Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Καθημερινές καταστάσεις


Πάντοτε , θυμάμαι , μας χλεύαζαν εμάς τους Κερκυραίους ότι δεν είμαστε αρκούντως σκληροτράχηλοι.

Ο Κερκυραίος  στα μάτια πολλών είναι ένας ανάλαφρος λιμοκοντόρος με κιθάρα  και περίεργη τραγουδιστή προφορά.

Πρόκειται για έναν κατασκευασμένο μύθο που δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα.

Είναι αλήθεια ότι είμαστε γενικά φιλήσυχοι  και εύθυμοι  άνθρωποι που γελάμε με τα πάθη μας και μας αρέσουν οι φάρσες.

Είναι , επίσης, αλήθεια ότι η τουριστική ανάπτυξη δημιούργησε και έναν τύπο ανθρώπου τα τελευταία χρόνια  που έχει ένα σωρό  ελαττώματα και μικροπρεπείς συμπεριφορές . Αυτό, όμως,  συμβαίνει παντού.

Έχουμε τις ιδιαιτερότητές μας , δεν λέω, αλλά μπορούμε να  αυτοσαρκαζόμεθα.  Δεν χρειαζόμαστε  βοήθεια.

Αν πάς, για παράδειγμα, να παρακολουθήσεις την παρέλαση στις 28η  Οκτωβρίου  στα Γιάννενα  θα δεις  να παρελαύνουν  σεμνά,    ανάπηροι πολέμου (αν υπάρχουν ακόμα) σε καροτσάκια με νοσοκόμες που τους σπρώχνουν.

Φαντάζομαι ότι μετά το τέλος της παρέλασης οι «νοσοκόμες» πετάνε την μπλούζα και αφήνουν τους γερόντους με τα καροτσάκια  στη μέση του δρόμου.  Αυτό, όμως,  είναι άλλη κουβέντα.

Αν έρθεις στην Κέρκυρα  (που δεν πήγε σχεδόν κανένας να πολεμήσει)  θα βρεθείς σε μια απίστευτη φιέστα με  μπαλόνια, γιρλάντες , σημαίες  και δεκάδες μπάντες με κοκορόφτερους τυμπανιστές μέσα σε ένα απίστευτο ταρατατζούμ.

Πάντα μπέρδευα την  28η Οκτωβρίου με τις αποκριές.

 Προχτές  ήρθε στην Κέρκυρα ο Κατσιδιάρης να εγκαινιάσει τα γραφεία της χρυσής αυγής.
Έφερε μαζί του τον παππά για το ευχέλαιο  , τους οπαδούς και την αστυνομία που τον συνοδεύει σε κάθε πόλη που πάει να εγκαινιάσει γραφεία. Συνολικά ήρθαν 72 οπαδοί, ο παππάς, ο Κατσιδιάρης και καμιά εκατοστή αστυνομικοί .

Φαντάζομαι ότι ήρθαν όλοι με το ίδιο πλοίο και έφυγαν ξανά όλοι μαζί.

Μαζί τους ήτανε και ένας χοντρός χρυσαυγήτης με μαύρη καπαρντίνα μέχρι τους αστραγάλους  και μια χοντρή καδένα στο λαιμό από την οποία κρεμόταν ,στο ύψος  του αφαλού,  ένας τεράστιος σταυρός.

Δεν τον ήξερε κανένας αλλά πέσανε πάνω του γελώντας όλοι οι δημοσιογράφοι να του πάρουνε συνέντευξη.

Πήγα και εγώ στην αντιφασιστική διαδήλωση  και έφαγα «μια αδειανή ,στην κεφαλή,  μποτίλια».

 Την έριξε κάποιο «αναρχικό» πιτσιρίκι  που κρυβόταν πίσω από την πλάτη μου.

Ευτυχώς που πέτυχε εμένα γιατί αλλιώς θα είχαμε κάνει ήρωα τον χοντρό  με τον  αρχιερατικό εγκόλπιο στο λαιμό.

«Κερκυραίος αναρχικός» , σήμερα,  είναι σαν ανέκδοτο. Είναι σαν να λες  «Αφγανός γκέι»  η «βορειοκορεάτης  πολιτευτής» .

Δε βαριέσαι.  Αυτούς  έχουμε, με αυτούς θα πορευτούμε.

Το θέμα είναι  ότι βρέθηκα με ραμμένο το κεφάλι πρωτοχρονιάτικα και κοιμάμαι μπρούμυτα τα βράδια.

Μεθαυρίο ξεκινάω για την Πόλη (Την Ισταμπούλ..ντε).

Έχουμε και εκεί  αριστερούς διαδηλωτές  με IQ αγουροξυπνημένου ροφού.

Εδώ τα πράγματα είναι ποιο περίπλοκα.

Ο Ερντογάν είχε φιλίες εδώ και χρόνια με τον Φετουλάχ Γκιουλέν.

Ο Φετουλάχ φρόντισε να οικοδομήσει μια αυτοκρατορία με ιδιωτικά σχολεία κλπ και να αποκτήσει μεγάλη επιρροή στην αστυνομία και σε άλλους θύλακες του κράτους.

Φρόντισε, δε, να  χαρτζιλικώνει και τους γιους των υπουργών για κάθε ενδεχόμενο.

Κάποια στιγμή τσακώθηκαν οι δύο άνδρες . Ο Ερντογάν ονειρευόταν μια Τουρκία κάτι σαν Γερμανία του μουσουλμανικού κόσμου και ο Φελουζάχ  μια Τουρκία ενός ιδιότυπου νεοφιλελευθέρου  φιλοδυτικού μουσουλμανισμού με μηδέν λιπαρά.

Ο Ερντογάν τότε πήγε να εθνικοποιήσει τα σχολεία του Φελουζάχ.
Ο Φελουζάχ έστειλε τον αστυνομικό διευθυντή να συλλάβει τους γιους των υπουργών για διαφθορά.
Ο Ερντογάν έδιωξε τους δικαστές του Φελουζάχ και έβαλε δικούς του.
Ο Φελουζάχ παρακίνησε μια αριστερή ομάδα να διαδηλώσει κατά της διαφθοράς (και του Ερντογάν).

Όταν η αριστερή ομάδα (τριακόσια άτομα) βγήκε στην πλατεία με σημαίες του τσε γκεβάρα , ο Φελουζάχ  έβαλε τον αρχηγό των ΜΑΤ να πετσοκόψουν τους αριστερούς διαδηλωτές που αυτός υποκίνησε.

Ο (πανέξυπνος) Τούρκικος λαός  έβγαλε το συμπέρασμα ότι «το αυταρχικό κράτος»  (του  Ερντογαν) βαράει τους διαδηλωτές.

Ελπίζω να μην έρθουν από πίσω μου οι Τούρκοι διαδηλωτές.

Ρε...Movimento dei Forconi .. και πάλι.. Movimento dei Forconi.


Αν τα καταφέρω και γυρίσω γερός θα τα ξαναπούμε  απόδιαβα. 

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Το ψωμί είναι κάτω από το χιόνι


 Ξημερώνουν Χριστούγεννα του σωτήριου έτους 2013 (μΧ).

Φοράω τις πυτζάμες που μου πούλησε κοψοχρονιά μια πωλήτρια  σούπερ μάρκετ που με συμπαθεί.
 Ήταν το τελευταίο  ζευγάρι.
 Το πρόβλημα ήταν ότι ήταν διαφορετικό χρώμα και διαφορετικό νούμερο .

Από πάνω είμαι σαν τον Μπάτμαν και από κάτω σαν τον Σαρλώ.

Στέκομαι διστακτικός στην εξώπορτα.
Ψιλοβρέχει .
Προς το Σιδάρι μια ελαφριά  πρωινή πάχνη σκεπάζει τους Αγραφούς .

Έχω δυό επιλογές.
Να πάω στην εκκλησιά να ακούσω και την Χριστουγεννιάτικη χορωδία η να ανηφορίσω προς τον Μέγα Κάμπο να αγναντέψω τα πέρατα.

Επιλέγω εκδρομή στο ψιλόβροχο.

Διασχίζω το χωριό με προσοχή.

Οι χωριανοί μου έχουν την υποψία ότι είμαι από ιδιόρρυθμος  έως σμπερλάδος.

Αν με πάρει κανένα μάτι να ανηφορίζω χριστουγεννιάτικα και βρέχοντας τα  όρη,  η υποψία θα γίνει βεβαιότητα.

Φοράω επώνυμο αδιάβροχο αθλητικό μπουφάν, ποδοσφαιρικές κάλτσες μέχρι το γόνατο, και αθλητική φόρμα.

Μου τα χάρισε ένας παλαίμαχος ποδοσφαιριστής που με συμπαθεί.

Κοιτάω το σπόρ ρολόι μου.
Εννιά η ώρα.

Μου το χάρισε ο αδελφός μου.

Είναι γεμάτο κουμπάκια και χρονόμετρα.

Δεν είναι του γούστου μου αλλά δεν έχω και άλλο.

Τα παπούτσια μου τα χάρισε ένας καταστηματάρχης που με συμπαθεί.

Η φανέλα και το σώβρακο είναι δώρο της γυναίκας μου στην επέτειο του γάμου μας.

Το πορτοφόλι μου το βρήκα στο δρόμο ολοκαίνουργιο.
Έπεσε κάποιου (ναύτη) αράπη που πουλούσε μπιχλιμπίδια.

Το κινητό μου τηλέφωνο μου το έδωσε κάποιος πρεσβύωπας που δεν μπορούσε να το χειριστεί.

Στο σπίτι έχω αφήσει στη μαρινάδα τις αγριόπαπιες που μου έφερε ο Σπύρος που πήγε για κυνήγι στον Έβρο.

Έκανε το λάθος και ανέβασε στο φέις μπούκ τις φωτογραφίες με τις πάπιες στο χέρι και τονε περάσανε από τον κώλο του βελονιού οι οικολόγριες  της κολόνας του Ντούγκλα.

Άμα ανέβαζε φωτογραφίες με χταπόδια δεν θα λέγανε κουβέντα.

Μου άφησε και πέντε κιλά κρασί ο Θανάσης από την Επίσκεψη.
Έχει ένα αμπέλι στο Φουρνί που το βλέπει ό ήλιος όλη μέρα.

Τα γλυκά τάφερε ο Γιώργης που τον έχουμε καλεσμένο στο τραπέζι.

Τελικά, για το τραπέζι, ξόδεψα  μόνο για φρέσκες παπαρδέλες (ζυμωμένες από τα χεράκια της Λουΐζας) και δύο κρεμμύδια άσπρα.

Ο Θεός των ρομαντικών έχει ρυθμίσει το ψιλόβροχο ακριβώς στα ανεκτά , για ρεμβάζοντες περιπατητές,  επίπεδα.

Αγναντεύω από ψηλά . Απέναντι η ομίχλη έχει καλύψει τελείως  τον  Βίστωνα , τους Μακράδες ,απειλεί τους Λάκωνες και κατηφορίζει προς την Παλιοκαστρίτσα.

Η «Αλληλεγγύη» είναι μια λέξη που συνήθως χρησιμοποιούν  πολιτικές οργανώσεις και προσωπικότητες με τεράστιες κεφάλες   που εμφανίζονται ξαφνικά  προς το τέλος του δελτίου ειδήσεων του μέγκα  και χαϊδεύουν  ξυρισμένους καρκινοπαθείς.

Συνήθως έχει την μορφή εφάπαξ βοηθείας σε αναξιοπαθούντες.

Οι καθημερινοί άνθρωποι δεν την ξέρουν .
Τους φαίνεται και ύποπτη συν τοις άλλοις.
Τους μοιάζει με  τις παπαρδέλες του (Αείμνηστου) Ανδρέα Παπανδρέου που έλεγε με εκείνη την αξέχαστη  βαριά και γεμάτη στόμφο φωνή «..Σύμφωνα με την ετεροχρονισμένη δομική αντιπαλότητα..» .

Παίρνω τον κατήφορο της επιστροφής.

Το μόνο πράγμα που μου έλειπε φέτος ήταν ένα ταξιδάκι.

Θα προτιμούσα την ταραγμένη Βόρεια Ιταλία  να γνωρίσω εκ του σύνεγγυς και την εξέγερση των Δικράνων.

Δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα  για κάτι τέτοιο.

 Ξαφνικά μας  κάνει δώρο η κόρη μας δυό εισιτήρια για την Κωνσταντινούπολη.

Αισθάνεται υποχρεωμένη που την εφέραμε στον κόσμο σε μια τόσο ενδιαφέρουσα εποχή.

Δε βαριέσαι.

Δεν μου πολυαρέσουν τα ανατολίτικα παζάρια αλλά θα το αντέξω και αυτό.
 Εφτά μέρες είναι .
Θα περάσουν.

Εκείνο που σκέφτομαι είναι ότι και εκεί έχουν φασαρίες με διεφθαρμένους υπουργούς.

Φαντάσου , λέει , να με περάσουν οι αριστεροί διαδηλωτές για  τον  Τζαφέρ  Τσαγλαγιάν και να με πάρουν στο κυνήγι με σημαίες  με τον Τσε Γκεβάρα.
Να καταφέρω να μπω στην Αγιά  Σοφιά  (..το μέγα μοναστήρι , με τετρακόσια σήμαντρα και εξήντα δυό καμπάνες..) , να οχυρωθώ και να έρθει  το CNN  να μου πάρει συνέντευξη απάνω στο καμπαναριό.
Ο Ομπάμα να πάρει το μέρος των αριστερών διαδηλωτών και ο Ερντογάν να κηρύξει τον πόλεμο Σαμαρά.

Επιστρέφω στο σπίτι και το ψιλόβροχο δυναμώνει . Αύριο θα το γυρίσει σε Σιροκολέβαντο και θα έχουμε καταιγίδες.


Να μην ξεχάσω να βάλω ένα ποτήρι άσπρο κρασί στην κατσαρόλα με τις αγριόπαπιες.

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Απλά ερωτήματα


 Η τζαμαρία της τάξης μου  ήταν χωρισμένη σε μικρά τετράγωνα τζαμάκια.
Τότε το ύψος της μου φαινόταν πολύ πάνω από τα θρανία.
Αναρωτιόμουν  γιατί είχε τόσα μικρά τετράγωνα τζάμια  ενώ θα μπορούσε να ήταν ένα μεγάλο μονοκόμματο τζάμι.
Το ερώτημα δεν  έλαβε ποτέ απάντηση.

Το τζαμένιο άνοιγμα ήταν το μόνο μέρος οπτικής επαφής μου με τον έξω κόσμο .
Από το σημείο που καθόμουν έβλεπα ένα μικρό κομμάτι από την κορυφή του καμπαναριού και ένα μεγάλο κομμάτι ουρανού.

Τα σύννεφα ήταν για μένα κάτι ανάλογο με τον σημερινό σινεμά.
Έβλεπα τιτανομαχίες στα σύννεφα,  καβαλάρηδες  να πολεμούν με τέρατα, τεράστιες κεφαλές αλόγων και ολόγυμνες γοργόνες να πλέουν στους ουρανούς.

Κάποια φορά ,θυμάμαι, με διέκοψε η  αυστηρή και νευρική φωνή του κυρίου Αντώνη.
 Με σήκωσε στο μάθημα και με ρώτησε: «Πόσο μας κάνουν  πέντε φορές το μηδέν».

Ο Ξύλινος χάρακας  με τρομοκρατούσε.  Δεν μπορούσα να κατανοήσω το ερώτημα . Είχα παραλύσει. Δεν μπορούσα καν να σκεφθώ οτιδήποτε.

Είχαμε ακούσει διάφορους τρομερούς θρύλους και απίστευτες ιστορίες από παιδιά παλιότερων τάξεων για τον ξύλινο αυτό χάρακα.

Εκείνη την εποχή όλοι ήταν αυστηροί. Ο Δάσκαλος , ο Παππάς, ο Πατέρας, ο Συγγενής, ο Λοχαγός , Ο Μάστορας, Το αφεντικό .

Παντού στον κόσμο επικρατούσε ένας  ασυγκράτητος αυταρχισμός που συνοδευόταν με δημόσιους ξυλοδαρμούς παιδιών και γυναικών κυρίως.

Η επιβολή της υποταγής  ερχόταν «απέξω».
Και σήμερα υπάρχει υποταγή αλλά σαν να βγαίνει από μέσα από τα σπλάχνα της κοινωνίας.

Μερικά δευτερόλεπτα κράτησε η σιωπή μου κοιτάζοντας ψηλά.  

-«Πέντε το μηδέν μας κάνει….. Κύριε, κύριε!! … μια μέλισσα !!!!» είπα δείχνοντας προς το ταβάνι.

Η Τάξη ξέσπασε σε γέλια με την αποτυχημένη μου προσπάθεια αντιπερισπασμού και ο δάσκαλος κατακόκκινος από τα νεύρα με σάπισε στο ξύλο.

Έκτοτε μίσησα την τζαμαρία που με  χώριζε από τον  δικό μου, πραγματικό κόσμο.

Ένα βράδυ πήγα στο σχολείο , μάζεψα πέτρες και άρχισα να πετροβολώ την τζαμαρία.

Στην αρχή όλα πηγαίνανε καλά . Όσο , όμως λιγόστευαν τα τζαμάκια τόσο  χρειαζόμουνα και περισσότερες πέτρες , ώσπου μου έμειναν μερικά γερά που δεν μπορούσα να τα πετύχω.

Αναρωτιόμουν γιατί άραγε άλλοι συμμαθητές μου ήταν τόσο εύστοχοι που θα μπορούσαν να πετύχουν ακόμα και μικρότερους στόχους με μια πέτρα.
Τι περισσότερο είχαν αυτοί; 
Τι ακριβώς συμβαίνει  και ο ένας άνθρωπος είναι πιο εύστοχος από τον  άλλο;

Έπειτα αναρωτιόμουν  « Αν πετάξω την πέτρα θα σπάσω το τζαμάκι , αυτό είναι σχεδόν σίγουρο και το ξέρω από πριν ,….αλλά  ποιά ακριβώς θα είναι η γραμμή του ραγίσματος του τζαμιού;…. και σε πόσα κομμάτια ακριβώς θα πέσει κάτω;….  Αυτό γιατί δεν μπορώ να το ξέρω;

Απάντηση δεν ελάβαινα και τα ερωτήματα όσο πέρναγε ο καιρός  γινόταν  ολοένα περισσότερα και δυσκολότερα.

Πέρασαν τα χρόνια και πάντα ονειρευόμουν  να ήμουν λέει δάσκαλος στην ίδια τάξη των παιδικών μου χρόνων .
Οι μαθητές μου να ήταν όλοι αυτοί που τότε μας βασάνιζαν αναιτίως και πολλούς μας καθήλωσαν.

Να  σταθώ πάνω στην έδρα  και να χτυπήσω τον ξύλινο χάρακα  νευρικά .

-«Ησυχία! …. Κάντε ησυχία!»

-«Να σηκωθεί ο Αντώνης»

Να του δείξω βλοσυρός  με τον χάρακα προς την τζαμαρία.

-« Βλέπεις Αντώνη αυτά τα σύννεφα;»
-«Βλέπεις αυτό το σύννεφο που μοιάζει με τον κώλο της μάνας σου;
-« Θέλω να μου ζωγραφίσεις  το σχήμα που θα πάρει αυτό το σύννεφο μετά από πέντε λεπτά και να μας  αναφέρεις όλες τις αιτίες που το ανάγκασαν  να πάρει αυτό το σχήμα.»

Ο Αντώνης τότε θα  τρομοκρατηθεί , θα κοιτάξει προς το ταβάνι (ότι δήθεν σκέφτεται) και ξαφνικά θα πει:

-«Κύριε, κύριε!!!! …. Μια μέλισσα!!!»

-«Εύγε Αντώνη!.... Πολύ σωστά…. Η μέλισσα ήταν η μία αιτία. Ανάφερε τώρα και τις υπόλοιπες.»


Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Δέκα χιλιάδες βήματα


Μερικοί περπατάνε για να φτάσουν.
Άλλοι περπατάνε για να έρθουν.
Κάποιοι περπατάνε γιατί έχουν κάνει μπαϊπάς.
Άλλοι πάλι περπατάνε για να μην κάνουν μπαϊπάς.
Η Ελένη περπατάει σοβαρή πίσω από μια τζαμαρία βαστώντας μια μπάρα και βρίσκεται  διαρκώς στο ίδιο μέρος.
Εγώ, πάλι, περπατώ γιατί μόνο έτσι μπορώ να σκέφτομαι.

Πάντα απορούσα με τους σοφούς που κάθονται σε μια βαριά πολυθρόνα και σκέφτονται βαστώντας  το κεφάλι τους .

Έχω μπει στον πειρασμό να μετράω τα βήματα μου. Άλλοτε σκέφτομαι να μετράω τις πλάκες των πεζοδρομίων.

Φοβάμαι μην καταλήξω σαν τον Τζάκ  Νίκολσον στην «Λάμψη».

Από απέναντι έρχεται ο Γιώργος με τα χέρια στις τσέπες και τους ώμους γυρτούς.
Τσακώθηκε κάποια φορά με τον πατέρα του στο χωριό και από τότε εγκατέλειψε δια παντός την μαγευτική κάτω Παυλιάνα  και  εγκαταστάθηκε μονίμως στα σκαλιά του Μάρκς εντ Σπένσερ.

Μου ζητάει πάντα ένα ευρώ.

Του το έδινα , ώσπου είδα και αποείδα και όποτε τονε συναντάω προλαβαίνω και του ζητάω εγώ ένα ευρώ.

Τον ανέλαβε η Μαρία , η κομμώτρια της γειτονιάς και τον  κούρεψε με την συμφωνία να τονε κουρέψει όπως ήθελε αυτή.

Έτσι ο Γιώργος κυκλοφορεί σαν ινδιάνος Τσερόκυ με βαμμένη κόκκινη την κοφτερή φούντα στην κορυφή του κεφαλιού του.

-«Που πάς;» του λέω σοβαρά.
-«Δεν πάω» μου λέει
-«..Και τι κάνεις;»
-«Έρχομαι.»  μου λέει  και προσπερνάει βιαστικός και σοβαρός πριν του ζητήσω το ευρώ.

Έχει αρχίσει να μυρίζει Γιορτές.

Δεν το «πιάνεις»  στην ατμόσφαιρα  όπως άλλοτε . Το καταλαβαίνεις από τα φωτάκια του Δήμου.  
Μου αρέσει αυτή η ιδέα να ρίχνουν τα φωτάκια απελητά πάνω στα  δέντρα της λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Έχουν αυτό το χαοτικό που δεν ενοχλεί.
Από την άλλη μου αρέσουν και τα φωτάκια στην Ανουντσιάτα που σχηματίζουν εκείνο το αρμονικό σχήμα  μυτερής σκεπής πάνω από την πλατειούλα.

Κάθομαι από κάτω και κοιτάω ψηλά σαν μικρό παιδί.

Περνάει  ο Αντώνης που ψήφιζε πάντα  το κόμμα που ήταν να κυβερνήσει βάσει δημοσκοπήσεων.

Στέκεται δίπλα μου και κοιτάει και αυτός απορημένος.
-«Τι κοιτάς;» μου λέει
-«Τα φωτάκια… ωραία  δεν είναι;»
-«Ποια φωτάκια; Μας καταστρέψανε! Δεν υπάρχει φράγκο!»
-«Μα  και όταν είχες φράγκα πάλι δε σ’άρεσε τίποτα Αντώνη μου!»

Συνεχίζω προς την πλατεία.

Σκέφτομαι ότι πλησιάζουν απειλητικά οι κρίσιμες μέρες των γιορτών  και θα μαζευτούν οι συγγενείς για να τσακωθούν.

Αυτές τις  (άγιες) μέρες άλλοι μελαγχολούν απλώς και άλλοι τσακώνονται.

Το κακό είναι ότι ξοδεύουν και τα τελευταία τους λεφτά για να το κάνουν.

Μάλλον φταίει που μαζεύονται  όλες οι προσδοκίες ευτυχίας και στριμώχνονται μέσα σε ένα δωδεκάωρο.

Νομίζω ότι την καλύτερη πρωτοχρονιά την έκανα εν πλω προς την Αγκόνα.

Διάβαζα στην καμπίνα και ξαφνικά ακούω από τα μεγάφωνα να μας ειδοποιούν για το πρωτοχρονιάτικο πάρτι που θα γίνει στο σαλόνι του πλοίου.

Ξαφνιάστηκα γιατί , όπως ήμουν βυθισμένος στο βιβλίο, είχα ξεχάσει ότι σε λίγα λεπτά θα άλλαζε ο χρόνος.

Ουδέποτε έδινα σημασία σε αλλαγές που είχαν να κάνουν με τον χρόνο με τον οποίο οι σχέσεις μας , άλλωστε, ήταν πάντοτε, τουλάχιστον ψυχρές (θα έλεγα).

Είπα να κάνω μια εξαίρεση και να παρευρεθώ στο πάρτι για την γιορτή του πιο μισητού εχθρού μου.

Έτσι βρέθηκα ανάμεσα σε ένα πολύβουο πλήθος συνταξιδιωτών μου που μέχρι πριν λίγα λεπτά δεν γνωριζόταν και τώρα χόρευαν ασταμάτητα  σαν να ήταν παλιοί συμμαθητές.

Ο  Ηλεκτρολόγος του πλοίου με κέρναγε σαμπάνιες σαν να ήθελε ντε και καλά να με μεθύσει.

Είχε συγκινηθεί που δούλευα παλιά στα ναυπηγεία  και με θεωρούσε σχεδόν άνθρωπο δικό του.

Μου είπε και όλη την ιστορία της ζωής του στο αυτί γιατί είχε πολλή φασαρία.

Τα ξημερώματα τους άφησα να  χορεύουνε  το  «Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο» , σκούπισα  με μια χαρτοπετσέτα το αυτί μου από  τα σάλια  και πήγα για ύπνο.

Ήδη πρέπει νάχω κάνει εννιά χιλιάδες βήματα.

Οι καμπάνες τ’ αγιού χτυπάνε χαρμόσυνα.

Κάποιοι περνάνε με άρτο στα χέρια.

Τα  φώτα στην πλατεία είναι σβηστά για οικονομία.

Στην προηγούμενη κατοχή ήταν σβηστά για να μην τα βλέπουν τα αεροπλάνα.


Να μην ξεχάσω να πάρω μια μποτίλια  κονιάκ .

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

Μια Άννα που δεν άξιζε


Ένα από τα πλεονεκτήματα των μικρών πόλεων είναι ότι σχεδόν όλοι είναι επώνυμοι.

Δύσκολα κρατάς την ανωνυμία σου εδώ.

Αυτό για πολλούς που έχουν συνηθίσει στις μεγάλες πόλεις είναι κατάρα.

Μερικές φορές μπορεί να έχουν και δίκιο, παρόλο που δεν χάνουν την ευκαιρία να καταριούνται και την αποξένωση των μεγαλουπόλεων.

Στα μικρά χωριά αυτή η αυτονόητη  καθημερινή επαφή με τους ίδιους ανθρώπους πολλές φορές είναι αβάσταχτη και άλλες, πάλι,  είναι ευλογία.

Όταν πηγαίνω στο χωριό, μάλλον ψάχνω την ησυχία μου σε λάθος μέρος.

Είναι φορές που στο κατώι μου τα βράδια είναι μαζεμένοι διάφοροι γειτόνοι.

Μιλάνε ασταμάτητα.  Ενδιάμεσα θυμούνται τραγούδια. Έχει τύχει να με πάρει ο ύπνος στον καναπέ και να ξυπνήσω τα μαύρα μεσάνυχτα. Έχουν φύγει οι προηγούμενοι και έχουν έρθει άλλοι ,με το κρασί τους και τους και τον μεζέ τους.  Συνεχίζουν αδιαφορώντας πλήρως για την παρουσία της αφεντιάς μου.

Τους υπενθυμίζω να κλείσουν την πόρτα φεύγοντας και πάω για ύπνο.

Στις μικρές πόλεις είναι καλύτερα (η χειρότερα) τα πράγματα . Όλοι γνωριζόμαστε λίγο ως πολύ αλλά δεν ξενυχτάμε και στο σπίτι του άλλου αν δεν μας έχει καλέσει.

Έτσι λοιπόν είπα σήμερα μέρα πούναι να μιλήσω για μια αλλιώτικη Άννα της γειτονιάς.

Θυμάμαι την  Αννούλα από τότε που πήγαινε στο γυμνάσιο. Πέρναγε ζαλωμένη τη τσάντα της κάθε μέρα από μπροστά μου.

Από τότε ήταν ένα κορίτσι ασουλούπωτο. Χοντρούλα με καστανά μαλλιά, «ασύμμετρο» σώμα, αμίλητη και σκυφτή. Σου έδινε την εντύπωση ότι κάτι την απασχολούσε. Ήταν μονίμως βυθισμένη στις σκέψεις της.

Δεν θυμάμαι να με χαιρέτησε ποτέ.

Γνώριζα καλά μια καθηγήτρια της και μου είπε ότι ήταν η χειρότερη μαθήτρια με μεγάλη απόσταση από την αμέσως προηγούμενη.

Η Άννα τέλειωσε το γυμνάσιο με τα χίλια ζόρια.  Έψαξε για δουλειά στην γύρω περιοχή.
Δεν ήταν «εμφανίσιμη» και απέτυχε να προσληφθεί στο κυλοτάδικο , στο κατάστημα ρούχων , καθώς και στο «καφέ» της γειτονιάς.

Έβαψε τα μαλλιά της, έφτιαξε και τα φρύδια της, «τύλιξε» και έναν μεσόκοπο με καθαριστήριο ρούχων και έβγαζε κανένα εικοσάρικο που και πού.
 
Κάποια βραδιά που γύριζα σπίτι την είδα στην γωνιά να φιλιέται με ένα Αλβανόπουλο που έμενε με την οικογένεια του εκεί κοντά.

Βρήκε στο σκουπιδοντενεκέ μια χαλασμένη πλαστική φυσαρμόνικα με χρωματιστά πλήκτρα.

Κάθετε στο μπαλκονάκι ανάμεσα σε τέντες, καλώδια της ΔΕΗ και σαραβαλιασμένα αιρκοντίσιον και προσπαθεί να παίξει.

Η γριά από κάτω φωνάζει: «Σώνει ορη κοπέλα μας πήρες τα αυτιά!»

Έτυχε να γνωρίσω και την μάνα της . Δούλευε τότε στον Δήμο καθαρίστρια.

«Τι να κάνω με αυτήν την κοπέλα; …δεν κάνει για τίποτα. Μας κουβάλησε και ένα σκυλί. Δεν μας φτάνουνε τα βάσανά μας πρέπει να ταΐζουμε και το σκύλο τώρα! Ούτε το στόμα την δεν ανοίγει. Όλη μέρα είναι έτσι όπως τηνε βλέπεις.»

«Δεν το πιστεύω , κυρά Σοφία μου, γατί αν δεν αξίζει η Άννα τότε δεν αξίζει τίποτα.»


Με κοιτάει απορημένη.