευρικός , μονίμως  σκυθρωπός , μονίμως αυστηρός ,μονίμως ανικανοποίητος και μονίμως αφηρημένος.
Νόμιζες  ότι κάθε στιγμή ήταν έτοιμος να εκραγεί.
Απορούσα πως δεν πάθαινε έμφραγμα.

Θυμάμαι, μια φορά , τον έστειλε η γυναίκα του να πετάξει τα σκουπίδια.
Πήρε τη σακούλα με τα σκουπίδια , μπήκε στο λεωφορείο ,κατέβηκε στην πλατεία Συντάγματος  και έκανε βόλτες προσπαθώντας να θυμηθεί τον λόγο για τον οποίο κατέβηκε στο κέντρο με μια σακούλα σκουπιδιών στο χέρι.

Όταν μεγάλωσα το πάθαινα και εγώ σε βαρύτερη μορφή.
Έπαιρνα το καρότσι για να πάω βόλτα το παιδί στο πάρκο και ξεχνούσα να βάλω το παιδί μέσα. Γύρναγα στο πάρκο σκεφτικός με ένα άδειο καροτσάκι  και με κοιτάγανε καλά καλά.

Ο Δάσκαλος , λοιπόν, αγαπητέ αναγνώστη με άφηνε στον διάδρομο σε ένα ξύλινο σκαμπό του εν λόγω ωδείου και με έβαζε να ανεβοκατεβαίνω ασταμάτητα την «φυσική του Ντό».
Κάποια στιγμή που βαριόμουνα άρχιζα να γρατζουνάω ότι μου ερχότανε.

Νόμιζα ότι δεν με άκουγε μέσα σε τόση φασαρία από το διπλανό δωμάτιο και με κλειστή την πόρτα.

Το αυτί του, όμως,  έπιανε και την τρίχα που έπεφτε και την ξεχώριζε από άπειρους ήχους.

Ερχόταν μέσα έξαλλος και με κατσάδιαζε.

Ποτέ δεν μπόρεσα να τον αντιπαθήσω. Ακόμα και όταν με έδιωξε κακήν κακώς «επειδή έκανα του κεφαλιού μου».

Αναρωτιόμουν δε, πάντοτε, αν ήταν δυνατόν να υπάρξει μια ορχήστρα που να μην έχει  μαέστρο.

Τα μικρά σχήματα φαίνεται σαν να μην έχουν αλλά πάντα κάποιος ανάμεσά τους είναι ο αόρατος  μαέστρος.

Φαίνεται ότι βασάνιζε και κάποιον άλλον το θέμα και κάποια φορά είδα μια ταινία με μια ορχήστρα που αποφάσισε να μην έχει μαέστρο.
Μαζευόταν σε μια μεγάλη αίθουσα ενός εγκαταλελειμμένου σινεμά (αν θυμάμαι καλά ) και κάνανε πρόβες χωρίς δάσκαλο.

Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, μια τεράστια ιπτάμενη σιδερένια μπάλα σπάει τους τοίχους του σινεμά και εισέρχεται στον χώρο διαλύοντας τα πάντα και αφήνοντας την μπάντα σύξυλη. Κάποια εταιρεία κατεδαφίσεων είχε αναλάβει την κατεδάφιση του παλιού σινεμά.

Δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει ο ποιητής αλλά η ταινία τα κατάφερε να με κάνει να την θυμάμαι ακόμα.

Αρκέστηκα στην επίσημη εκδοχή ότι η τέχνη εκφράζεται μέσα από ένα ατομικό πάθος άλλα συμπυκνώνει πάντα γενικότερες διεργασίες.
Έτσι , ένας πίνακας ζωγραφικής θα φτιαχτεί από έναν άνθρωπο. Δεν γίνεται να κρατάνε το ίδιο πινέλο περισσότεροι.
Ούτε είναι δυνατόν να παθιαστούν ταυτοχρόνως τόσοι άνθρωποι πάνω σε ένα μουσικό μοτίβο ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.

Γιαυτό το λόγο και οι εκτελέσεις των μεγάλων έργων έχουν διαφορές μεταξύ τους.

Ο Θρύλος βέβαια λέει ότι η καλύτερη εκτέλεση του «Va pensiero» έγινε από τους αντάρτες του Γκαριμπάλντι όταν έμπαιναν στην Βερόνα και, βεβαίως, δεν μπορώ να φαντασθώ ότι είχαν μαέστρο, ούτε ότι είχαν κάνει πρόβες.

Αυτά ,όμως , τα λένε οι θρύλοι.  Ώσπου , δυο χρόνια πριν , μεσούσης της οικονομικής κρίσης στην Ιταλία,  ανεβαίνει ξανά το «Ναμπούκο» στο Teatro dellopera στην Ρώμη.

Την ορχήστρα διευθύνει ο  Riccardo Muti  και συμβαίνει κάτι που φαίνεται σχεδόν αδύνατο.

Την στιγμή που τραγουδάει το κόρο των σκλάβων για τις «αναμνήσεις που φουντώνουν στα στήθη και κάνουν πανιά για τα περασμένα» σηκώνονται όλοι οι θεατές όρθιοι. Σχίζουν τα λιμπρέτα και ρίχνουν τις σελίδες από τους εξώστες. Τραγουδούν όλοι μαζί . Οι χορωδοί κλαίνε  και ξεσπούν όλοι μαζί σε χειροκροτήματα.

Εκείνη την ώρα κανείς δεν έδινε σημασία στον Μαέστρο.
Σαν να μην υπήρχε.
Σαν να μην υπήρχαν καν οι χορωδοί.
Σαν να είχαν γίνει όλοι ένα.

Σαν μια τεράστια ακέφαλη ορχήστρα.



Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Συνέντευξη με έναν αριστερό μαυραγορίτη


 Με είχε παρακινήσει ένας παλιός φίλος να πάρουμε «συνεντεύξεις» από τρία γεροντάκια  που γνώριζε και που η ιστορία τους είχε ενδιαφέρον.

Συμφωνήσαμε  , όταν δημοσιοποιήσουμε τις συνεντεύξεις, να το κάνουμε με τέτοιο τρόπο ώστε να μην θίξουμε κανέναν προσωπικά από τους τρείς αλλά ούτε και τους απογόνους τους.

Τα τρία γεροντάκια έχουν πεθάνει.

Ο φίλος μου μερικά χρόνια μετά τις συνεντεύξεις αρρώστησε και πέθανε.

Επειδή ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται και επειδή έχουν περάσει αρκετά χρόνια νομίζω ότι πρέπει να  αφηγηθώ εγώ την ιστορία των «συνεντεύξεων».


Οι τρείς φίλοι, λοιπόν, ήταν  συγχωριανοί και  τα μοναδικά παιδιά του μικρού χωριού που οι γονείς τους είχαν την δυνατότητα να τα στείλουν στο σχολείο , στην πόλη,  «να μάθουν δυό γράμματα».

Την ανεμελιά των σχολικών χρόνων σκιάσε ένα γεγονός  που εκείνη την στιγμή  φαινόταν ασήμαντο.
Όπως έβγαινε από την πόρτα του σχολείου ο Νικολάκης τον παραμόνευε ο  Αντώνης και του έβαλε τρικλοποδιά χωρίς κανένα εμφανή λόγο.
Ο Νικολάκης «μέτρησε όλα τα σκαλιά» και σηκώθηκε καταματωμένος.
Ο δάσκαλος έκανε τις δέουσες ανακρίσεις για να βρει τον ένοχο και ο  Αντώνης υπέδειξε τον Θεόφιλο που δεν είχε ιδέα για το  περιστατικό.
Ο Δάσκαλος «έσπασε» στο ξύλο τον Θεόφιλο που ορκιζόταν, βεβαίως ,  ότι δεν το έκανε αυτός.

Πέρασαν τα χρόνια , ήρθε ο πόλεμος και οι τρείς νεαροί πλέον φίλοι μπήκαν στην ίδια αντιστασιακή αριστερή οργάνωση.

Ο Νικολάκης ήταν πρωτεργάτης και ατρόμητος μαχητής.

Ο Θεόφιλος  μικροκαμωμένος και φοβισμένος παρακάλεσε τον Νικολάκη να μην του εμπιστευτούν περισσότερα μυστικά από όσα ήταν απολύτως απαραίτητα γιατί δεν θα άντεχε αν τον πιάνανε οι Γερμανοί.

Ο Αντώνης είχε ελάχιστη συμμετοχή στην οργάνωση γιατί βοηθούσε τον πατέρα του στη δουλειά και δεν είχε χρόνο. Είχαν στήσει ένα οικογενειακό παράνομο λουτρουβιό  μέσα σε ένα λόγγο  και βγάζανε λάδι.

Τέλειωσε ο πόλεμος και ο Νικολάκης έφυγε από το νησί και έγινε  αντάρτης. Μετά τον εμφύλιο βρέθηκε στην Τασκένδη πολιτικός πρόσφυγας .

Ο Θεόφιλος έφτιαξε μια μικρή ατομική εμπορική επιχείρηση  και πρόκοψε. Όχι σπουδαία πράματα αλλά «καλά πορεύτηκε» στην ζωή του. Τον βασάνιζε που ήξερε ότι ζούσε καλά από την δουλειά των άλλων και πλήρωνε τα μεροκάματα με το παραπάνω. Έκανε και συνέταιρους τους εργάτες του και «τους έγραψε» και το μερδικό του.

Ο Αντώνης  και η οικογένεια του μετά τον πόλεμο βρέθηκαν  «μυστηριωδώς» με  μια τεράστια ακίνητη περιουσία  στην πόλη .

Πρώτος πέθανε ο Νικολάκης .

Στην κηδεία του διαβάστηκαν σπουδαίοι λόγοι μπροστά σε πλήθος κόσμου για τα ανδραγαθήματα του σπουδαίου αυτού αγωνιστή.
Ο Θεόφιλος κάθονταν απαρατήρητος με σταυρωμένα τα χέρια στην τελευταία σειρά.
Ο Αντώνης «έλειπε σε ταξίδι» αλλά πήρε τηλέφωνο για τα «συλλυπητήρια».

Στην κηδεία του Θεόφιλου πήγαν μερικοί μακρινοί συγγενείς και οι  υπάλληλοι της εμπορικής επιχείρησης.

Μάθαμε για τον θάνατο του Αντώνη από μια αφισέτα  στην πλατεία Σαρόκου.

Νομίζω ότι συγκράτησα τα πάντα από τις «συνεντεύξεις».

Ο Νικολάκης μας έκανε το τραπέζι ένα βράδυ και μιλούσε με τις ώρες για τα χρόνια εκείνα.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση όταν μου είπε ότι… «αν σου βάλει τρικλοποδιά κάποιος στο δημοτικό ..έχε το νου σου… όσο καλός και να δείχνει σε όλη του την ζωή , θα σε μαχαιρώσει πισώπλατα στο γηροκομείο».
-«Είναι κανόνας αυτός;» ρώτησα.
-«Χωρίς εξαίρεση.» μου απάντησε.

Ο Θεόφιλος δεν περηφανευόταν για τίποτα. Ελάχιστα  μας μίλησε για την κατοχή. Ελάχιστα μας μίλησε για την μετέπειτα σταδιοδρομία του. Συγκράτησα μόνο μια  φράση του που την είπε κοιτώντας αλλού .  «Θαύμαζα πάντοτε τον Νικολάκη αλλά δεν είχα ποτέ τόσο κουράγιο. Προσπάθησα πάντως πολύ για να μην γίνω παλιάνθρωπος.»

Το Αντώνη τον βρήκαμε σε καφενείο να παίζει Τρισέτε.
Τον πήραμε παράμερα και η αλήθεια ήταν ότι μας μιλούσε πολύ ώρα για την κατοχή και τους κινδύνους που αντιμετώπισε.
Κάθε τόσο έφερνε την κουβέντα στην λαϊκή αλληλεγγύη που για αυτόν ήταν «κεφαλαιώδες ζήτημα».
-«Πάνω απ’ όλα η επιβίωση του λαού!» Έλεγε και ξανάλεγε.
«Αν δεν υπήρχαν άνθρωποι σαν αυτόν και την οικογένεια του που δούλεψαν σκληρά και με κίνδυνο της ζωής τους για να εξασφαλίσουν  λάδι στους ανθρώπους της πόλης  θα είχε πεθάνει πολύς κόσμος από την πείνα».

Μου άρεσε ο Αντάρτης.


Ποιο πολύ όμως  με συγκίνησε ο Θεόφιλος.

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Οι Γενίτσαροι

Ο Πρωταγωνιστής  του δημοφιλούς σήριαλ είναι νέος ,όμορφος, σοβαρός ,  αριβίστας , αδίστακτος  και εργάζεται ως διευθυντικό στέλεχος  μιας πολυεθνικής που στήσει το μαγαζί της σε ένα γυάλινο πολυώροφο κτήριο της Ισταμπούλ.

Η Γκόμενα του είναι μια πανέμορφη κοπέλα ταπεινής αγροτικής  καταγωγής.
Οι γονείς της την έφεραν στην Κωνσταντινούπολη , μαζί με τα τέσσερα μικρότερα αδέλφια της,  σε αναζήτηση μιας καλύτερης μοίρας.

Ο μπαμπάς της κοπέλας  δουλεύει σε ένα εργοστάσιο ξυλείας και η μάνα της   κάνει το νοικοκυριό της  παράγκας που ζει η πολυμελής οικογένεια.

Η κοπέλα όταν πηγαίνει να συναντήσει κρυφά τον γιάπη βγάζει την μαντίλα.
Αλίμονο της αν την δει ο πατέρα της.

Ο Αδίστακτος (και αξούριστος) γιάπης μαλακώνει στα χέρια της φτωχής , τίμιας και όμορφης τουρκάλας. Μαζί της του βγαίνει ο καλός του εαυτός. Μεταμορφώνεται. Γίνεται ανθρωπινότερος.

Κάποια στιγμή η κακιά και ζηλιάρα μαντηλοφορούσα  συμμαθήτρια της την καρφώνει στον μπαμπά της και ο μπαμπάς  την σπάει στο ξύλο.

Το μαθαίνει ο γιάπης και ξαναγίνεται «Τούρκος».

Τον συγκρατεί η καλή κοπέλα και αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις.

Ο γιάπης γίνεται ανθρωπινότερος και δείχνει κατανόηση στις απηρχαιωμένες αντιλήψεις του μπαμπά.

Ο μπαμπάς εκμοντερνίζεται λίγο και αποδέχεται την κατάσταση.

Οι δυό νέοι παντρεύονται. Ο γιάπης  φιλάει το χέρι του «μπαμπά» και όλοι μαζί ξεκινούν από το δημαρχείο για να ένα φωτεινό μέλλον.

Κλείνω την τηλεόραση του δωματίου μου στο ξενοδοχείο «Seminal» και κατεβαίνω στην πλατεία Ταξίμ.
Κάνει κρύο. 
Έχουν ανάψει τα φώτα. 
Το Mp3 player του τζαμιού παίζει για πολλοστή φορά ριπλέι στοίχους του κορανίου από τα πανίσχυρα μεγάφωνα.
Μικρά παιδιά σκαρφαλώνουν στο τραμ και μια διαδήλωση φωνάζει συνθήματα κατά της «διαφθοράς»  υπό το άγρυπνο βλέμμα των πάνοπλων αστυνομικών.
Η φωτεινή επιγραφή Τσέιντς όφις  της γωνίας διαφημίζει τις νέες ισοτιμίες  της  τούρκικης λίρας. Μόλις ξεπέρασε το τρία προς ένα σε σχέση με το ευρώ.
Μια  «ροκ» μπάντα περνάει κάνοντας απίστευτη φασαρία πάνω σε μια τροχήλατη πλατφόρμα σκεπάζοντας τα λόγια του μουεζίνη.
Δεν καταλαβαίνω τι λένε. Τα λόγια τους μπερδεύονται με τους στοίχους του κορανίου. Κατάφερα να ξεχωρίσω μόνον την κατάληξη  «..ο Αλλάχ είναι μεγάλος».

Παραγγέλνω ένα «Γιουνεφέ» στο καλύτερο γλυκάδικο της πλατείας.

Τα καλύτερα Γιουνεφέ , λένε, γίνονται στην Προύσα. Αυτοί έχουν την καλύτερη συνταγή.

Δεν είναι ακριβώς γλυκό. Τουλάχιστον δεν είναι αυτό που εμείς έχουμε συνηθίσει να λέμε «γλυκό». Η γεύση του είναι λίγο γλυκιά και στην μέση έχει μια φέτα λιωμένο τυρί που δεν είναι αλμυρό.

Οι γεύσεις μοιάζουν να ισορροπούν στην κόψη του σπαθιού.

Η Τουρκία μοιάζει σαν μια πανέμορφη γυναίκα  με τέλειο μακιγιάζ , μαντήλι και σοβαρό σκούρο  φόρεμα που στέκεται  αναποφάσιστη μπροστά στην βιτρίνα του «Ζάρα».

Απέναντι ο κινηματογράφος  παίζει την δημοφιλή ταινία «Απαγορεύεται η αναστροφή» συνοδευόμενη από μια τεράστια αφίσα με το γνωστό τροχαίο σήμα.

Ο Γενναίος και όμορφος Γενίτσαρος Μαλκοτσόγλου Μπαλί μπέης (Μπουράτ Οζτσιβιτ),  της γνωστής σειράς «Σουλειμάν ο μεγαλοπρεπής» από την απέναντι τηλεόραση  διαφημίζει  την πιστωτική κάρτα   γνωστής τράπεζας με λάγνο βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις και καίει τις καρδιές των κοριτσιών.

Οι Γενίτσαροι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν εξισλαμισμένοι άλλων θρησκειών.

Ήταν οι φοβεροί και ανίκητοι  πολεμιστές της αυτοκρατορίας .

Προσπαθούσαν κάθε στιγμή να αποδείξουν την  πίστη τους και την προσήλωση τους .

Σύντομα η Τουρκία θα βρεθεί αντιμέτωπη με τους τρομερότερους γενίτσαρους όλων των εποχών .


Ακονίζουν τα σπαθιά τους οι γενίτσαροι της αυτοκρατορίας των πολυεθνικών.