Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Ένας πόνος στον ώμο.


 Ξυπνάω με έναν πόνο στον ώμο.

«Ο ανεμιστήρας»  σκέφτομαι καθώς στύβω  το τελευταίο ίχνος οδοντόκρεμας.

Μου πέφτει από τα χέρια το φλιτζάνι με τον καφέ.

«Υπόταση» σκέφτομαι.

Σφουγγαρίζω το πάτωμα κρατώντας  την ψυχραιμία μου  στην άκρη των δοντιών.

«Δες το θετικά..»  σκέφτομαι  «..θα μπορούσε να μην υπήρχε καφές και να έπρεπε να πάς πρωί -πρωί στο σούπερ μάρκετ».

Ντύνομαι και βγαίνω στην είσοδο της πολυκατοικίας.

Συναντάω τον Ανδρέα.

«Καλημέρα Αντρέα».

«Δεν γίνεται τίποτα..»  μου απαντάει  με μούτρα «…Θα μας καταστρέψουν τελείως οι πούστηδες».

«Ξύπνησε στραβά» σκέφτομαι.

Πάω να ανοίξω το εργαστήριο μου και βρίσκω απ έξω ένα γέροντα χωριάτη με ένα χασαπομάχαιρο στο χέρι.

«Τρόχισμα..»  σκέφτομαι  «..δύο ευρώ».

Θέλει να του βάλω ένα σιδερένιο στειλιάρι …είναι το «καλό»  του μαχαίρι ,   λέει,  ..σφάζει κότες.

Προσπαθώ υπομονετικά να του εξηγήσω ότι δεν γίνεται,  γιατί εάν κολλήσω σίδερο πάνω στην ατσαλένια λάμα θα μαλακώσει το ατσάλι και θα καταστραφεί το μαχαίρι .

Δεν θέλει να καταλάβει.

«Ξύπνησε στις τέσσερις και ήρθε από το Χλωμό . Δε βαριέσαι  γέρος άνθρωπος είναι»  σκέφτομαι.

Του  κολλάω το στειλιάρι.  Του παίρνω και πέντε ευρώ σαν εκδίκηση.

Κάποιος από το συνεργείο μοτοποδηλάτων απέναντι ρίχνει χριστοπαναγίες.

Μια νοικοκυρά βγαίνει στο Μπαλκόνι και του κάνει την παρατήρηση. 

Κάτι προσβλητικό της λέει και αναλαμβάνει ο άντρας της .

Απειλείται σύρραξη.

Εμφανίζεται στο βάθος ο μάρτυρας του Ιεχωβά που έχει βάλει σκοπό της ζωής του να με στείλει στον παράδεισο.

«Πότε θάρθει αυτή η συντέλεια του Κόσμου;»  ερωτώ κουρασμένα.

«Αντιπαρέρχεται την ειρωνεία και μου δίνει το «Ξύπνα» .

«Μέσα θα έχει και  βάλει και την «Σκοπιά» ως συνήθως »  Σκέφτομαι.

Ξαφνικά εμφανίζεται ο «Στρατηγός» με μια σιδερένια καρέκλα στο χέρι.

«Έσπασε το ποδάρι»  μου λέει.

«Πέντε ευρώ» του απαντώ.

Χρόνια στη χωροφυλακή ο «στρατηγός» . 

Έχει παράπονα από την κυβέρνηση.

«Όλοι ίδιοι είναι»  μου λέει.

«Είναι αλήθεια ...»  του λέω  «…τα καταφέρατε να σας μοιάζουν όλοι».

Παίρνω το μαντολίνο μου και κάθομαι στο ίσκιο.

Δεν προλαβαίνω να το κουρδίσω και  κοντοστέκεται ένα πρεζόνι  του ΟΚΑΝΑ.

«Μπαγλαμάς;» με  ρωτάει.

«Μπασαβιόλα» απαντώ σοβαρά.

Η ζέστη γίνεται αφόρητη. 

Τρώω μια ντοματοσαλάτα  και κατεβαίνω στην Ροβινιά  να περάσει το απόγευμα.

Στρώνω την πετσέτα μου  μπροστά στη Γράβα που έχει ίσκιο.

Πετάω βότσαλα στη θάλασσα. 

Εδώ αισθάνομαι ασφαλής.

Βάζω τα ακουστικά στα αυτιά μου .

Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ  απέναντι από την Παλιοκαστρίτσα.

«Volta  la carta e lui non c’e piu».

Ο  Ήλιος πέφτει  προς το Ότραντο.

Τίποτα δεν φαίνεται ικανό να ταράξει τη στιγμή.

Νοιώθω ένα χέρι να με σκουντάει.

«Από δω είστε;»

«Μάλιστα»  απαντώ ψύχραιμα.

«Αυτό το χωριό απέναντι ποιο είναι;»

«Οι Λάκωνες» απαντώ γλυκά.

«..Και γιατί το λένε έτσι;»

«Γιατί οι πρώτοι κάτοικοι του ήρθαν πρόσφυγες από την Λακωνία.»

«Από τη Λακωνία! Πώς έτσι;»

Σηκώνομαι και πέφτω στο νερό.

Απόλυτη διαύγεια.

Θάθελα να μείνω για πάντα στο βυθό σαν τον Κάπταιν Νέμο.

Οι Σπάροι μυρίστηκαν μια μικρή πληγή  στον αστράγαλο και μου επιτίθενται με μανία.

Βγαίνω.

«Ήρθαμε για μερικές μέρες ….μένουμε στην Φρεαττύδα… στον Πειραιά …ξέρετε….»

Ξέρω.

Ακολουθεί μια γλαφυρή περιγραφή της Φρεαττύδας  με πολυκατοικίες , απλωμένα βρακιά , κεραίες , αποξενωμένους γειτόνους  και την «ξακουστή»  μαρίνα της.

Ανάβουν τα πρώτα φώτα ψηλά στους Λάκωνες.

Πέρασε και ο Ιούλιος.

Ετοιμάζομαι να φύγω.

Θα γυρίσω από το λιβάδι του Ρόπα.

Είναι πιο ήσυχα από κει.


Αντέξαμε και σήμερα.

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

TRABUCCO

Έχω πέσει με τα μούτρα στο γράψιμο.

Με πείσανε ότι έχω μεγάλο ταλέντο (και υποχρέωση  ως εκ τούτου στην ανθρωπότητα).  
Πρέπει, λένε,  να γράψω μια όπερα που να αναφέρεται στην εποχή μας και στο δράμα μας.
Θα την ανεβάσει  σε παγκόσμια πρώτη το ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας.

Γράφω  κάθιδρος το λιμπρέτο και τις παρτιτούρες  ταυτοχρόνως.

Την ονομάζω Trabucco  (Τραμπούκο) .

Για να μην μπερδευτεί ο αναγνώστης  που κατοικεί σε περιοχές της χώρας που ήταν υπό τον Οθωμανικό ζυγό,  χρειάζεται να διευκρινίσω εξ αρχής ότι  ενώ αυτοί λέγοντας «Τραμπούκο» εννοούν κάποιον που καταφεύγει  διαρκώς στην χειροδικία , εμείς  οι επτανήσιοι (που ήμασταν sotto controllo Veneziano),   εννοούμε  αυτόν που δωροδοκεί για να κάνει κάποια παρανομία., «Τρα-Μπουκώνει»  δηλαδή κάποιον για κάποια  εξυπηρέτηση.

Το έργο εκτυλίσσεται σε τέσσερις πράξεις.

Η ουβερτούρα μοιάζει με τον Γουλιέλμο Τέλλο του Ροσίνι ως προς το ύφος. Έχουμε , δηλαδή, μια φαινομενικά ήσυχη μουσική εξέλιξη που μας οδηγεί σε ένα ξέφρενο  accelerando.

Η Υπόθεση εξελίσσεται ως εξής:

Ο Νικόλας ( κεντρικό πρόσωπο - βαρύτονος) ζει μια συνηθισμένα ξέφρενη ζωή. 
Έχει μια μικρή διαφημιστική προσωπική επιχείρηση και πουλάει «φύκια για μεταξωτές κορδέλες». 
Ταυτοχρόνως είναι και δημοτικός σύμβουλος της παράταξης που έχει την εξουσία της πόλης .
Ανεβαίνει διαρκώς στην υπόληψη της κοινωνίας μας εξαιτίας του δαιμόνιου τρόπου που διαχειρίζεται δύσκολες δημόσιες υποθέσεις.
Η χάραξη , για παράδειγμα,  ενός δρόμου κατά τέτοιο τρόπο που να εξυπηρετεί έναν διάσημο γιατρό,  είναι για αυτόν παιχνιδάκι.

Τραμπουκώνει και τον τραμπουκώνουν ασταμάτητα.

Φτάνει στο σημείο  να τροποποιήσει τα τοπογραφικά και ένα κομμάτι του (δημόσιου) δάσους να περάσει στην ιδιοκτησία του.

Θα φτιάξει , λέει, μια πισίνα κάτω από τα αιωνόβια δένδρα για να έχει ίσκιο. «Αξιοποιεί την περιοχή»…..«Αλλιώς θα είχε πνιγεί από τσι βατσουνιές».

Στην δεύτερη πράξη η γυναίκα του η  Νίνα (μέτζο Σοπράνο) δουλεύει σε μια δημόσια υπηρεσία διορισμένη με έναν ανεξήγητο τρόπο. 
Τον ακολουθεί ταπεινά χωρίς να ανακατεύεται στις υποθέσεις του.

Η  Γκόμενα του  Λουτσίντα (Σοπράνο)  φοράει ένα κολλητό κοντό φόρεμα που όλο ανεβαίνει και όλο κάνει ότι το κατεβάζει και ένα αδιόρατο βρακί που αγόρασε από γνωστό κυλοτάδικο της Γεωργίου Θεοτόκη . 
Χορεύει πάνω στα τραπέζια της «Εκάτης»  τα βράδια ενώ ο Νικόλας ανοίγει σαμπάνιες και πετάει Γαρδένιες.
Αργά την νύχτα τραγουδούν αγκαλιά στο μικρόφωνο συγκινημένοι Πάριο και «..Μου κρατούσες το χέρι στα λασπόνερα, βοηθά Παναγιά μου και μη χειρότερα».

Ξαφνικά ο Νικόλας ανακαλύπτει το χρηματιστήριο και αλλάζει εντελώς η ζωή του. 
Ξημεροβραδιάζεται σε  χρηματιστηριακά γραφεία που ανοίγουν σαν τους μυκάνους (μανιτάρια) στην πόλη μας. 
Αγοράζει «Κλωστήρια Ναούσης» και οι μετοχές του ανεβαίνουν ραγδαία. Πιστεύει ακράδαντα  ότι είναι πολύ έξυπνος και πετυχημένος και ότι όσοι  διαδηλώνουν στους δρόμους είναι αποτυχημένοι και ανίκανοι να αρπάξουν την ευκαιρία.

Στην Τρίτη πράξη το χρηματιστήριο καταρρέει, τα κλωστήρια Ναούσης μετακομίζουν στην Βουλγαρία  και ο Νικόλας χάνει τα λεφτά του.

Σαν να μην έφτανε αυτό  πιάνει μια πυρκαγιά που μετατρέπει σε κόλαση όλη την περιοχή που είναι το σπίτι του. Οι φλόγες καίνε την μερσεντές του και μαυρίζουν την μια πλευρά του σπιτιού του.

Πηγαίνει στα δικαστήρια για να αποζημιωθεί κρατώντας ως πειστήριο τις λιωμένες αλουμινένιες ζάντες της Μερσεντές.

Βγάζει από έναν αχυρώνα του πατέρα του ένα παλιό Οτομπιάνκι γεμάτο άχυρα , δένει με σύρμα στη σχάρα  μια ντουντούκα και γυρνάει στους δρόμους καλώντας  τους χωριανούς σε συνέλευση για να διεκδικήσουν όλοι μαζί αποζημιώσεις.

Απελπισμένος  κλείνει το μαγαζί , πουλάει τα έπιπλα κοψοχρονιά , καταθέτει τα χαρτιά στην εφορία, ξενοικιάζει την μυστική γκαρσονιέρα της Λουτσίντα  και επιστρέφει στο χωριό να κάνει τον αγρότη.

Στην τέταρτη πράξη η επιστροφή μοιάζει με την επιστροφή των δούλων στο Nabucco (μια όπερα ενός Ιταλού που μου διαφεύγει το όνομα του). 
Μπροστά πηγαίνει στον ανήφορο προς το χωριό ο Νικόλας , μερικά βήματα πίσω ακολουθεί η Νίνα (που τις έχουν πετσοκόψει το μισθό) και ακολουθεί η Λουτσίντα με μπόλια . Τραγουδούν όλοι μαζί  « O! Mia patria si bella e perduta , o! Membranza si cara e fatal».

Ο Νικόλας με τρίτσα (ψάθινο καπέλο) και ψεκαστήρα στην πλάτη γίνεται αγρότης. Βγάζει και μια θεωρία σύμφωνα με την οποία είναι ανεξάρτητος γιατί ότι θέλει του το προσφέρει η μάνα Γής.

Σύντομα διαπιστώνει ότι, με το ευρώ,  η καλλιέργεια της τομάτας  είναι εντελώς  ασύμφορη.

Του φορολογούν αγρίως, συν τοις άλλοις, και το κομμάτι δάσους που έκλεψε.

Στην τελευταία σκηνή  του δράματος βγάζει την καραμπίνα να πυροβολήσει έναν Ιταλό τουρίστα που του τρώει τα σύκα.

Η Λουτσίντα τρομαγμένη του κατεβάζει  το ντουφέκι και πυροβολεί το ποδάρι του.


Τον πάνε στο νοσοκομείο αλλά εν τω μεταξύ το έχει κλείσει ο Άδωνις και τόνε στέλνουν με  C 130 στα Γιάννενα.

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Ερημιά


Στις διαδηλώσεις ο Θοδωρής  φώναζε στην πρώτη γραμμή.

Ένα συνηθισμένο αυτί  δεν μπορούσε να διακρίνει κάποια διαφορά ανάμεσα σε τόσες φωνές.

Συνήθως όποιος φώναζε πιο  δυνατά ήταν σαν να έλεγε: «Εγώ είμαι ο κυρίαρχος εδώ».

Μπορεί να μιλούσαν για «συνεργασία», για «συντονισμό» , για «συνύπαρξη», για «συμμαχία» αλλά ήταν έτοιμοι να συμπληρώσουν … «με την προϋπόθεση, βεβαίως ,  ότι εγώ θα είμαι ο κυρίαρχος».

Η «συλλογικότητα» καταντούσε το άλλοθι του πιο ανόητου εγωκεντρισμού.

Αλλά και αυτοί που την ξόρκιζαν δικαιολογούσαν την ανικανότητα τους να συμ-βιώσουν.

Μου  έλεγε ένας παλιό μαέστρος στο χωριό μου ότι : «είναι πιο εύκολο να μάθεις βιολί από το να μάθεις να ζεις με τον άλλο».

Στις διαδηλώσεις ο Θοδωρής φώναζε μαζί με τους άλλους  αλλά η φωνή του  ξεχώριζε. Είχε παράπονο, είχε αγωνία , είχε πόνο.

Άκουγα και με το μυαλό μου αφαιρούσα τους ανθρώπους  , τα αδέσποτα σκυλιά, τα αυτοκίνητα και τα πουλιά.

Έμενε μόνο ο Θοδωρής να φωνάζει στην μέση της ερημιάς.

Και όπως λένε αυτοί που κατέχουν τα μυστικά της ψυχής , η ερημιά είναι  ανίκητη. Έχει συντρίψει τόσους και τόσους.

Αρκετά χρόνια αργότερα   γνώρισα την Χριστίνα.

Σπούδαζε και αυτή στην ίδια σχολή που πριν μερικά χρόνια ήταν φοιτητής και ο Θοδωρής. Ήταν μια μικροκαμωμένη και αδύνατη κοπέλα από τα Γιάννενα που περνούσε πάντα απαρατήρητη.

Παρόλο που ήταν κοντή φορούσε ίσια παπούτσια .
Δεν βαφόταν σχεδόν καθόλου.
Φορούσε κάτι φορέματα μέχρι το γόνατο που θεωρούταν παλιομοδίτικα.
Κανείς δεν τις έδινε ιδιαίτερη σημασία.
Την θυμόταν όλοι στις φοιτητικές εκλογές .
Ελάχιστες φορές είχε έρθει σε διαδηλώσεις.

Αγαπούσε τον τόπο της και ανυπομονούσε να τελειώσει την σχολή και να γυρίσει πίσω.

Ένα βράδυ βρεθήκαμε με μια παρέα συμφοιτητών της στην πάνω πλατεία.

Οι συνήθεις φωνακλάδες συναγωνιζόταν στην δημιουργία θορύβων.

Οι συνήθεις «ατημέλητες φοιτήτριες» προσπαθούσαν να καταχτήσουν την καρδιά του καλύτερου θορυβοποιού.

Η Χριστίνα καθόταν στο τελευταίο σκαλί μόνη και αμίλητη.

Κάποια στιγμή , αργά τη νύχτα, έφυγαν οι φωνασκούντες για κάποιο μπαρ.

Μείναμε με την Χριστίνα στα σκαλιά.
Μου μιλούσε με πάθος για τα Γιάννενα και για την βαθιά ψυχή της Ηπείρου.

Τραγουδούσε στην χορωδία  κάποιου  συλλόγου  τα πολυφωνικά τραγούδια του τόπου της.
Εκεί έμαθα τα περισσότερα από όσα ξέρω για το πολυφωνικό τραγούδι.

Της είπα να τραγουδήσει  ένα κομμάτι για να καταλάβω περί τίνος επρόκειτο.

Στάθηκε απέναντί μου , κοντά στο πάρκο, σε απόσταση αρκετών βημάτων (είχε , έλεγε , σημασία).

Άπλωσε τα χέρια της και γύρισε  τις παλάμες  προς τα πάνω.
Κοιτούσε ψηλά και τραγουδούσε:

«Την ημέρα δεν κοιμούμαι
Και το βράδυ περπατώ…»

Έμοιαζε με Δερβίση  η με Ιέρεια κάποιας πανάρχαιας και ακατανόητης τελετής.

Ανατρίχιασα.

Τραγουδούσε στην ερημιά .

Μάλλον δεν υπολόγιζε ούτε την δική μου παρουσία.

Και όπως λένε αυτοί που κατέχουν τα μυστικά της ψυχής , η ερημιά είναι  ανίκητη. Έχει συντρίψει τόσους και τόσους.

Θάθελα , λέει νάμουνα ένας παράξενος θεός.
Να δούλευα ασταμάτητα της νύχτες πάνω στον πάγκο μου με μεγεθυντικούς φακούς και με παράξενα μικροσκοπικά εργαλεία.
Να έκανα λεπτές , μικρές αδιόρατες συνδέσεις.
Να συνδέω  Θοδωρήδες και Χριστίνες .


Δεν  μπορεί!  Κάποιος τρόπος πρέπει να υπάρχει για να νικήσουμε την ερημιά.

Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Ο Γιάννης και η Παναγία η Μυρτιδιώτισσα


 Μια φορά και έναν καιρό ένας βοσκός στα Κύθηρα  (που ποτέ δεν θα τα δούμε) βρήκε μια εικόνα της Παναγίας μέσα στις μυρτιές.

Η ανακάλυψη ενέπνευσε πολλούς αγιογράφους.

Έτσι αποκτήσαμε πλήθος από  εκκλησιές και μοναστήρια της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας ανά την χώρα .

Ένα τέτοιο «Μαναστήρι» (που έλεγε και η Νόννα μου η Βανθία) υπάρχει σε μια απόκρημνη περιοχή κάτω από τον Πέλεκα.

Είναι σχεδόν άγνωστο στους πολλούς.

Όλοι γνωρίζουν την μαγική παραλία της «Μυρτιώτισσας».

Την δεκαετία του εβδομήντα η παραλία ήταν άντρο των απανταχού γυμνιστών.

Ποιός χίπις, όμως,  άφηνε τα «κάλλη» της παραλίας για να πάει να δει το μοναστήρι.

Αργότερα μας τελείωσε ο γυμνισμός και μπήκαμε στην εποχή του νεοπλουτισμού, της Μπεμβέ , της γαρδένιας και του «Κορφού μπαι ναιτ».

Ποιός τρελός θα να κατέβαινε σε αυτές τις ερημιές .

Επειδή ,όμως, οι τρελοί ουδέποτε έλειψαν από τον τόπο μας , μια δράκα αμετανόητων  συνεχίσαμε να κατεβαίνουμε τις απότομες πλαγιές της.

Οι περισσότεροι σταμάταγαν στην παραλία . Εγώ με τον Παναγιώτη συνεχίζαμε και μέχρι το μοναστήρι.

Στην παραλία χωριστήκαμε σε δύο «τάσεις». Οι γυμνιστές ήταν από την μια μεριά και εμείς οι «ξενέρωτοι» από την άλλη.

Εκεί συναντούσα ενίοτε τον φίλο μου το Γιάννη.

Αριστερός γυμνιστής  , αγωνιστής του «μαζικού  λαϊκού κινήματος»  και αντικομφορμιστής μέχρι θανάτου.

Τόνε διαγράψανε από το  κουκουέ όταν πήγε να τόνε επισκεφτεί  στο σπίτι ένας  βαρύς καθοδηγητής ηπειρώτης από τα Γιάννενα.

-«Από δω η γυναίκα μου και από δω η γκόμενά μου»  έκανε τις συστάσεις ο Γιάννης στον βλοσυρό μυστακοφόρο  ηπειρώτη καθοδηγητή.

Ένα απόγευμα εκεί που απολάμβανα με κλειστά τα μάτια τον εξασθενημένο ήλιο ξαπλωμένος στην αμμουδιά της Μυρτιώτισσας  ακούω κάποιον να με καλεί.

Ανοίγω τα μάτια και βλέπω πάνωθε μου δύο τεράστια ηλιοκαμένα αρχίδια.

-«Γιάννη εσύ;»
-«Μπα! Με κατάλαβες;» μου λέει.
-«Ξεχνιούνται τέτοιες φυσιογνωμίες ;» απαντώ.

Άρχισε να μου λέει  διάφορα για κάποιο «συνέδριο»  και για κάποια «μάχη εκλογής αντιπροσώπων» που έπρεπε να δοθεί.

Τον  διακόπτω.

-«Γιάννη,  σε παρακαλώ, μπορείς να κάνεις λίγο στην άκρη τα αρχίδια σου γιατί μου κρύβεις το ηλιοβασίλεμα;».

Μ άρεσε πάντα να πειράζω το Γιάννη.

Μια φορά κάποιος είχε την ιδέα να φέρει έναν καθηγητή εξ Αθηνών  στην  Μυρτιώτισσα. Είχε έρθει για κάποια διάλεξη και τόνε έφερε να του δείξει τις ομορφιές του νησιού.

Έτσι ο Κύριος  Καθηγητής  με άσπρο κοντομάνικο πουκαμισάκι, σκούρο παντελόνι με τσάκιση και σκαρπίνι  βρέθηκε  στην αμμουδιά της αμαρτίας απέναντι στον  ολόγυμνο  Γιάννη.

Άνετος ο  Γιάννης τούκανε διάφορες επιστημονικές ερωτήσεις με ύφος σοβαρό.

Η απόλυτη σουρεαλιστική εικόνα.

Δυστυχώς τότε δεν υπήρχαν ακόμα κινητά με  κάμερα.

Βρίσκω ένα μήνυμα στο κινητό μου.

Ο Γιάννης που δεν μεγάλωσε ποτέ.

Θέλει λέει να βρεθούμε για «κάτι σοβαρό».

Μπορώ να μην πάω;


Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Πάντα σε χαρές!


 Ουδέποτε υπήρξε ένας κόσμος του ενός πόλου.

Για παράδειγμα,  η χαρά και λύπη ενυπάρχουν αλληλοδιαδεχόμενες στην ζωή μας.

Ναι! Πάντα επιδιώκεις την χαρά.

 Έχεις , όμως συμβιβαστεί με την ιδέα ότι δεν μπορεί να υπάρχει μια κατάσταση με σκέτη χαρά.
Θα ήταν αδιανόητο νομίζω .
Σίγουρα θα ήταν αφόρητο.

Δεν ξέρω …μια κουβέντα λέω.

Έλεγε ο Βιτσένζο Κορνάρος στο ποίημα του  «Ερωτόκριτος και Αρετούσα»:

 «Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου
Και του τροχού π΄ωρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου»

Έτσι λοιπόν, με αυτές τις σκέψεις,  βρίσκομαι στην αίθουσα αναμονής «αφίξεων εσωτερικού» του αεροδρομίου της Κέρκυρας  άγρια χαράματα να περιμένω δύο απίστευτα δίδυμα πλασματάκια  που έρχονται από την πρωτεύουσα.

Οι δίδυμες ανιψιές  μου μόλις κατεβαίνουν από το αεροπλάνο της γραμμής.

Τις αναγνωρίζω  πίσω από τις τζαμαρίες.
Έχω να τις δω από την βάφτιση.
Αν δεν είχα δει φωτογραφίες δεν θα τις γνώριζα.

Η Ιουλία έρχεται και στέκεται  μπροστά μου  σε στάση προσοχής και με κοιτάζει ολόισια στα μάτια.

Σκύβω και την παίρνω αγκαλιά.

Βγάζει μια απίστευτης οξύτητας μακρόσυρτο ήχο.
Ταράζεται όλο το αεροδρόμιο.
Πρέπει να είναι κάποιο «Λά»  πέντε οχτάβες  πάνω με συνεχή παρεστιγμένα και διαζεύξεις.

Λίγο ακόμα και   θα περνάγαμε  στον κόσμο των υπερήχων.

Οι σάλπιγγες της Ιεριχούς.

Με μερικά φιλιά σταμάτησε.

Αρχίζουν οι καλοκαιρινές διακοπές της Ιουλίας και της Βασιλικής και  ένας  ατελείωτος  και ευχάριστος  αγώνας δρόμου των υπολοίπων μας  ακατόπι τους.

Το σπίτι μετατρέπεται , όλο με μίας,  σε τοπίο που θυμίζει το Enemy at the Gates και την μάχη του Στάλιγκραντ .

Σηκώνομαι να πάω  να πιώ νερό στις τρείς τα ξημερώματα και στο διάδρομο σφηνώνεται το ποδάρι μου σε ένα γιογιό  αεροδυναμικού σχήματος.

Ξαπλώνω στον καναπέ να  κοιμηθώ  και  αισθάνομαι κάτι κρύο  και μαλακό στην ραχοκοκαλιά μου.

Έχω ξαπλώσει πάνω σε ένα κομμάτι  κολοκυθόπιτα.

Σκοντάφτω στο σαλόνι πάνω σε γαϊδάρους, ελέφαντες , τίγρεις και ρινόκερους.

Πάω προς την τουαλέτα και  νομίζω ότι βρίσκομαι  στην αναμονή  της Εθνική τράπεζας.

Κανονικά έπρεπε να έχουμε μηχάνημα με κουπόνια.

«Νο 490 , χρόνος αναμονής περίπου 1 ώρα και 25 λεπτά».

Φεύγεις κάνεις τα θελήματά σου και ξαναέρχεσαι εγκαίρως.

Ήρθε επιτέλους η σειρά μου.

Κάθομαι στην τουαλέτα και με κοιτάζει πάνω από το πλυντήριο ένας αγριεμένος πράσινος κροκόδειλος  με ανοιχτά τα τρομερά του σαγόνια.

Ίδιος ο Βενιζέλος στην Κρήτη.

Γνωρίζω καινούργιους κόσμους.

Σπρώχνω κούνιες στην παιδική χαρά της Γαρίτσας  μεσούσης της οικονομικής κρίσης και γνωρίζω νεαρές μπέιμπι σίτερ  με ενδιαφέρουσες απόψεις  για την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου (και με ενδιαφέρουσα θερινή περιβολή).

Βγάζω τα τερατάκια βόλτα και  στα μισά του δρόμου η Βασιλική θέλει τα άσπρα παπουτσάκια που φοράει  η Ιουλία.

Επιστρατεύω την πολύχρονη  πολιτική μου εμπειρία  προκειμένου να επιτύχω έναν έντιμο συμβιβασμό.

Συνεχίζουμε τον περίπατο.

Είναι και οι δύο ευχαριστημένες με  ένα παπούτσι κόκκινο και ένα άσπρο η κάθε μια.

Εβδομάς πρώτη «Όλα βαίνουν καλώς».

Είμαι ακόμα αρτιμελής.


Έχω γλυτώσει με μια κλωτσιά στο μάτι, μια πιρουνιά στο μάγουλο και μια μαχαιριά στην πλάτη.


Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Η Τραμπάλα

Είχα μια παιδική φίλη που την έλεγαν Μαίρη.

Μαζί περάσαμε  σχεδόν όλο το δημοτικό.

Η Μαίρη είχε ξανθά μαλλιά .

Παραδόξως της τα κόβανε κοντό καρέ.

Η Μαίρη έδειχνε να με αντιπαθεί και να με ανταγωνίζεται.

Προσπαθούσα να την καλοπιάνω ματαίως .

Μου άρεσε αλλά έκανε ότι ήταν δυνατόν για να την αντιπαθήσω.

Παρόλα αυτά συνέχεια μαζί είμαστε.

Κάτι συνέβαινε και ανάμεσα σε δεκάδες παιδιά βρισκόμαστε πάντα δίπλα- δίπλα.

Θυμάμαι τα καλοκαίρια στην παιδική χαρά όταν κάναμε τραμπάλα έκανε ότι μπορούσε για να καθίσει κάτω με το βάρος της και να με κρατήσει ψηλά.

Έτσι αισθανόταν ότι με νικούσε.

Πολλές φορές την άφηνα να με νικήσει.

Έτσι όταν έβαζε τα δυνατά της να καθίσει κάτω με το βάρος της , μετά από λίγο  το παιχνίδι έχανε το νόημα του και  άφηνε μόνη της να συνεχιστεί η ταλάντευση.

Εγώ πάλι είχα, από τότε,  μια εμμονή με την «απόλυτη εξισορρόπηση».

Πίστευα ότι το ζητούμενο  (και πιο δίκαιο) θα ήταν να ισορροπήσουμε στην μέση.

Ακόμα όμως , και τότε που νόμιζα ότι το κατάφερνα, το παιχνίδι έχανε ξανά το νόημα του.

Έτσι συνεχίζαμε καυγαδίζοντας ασταμάτητα μέχρι που βγάλαμε το δημοτικό.

Πέρασαν τα χρόνια και η μικρή Μαίρη αποκήρυξε τους Ολύμπιανς , κατέβασε από τους τοίχους του δωματίου της τις φωτογραφίες τους  , σοβαρεύτηκε , κόλλησε στη θέση τους  αφίσες  του Τζίμ Μόρισσον και ασπάσθηκε τους Doors.

Με τούτα και με κείνα μεγαλώσαμε επιτέλους.

Η Μαίρη δεν έγινε επιτυχημένη επιχειρηματίας , η αυστηρή δασκάλα  (όπως φανταζόμουνα).

Πέθανε μερικά χρόνια αργότερα  (όπως δεν θα μπορούσα να φανταστώ).

Ένα βράδυ μόλις τελείωσα έναν από τους συνηθισμένους λόγους μου περί μιας «απολύτως ισορροπημένης και δίκαιης κοινωνίας», με πλησίασε ένας παλιός συμμαθητής και μου είπε ότι η Μαίρη πέθανε από «υπερβολική δόση».

Δεν άντεξα να πάω στην κηδεία.

Αυτές τις μέρες θα έρθουν οι μικρούλες δίδυμες ανιψιές μου για καλοκαιρινές διακοπές.

Έχουν αρχίσει να περπατούν και να μιλάνε.

Θα τις πάω στην παιδική χαρά.

Θα τους εξηγήσω τους κινδύνους  που θα αντιμετωπίσουν (ιδιαίτερα στην τραμπάλα).

Μου λένε ότι είναι νωρίς ακόμα για να καταλάβουν.

Έτσι λοιπόν τα γράφω εδώ με την ελπίδα ότι θα τα βρούνε όταν  θάμαι  (οπωσδήποτε)  στον παράδεισο.

Κάπου εκεί  (τρίτο παγκάκι δεξιά όπως μπαίνουμε από την πύλη) θα είναι  και η Μαίρη.

Επειδή  (καθώς λένε αυτοί που ξέρουν)  στον παράδεισο απαγορεύονται οι ερωτικές περιπτύξεις  με την απειλή της αποβολής, θα συζητάμε για το νόημα της αθανασίας .

Άλλωστε το ζήτημα του νοήματος της ζωής , νομίζω  το έχουμε εξαντλήσει ήδη.

Αν συνεχίζει να ακούει Doors , λέω να την μυήσω και στα  Windows.

Αυτά δεν τα πρόλαβε.


Ίσως μάλιστα να ανακαλύψω και κάποια άλλη ακλόνητη αλήθεια  και να εκφωνώ  πύρινους λόγους  προς τους καθήμενους  των διπλανών παγκακιών «για μια απόλυτα ισορροπημένη κοινωνία του κόσμου της  αθανασίας». 

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν

Ο Μικρός Μιχάλης γεννήθηκε με κινητικά προβλήματα.

Πολλοί άνθρωποι έχουν εμφανή η αόρατα προβλήματα.

Μακάρι να μπορούσαμε να φτιάξουμε μια επιχείρηση κατασκευής και εμπορίας μαγικών ραβδιών που να διόρθωναν τα πάντα .
Να πωλούνται στα ράφια των σούπερ μάρκετ «τα δύο μαγικά ραβδιά στην τιμή του ενός». 

Ο Μικρός Μιχάλης περιμένει πως και πώς για να κάνει τα μπάνια του στην θάλασσα.

Όταν μπαίνει στην θάλασσα  γίνεται ένα θαύμα και κολυμπάει κανονικά.

Οι ειδικοί λένε ότι μέσα στο θαλασσινό νερό ανασύρονται μνήμες από το απώτατο παρελθόν μας.

Το ίδιο , λένε , συμβαίνει και όταν τον ανεβάζουν  στο άλογο.

Ο Μικρός Μιχάλης  κινδυνεύει φέτος να μην πάει στην θάλασσα.

Μεγάλωσε και δεν μπορούν να τον ανεβάσουν τα σκαλιά της αυλής για  να βγει στο δρόμο.

Έτσι λοιπόν , μια ομάδα αποφασισμένων εθελοντών κομάντος ,  αναλάβαμε να κατασκευάσουμε ένα σιδερένιο  τελεφερίκ που θα ανεβάζει τον Μιχάλη στο δρόμο.

Εκτυπώθηκαν τα σχέδια και οι μελέτες , κουβαλήθηκαν τα υλικά ,  φέραμε τα κατάλληλα εργαλεία και άρχισε η κατασκευή με τις οδηγίες του μηχανολόγου της ομάδας.

Μια κεκλιμένη σιδηροδρομική γραμμή μήκους  14 μέτρων  θα τοποθετηθεί στην άκρη του δρόμου  μέχρι κάτω στην αυλή,  για να ανεβαίνει  ένα βαγονέτο πάνω στο οποίο θα βρίσκεται ο μικρός Μιχάλης με το καροτσάκι του.

Δουλεύουμε ασταμάτητα κάτω από τον ήλιο .

Η ομάδα συνεργάζεται άψογα.

Ο Γιάννης  ο μηχανολόγος , ο έχων το γενικό πρόσταγμα.
Η αφεντιά μου ως  αρχιμάστορας και ηλεκτροσυγκολλητής.
Ο Άκης και ο Σπύρος  ως βοηθοί  μαστόρου.
Ο Αντρέας ο μεγάλος ως ηλεκτρολόγος.
Ο Στράτος , η Μαριάνα,  ο μικρός Ανδρέας και ο  Μιχάλης  ως εργάτες.

Πρέπει να τοποθετήσουμε την σιδηροδρομική γραμμή πριν νυχτώσει.

Αύριο θα συνεχίσουμε τις υπόλοιπες εργασίες.

Κολλάω τις σιδηροτροχιές.

Δίπλα μου ο μικρός Ανδρέας με τροφοδοτεί με ότι εργαλείο χρειάζεται.

Σε μια στιγμή  λέει σιγά σαν να μονολογεί:
-« Τόσος κόπος  για τον Μιχαλάκη!»

Σταματάω για λίγο.

Είμαι κουρασμένος και δεν βλέπω καλά από τον ιδρώτα .

Το ερώτημα είναι σοβαρό.

Του εξηγώ ότι ο Στήβεν Χώκινς δεν είναι περισσότερο ξεχωριστός από τον καθένα μας.
Το ίδιο και ο Μιχαλάκης.
Τον κόπο δεν τον κάνουμε επειδή έχει ανάγκη αυτός αλλά επειδή έχουμε εμείς  απόλυτη ανάγκη   να παραμείνουμε άνθρωποι  ακόμα και στην πιο σκληρή και σκοτεινή εποχή.

Χαμογέλασε κοιτώντας αλλού ο μικρός Ανδρέας.

Θα διαβάσει ξανά , λέει, ένα παραμύθι που τούγραψα κάποτε, όταν ήταν πολύ μικρός,  και δεν καταλάβαινε  τότε τι ήθελε να πει.

Το παραμύθι είχε τίτλο:  «Η μαγεμένη πυγολαμπίδα και ο άπιστος Ανδρέας»

Μπορεί να το διαβάσει και ο Μιχαλάκης και τον Αύγουστο που θα συναντηθούν  ίσως το συζητήσουν.