Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Γουρούνια στον άνεμο.


 Η Θεσσαλονίκη έκανε σχεδόν τα πάντα για να με κάνει να την μισήσω.

Δεν τα κατάφερε ακόμα.

Κάθε που πέρναγα το κατώφλι της ,  κάθε που  οι μπροστινοί τροχοί πέρναγαν τις ράγες του σιδηρόδρομου ,  ένοιωθα ένα σφίξιμο στο πέτο.

Κολλάω το πρόσωπό μου στο τζάμι του «τριανταένα» .

Εναλλάσσονται  μπρός μου με ταχύτητα,  ερειπωμένα εργοστάσια,   ινστιτούτα αισθητικής , ταμπέλες εκπτώσεων,  αίθουσες  γυμναστηρίων ,  κουρασμένα βήματα, άδεια βλέμματα, άδειοι δρόμοι  και φορτωμένα  καροτσάκια ρακοσυλλεκτών.

Ακολουθώ την «Μέθοδο Νικολαΐδη».

Κλείνω σφιχτά  τα μάτια. 

Αιωρούμαι στις χειρολαβές και διασχίζω ένα δάσος με  τεράστιες βαλανιδιές.

Κατηφορίζω μια πλαγιά με αγριοκαστανιές  και κυπαρίσσια, …και ξαφνικά μπροστά μου… η φοβερή πλατεία Καμάρας μέσα στο λιοπύρι.

Γουρούνια στον άνεμο.

Οι σόλες μου κολλάνε στην καυτή και μαλακή άσφαλτο.

Φοβάμαι ότι  αν μείνω ακίνητος θα με ρουφήξει.

Μετράω μια - μια τις πλάκες των έρημων πεζοδρομίων της φιλοσοφικής.

Παλεύω να προσανατολιστώ στους διαδρόμους του νοσοκομείου.

Αργόσυρτα  βήματα με νυχτικό  και ορό  στο χέρι.

Βιαστικά φορεία.

Αγχωμένοι και απλήρωτοι γιατροί που «παίζουν για τη φανέλα».

 Κουρασμένοι συνοδοί στους πάγκους με τα χαρτιά των εξιτηρίων στα χέρια .

Οι κοτσυφοί  να  τσακώνονται  ασταμάτητα στα  πεύκα της αυλής …και η γάτα που προσπαθεί να ξεδιψάσει από την σταγόνα της βρύσης.

Αλήθεια; Τι γυρεύουν τόσοι κοτσύφοι  εδώ; ..και γιατί αδιαφορούν τόσο επιδεικτικά για τα δράματα των ανθρώπων;

Ξανά στο «Δέκα» προς Χαριλάου.

Νυχτώνει.

Χτυπάει η καμπάνα του Αγίου Νικολάου.

Στα μπαλκόνια αλυχτάνε σκυλιά και στους δρόμους σέρνουν τα βήματα τους άστεγοι.

Με περιμένει η Χρυσούλα στην πόρτα με τις παντόφλες στο χέρι.

Η Χρυσούλα που με βλέπει πρώτη φορά και με υποδέχεται σαν γιό της.

Η Χρυσούλα με τα κεφτεδάκια να μοσχοβολάνε δυόσμο.

Η Χρυσούλα με τον , πάντα έτοιμο, καφέ στο δίσκο ,στο σωστό φλιτζάνι και με τις σωστές αναλογίες.

Η Χρυσούλα  των «αλλαντικών»  του Μαρινόπουλου που μεγάλωσε με πολύ κόπο τα παιδιά της.

Η Χρυσούλα που θα σκουπίσει όταν έχω πλέον φύγει γιατί «το έχει σε κακό να σκουπίσει τώρα».


Η Χρυσούλα που δεν με αφήνει να μισήσω αυτήν την πόλη.

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Τι γυρεύω εγώ σ΄αυτούς τους βάλτους;


 Αναλάβαμε την περίφραξη του ραδιοφωνικού σταθμού με το μέτρο.

Θα δουλεύαμε πέντε άτομα  χειμωνιάτικα για να περιφράξουμε μια απόσταση 2.536 μέτρων, τα περισσότερα μέσα στο βάλτο.

Φορούσαμε γαλότσες κυνηγητικές μέχρι τη μέση και χοντρά δερμάτινα γάντια.

Οι δύο πήγαιναν μπροστά και ξεδίπλωναν το συρματόπλεγμα , οι άλλοι δύο από πίσω το σήκωναν στους πασσάλους και ο  τελευταίος το έδενε.

Ανάμεσα μας αναπτύχθηκε μια σχέση  που, νομίζω δεν είχε να κάνει με κάποια  ακατανόητη «αύρα» η κάποιου είδους «ενέργεια» ανάμεσα μας, όπως συνηθίζεται να λέγεται σε συζητήσεις στα χειμωνιάτικα σαλόνια. 

Κατανοούσαμε  τον κόπο του άλλου και  ο καθένας την ανάγκη  όλων μας να βγούμε επιτέλους μέσα από το βάλτο.

Στο νησί μας βρέχει πολύ συχνά. Βρέχει από πάνω , βρέχει από τα πλάγια και μερικές φορές βρέχει και από κάτω.

Όταν έβρεχε δεν γινόταν να τα παρατήσουμε και να πάμε κάπου να περιμένουμε να σταματήσει η βροχή. Η απόσταση ήταν μεγάλη και δύσκολα την περπατούσες με το νερό μέχρι πάνω από τα γόνατα.
  
Έβλεπα μέσα από τους καλαμιώνες τα φώτα του ραδιοφωνικού σταθμού και θυμόμουν τα λόγια του πατέρα μου.
Είχαν πάει με την χορωδία να ηχογραφήσουν  και «μπούκωναν» τα μικρόφωνα.
Βγήκαν στο πίσω μέρος να ηχογραφήσουν σε ανοιχτό χώρο αλλά κάθε που ξεκίναγαν το τραγούδι μαζί τους ξεκίναγε και ένα βατράχι.

Στα αρχεία του σταθμού μάλλον θα υπάρχει και η φωνή του πατέρα μου καθώς και εκείνο το βατραχάκι που είχε την αποκοτιά  να περιγελά και να διακόπτει τις συναυλίες των ανθρώπων.

Νάμαστε πάλι τώρα μπροστά στον σταθμό ξανά.

Ένα πανό στην είσοδο  απαιτεί  «Ανοιχτό ραδιόφωνο σε όλους» .

Χαμογελάω. 
Ελπίζω να μην μας ζητήσουν να βγάλουμε την περίφραξη.

Περιδιαβαίνω και βλέπω γνωστά πρόσωπα. Βιαστικές ματιές , μικρά χαμόγελα, ανησυχία.

Μοιάζουν με πρόσωπα ενός μουσικού βιντεοκλίπ που αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο  στον ρυθμό και στον χρόνο της μουσικής.

Η Μαρία που πρέπει να βγει γρήγορα στον «αέρα».
Γράφει βιαστικά στον υπολογιστή. Ξαφνικά σταματάει και μονολογεί κοιτάζοντας αφηρημένα και αμήχανα  την οθόνη:
«Σαν να «καλύπτω θέμα»… το «θέμα» κάποιων άλλων.
Μικρές κόκκινες τριχούλες  απλώνονται σιγά - σιγά στα μάτια της  και βουρκώνουν .
Το  δάχτυλό της  παίζει αμήχανα με το ποντίκι.

Στον καναπέ του διαδρόμου η Διαμάντω ,η Κύπρια ,«με την κοιλιά στο στόμα», κοιτάζει στην τηλεόραση το ΡΙΚ να αναμεταδίδει ΕΡΤ. 
Τα ύστερα του κόσμου!
 Με κοιτάζει  με τα μεγάλα καθαρά χαμογελαστά της μάτια , τα ομορφότερα του σύμπαντος κόσμου.

Έξω ο Θοδωρής, ο βιολιστής μας,  κάθεται στα χόρτα μόνος και γράφει πυρετωδώς νότες πάνω σε μια ανακοίνωση.
Δεν είναι να τον διακόπτεις  κάτι τέτοιες στιγμές.

Ο Πέτρος που γυροφέρνει στο χέρι του ένα άχυρο και σκέφτεται τις επιλογές του.

Η Ελένη που προσπαθεί να κρύψει με ένα δυνατό γέλιο την πεποίθησή της ότι μια ακόμη ήττα είναι «ασφαλώς βέβαιη»….

…και στη διπλή διαχωριστική γραμμή του δρόμου , ανάμεσα στα αυτοκίνητα η Κορίνα με το σακίδιο της στην πλάτη μοιράζει τις  διακηρύξεις του αγώνα.

Μου χαμογελάει από μακριά και κουνάει το χέρι.

Θάθελα να πάω εκεί, στην διπλή διαχωριστική γραμμή, και να της δώσω ένα φιλί.

Φοβάμαι μην μας «παρεξηγήσουν».
Άσε που θα δημιουργήσουμε και προβλήματα στην «ομαλή κυκλοφορία των οχημάτων».

Ήταν δύσκολο να περιφράξουμε τον σταθμό.


Νομίζω ότι θα είναι πολύ πιο δύσκολο να αποκαταστήσουμε τις επικοινωνίες.

Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

Ανδρέας και Σία ΕΠΕ


Έχω καιρό να δώ τον  κύριο Αντρέα.
Μου είπαν ότι «είναι καλά»  αλλά δεν μπορεί να βγαίνει πλέον από το σπίτι.
Τον έχει αναλάβει μια γυναίκα να τον φροντίζει.

Λέω να γράψω  λίγα λόγια για την απίστευτη ιστορία της ζωής του.
Μου τα αφηγήθηκε μια μέρα σε ένα πεζούλι της πλατείας .
 Έμεινα  με ανοιχτό το στόμα.
Είναι κρίμα να  μείνει  για πάντα άγνωστη.

Στην κατοχή , λοιπόν, ο μικρός  Αντρέας συμμετέχει σε συμμορία αδίστακτων πιτσιρικάδων που έκλεβαν  (άκουσον άκουσον ) τηλεφωνικά καλώδια των Γερμανών.

Τα καλώδια ήταν  απλωμένα πρόχειρα πάνω από τις στέγες . Ο ένας έκοβε την μια άκρη και ο άλλος τύλιγε το καρούλι από την άλλη.

Τα μετέφεραν σε ένα υπόγειο στο Καμπιέλο που είχαν μετατρέψει σε βιοτεχνία.

Τα καλώδια τότε είχαν ένα πάνινο περίβλημα και ένα εσωτερικό χάλκινο καλώδιο.
Τα έκοβαν σε μήκος σαράντα πόντους . 
Τράβαγαν το χάλκινο καλώδιο από μέσα και το πέταγαν . 
Έβαζαν στις άκρες του πάνινου περιβλήματος ένα τσίγκινο λαμαρινάκι με πένσα .

Τα έδενα σε ζευγάρια και τα πουλούσαν για κορδόνια παπουτσιών.

Είχε βομβαρδιστεί τότε το μοναδικό εργοστάσιο κορδονιών στον Πειραιά και είχε μείνει όλη η Ελλάδα (εκτός των άλλων) χωρίς κορδόνια.

 Η «Επιχείρηση»  πήγαινε καλά μέχρι που οι Γερμανοί είδαν τους Κερκυραίους με κορδόνια πολυτελείας και ακολουθώντας τα ίχνη συνέλαβαν  τους «επιχειρηματίες».

Τους πήγαν στα Γιάννενα για ανάκριση και εκτέλεση  αλλά εκεί μεσολαβεί η γκόμενα του διοικητή των Ες Ες που ήταν Κερκυραία και την γλυτώνουν. 
Από τότε είχαμε πιάσει τα πόστα .

Τόνε σακατεύουν στο ξύλο οι Γερμανοί και τόνε στέλνουν πίσω.

Με το που τελειώνει ο πόλεμος ο Αντρέας είναι κυνηγημένος  από του ντόπιους ως σεσημασμένο κλεφτρόνι  και  πάει να βρει την τύχη του ..στην Αλβανία.

Περνάει με την συμμορία απέναντι με μια βάρκα και δηλώνει  θαυμαστής του σοσιαλισμού και του Εμβέρ Χότζα προσωπικώς.

Τόνε ξανασακατεύουν στο ξύλο οι  Αλβανοί τώρα.

Τόνε χαρακτηρίζουν ύποπτο για κατασκοπεία  και τόνε βάζουνε στα κάτεργα να κουβαλάει πέτρες για να φτιαχτούν τα πολυβολεία που δεσπόζουν στους βράχους απέναντι από το Καπαρέλι  ώστε να αποκρουστούν οι επιθέσεις του ιμπεριαλισμού.

Είδε και αποείδε ο μικρός Ανδρέας από τα καλά του σοσιαλισμού  και αποφασίζει να δραπετεύσει.

Τόνε πιάνουν οι Αλβανοί  σοσιαλιστές κατά την διάρκεια της απόδρασης .

Τόνε ξανασακατεύουν στο ξύλο.

Τον ανταλλάσσουν με  αιχμαλώτους  Αλβανούς  που είχαν οι «δικοί μας» .

Με το που περνάει το πορτόνι στην Κακαβιά, πριν πάρει την πρώτη ανάσα από τον αέρα της ελευθερίας , τόνε πιάνουν οι «δικοί μας».

Τόνε σακατεύουν στο ξύλο  οι « Έλληνες πατριώτες»  τώρα .

Πιστεύουν ότι είναι  κομμουνιστής που τον  έστειλαν οι Αλβανοί για κατάσκοπο.

Από τότε ο Αντρέας  σε κάθε απότομη καμπή της σύγχρονης ιστορίας του τόπου μας τρώει ξύλο .

«Έφαγα πολύ ξύλο για τα κορδόνια , Σταμάτη» μου λέει  με παράπονο.

Κοιτάω σκεφτικός τα παπούτσια του .

Φοράει   κάτι παλιομοδίτικα παντοφλέ  … με λάστιχο.

Τώρα είναι αιχμάλωτος μιας Βουλγάρας .

Ελπίζω να μη τόνε δέρνει.


Αν την σκαπουλάρει και αυτή τη φορά θα τον ξαναδούμε στην πλατεία.

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

440 Hz/sec


 Ο Πασκουάλε  δούλευε χρόνια σκυφτός στο πάγκο.

Η κατασκευή των μαντολίνων ήταν γι αυτόν μια γιορτή,  ένα πάθος  και μια εσωτερική  υπόθεση.

Η πώληση του μαντολίνου ήταν πόνος , αποχωρισμός,   βουβό κλάμα και συντριβή.

Πίστευε πάντα ότι τα μαντολίνα είναι φτιαγμένα για σερενάτες . Ο ήχος έπρεπε να είναι μαλακός,  νυχτερινός ,γαλήνιος.
Οργίζονταν όταν άκουγε για  καινοτομίες  που έδιναν έναν σκληρό και κοφτό ήχο.

Σαν να προσπαθούσαν να αντιγράψουν τους ήχους μιας σκληρής και κοφτής εποχής που ερχόταν.

Δούλευε κυρίως τις νύχτες στο ισόγειο εργαστήριο  του σε ένα καντούνι του λιμανιού της Νάπολι.

Οι κάτοικοι της παλιάς πόλης τον θεωρούσαν έναν απόμακρο και ιδιόρρυθμο τεχνίτη μουσικών οργάνων.

 Το μαντολίνο Νο 53 ξεκίνησε το ταξίδι του ένα απόγευμα της  Δευτέρας 15 Ιουνίου στα 1891.

Φορτώθηκε μαζί με κιβώτια σαλάμια , τυριά και  υφάσματα για τον Τάραντα και από κει, την άλλη μέρα, θα έφτανε στο Μπρίντιζι για να συνεχίσει το ταξίδι του με το πλοίο.

Partire  un po di morire» ( η αναχώρηση είναι ένας μικρός θάνατος),  συνήθιζε να λέει  ο Πασκουάλε κάθε που πήγαινε το «εμπόρευμα»  για φόρτωμα.

Την Τετάρτη 17 Ιουνίου στα 1891  ξέσπασε κακοκαιρία και η θάλασσα έβγαζε φίδια. Οι ναύτες πάλευαν να κρατήσουν στέρεα δεμένα τα κιβώτια με τα εμπορεύματα.

 Το καράβι   τρόμαξε να περάσει τους Οθωνούς.
Μετά θα  έκοβε ο Γαρμπής και το ταξίδι προς την Κέρκυρα θα ήταν εύκολο.

Το μαντολίνο Νο 53 πωλήθηκε σε μια Κερκυραία κυρία που το αγόρασε για τον μικρό της γιό.

Ο Γιός μεγάλωσε παντρεύτηκε και το μαντολίνο έμεινε κλεισμένο σε μια μικρή αποθήκη  στην σοτοσκάλα.

Η γυναίκα του  συμπάθησε ένα παιδάκι που πέρναγε κάθε μέρα μπροστά από το σπίτι της και πήγαινε στο ωδείο και του χάρισε το μαντολίνο.

Το μαντολίνο του Πασκουάλε Νο 53 άλλαξε ιδιοκτήτη και βρέθηκε ξαφνικά στα χέρια ενός μικρού μαθητή που γρήγορα το βαρέθηκε γιατί του άρεσαν τα πνευστά.

Το μαντολίνο του Πασκουάλε ξαναμπήκε σε αποθήκη  και έκτοτε μετακόμισε πολλές φορές μαζί με παλιές καρέκλες , ντουλάπια, και σιδερένια κρεβάτια.

Είδε μέσα από τις χαραμάδες της ξύλινης πόρτας της αποθήκης  κηδείες ,γάμους, βαφτίσια, απελευθερώσεις , πολέμους ,κατοχές, καυγάδες , γλέντια και φρικτά εγκλήματα.

Κάποια μέρα άνοιξε η πόρτα της αποθήκης και το φόρτωσαν σε ένα φορτηγάκι μαζί με άλλα παλιοπράματα για τον σκουπιδοτενεκέ.

Ήταν ήδη σε κακή κατάσταση. Σπασμένο σε πολλές μεριές και ξεκολλημένο σε αρκετά σημεία. Σχεδόν δεν ανάσαινε καθόλου. Του είχαν μείνει μόνο οι σκουριασμένες Ρέ και σόλ.

Λίγο πριν το λιώσουν εντελώς τα τεράστια σιδερένια  δόντια  του σκουπιδιάρικου βρέθηκε στα χέρια μου.

Ο Πατέρας του μικρού μαθητή σκέφτηκε να μου το δώσει «μήπως και φτιάχνεται».

Το μαντολίνο Νο 53 του Πασκουάλε από την παλιά πόλη της Νάπολι  ανέβηκε ξανά στον πάγκο και μπήκε κάτω από μεγεθυντικούς φακούς .

Μικρές καρφίτσες,  ειδικές κόλλες, λεπτά  εργαλεία , βερνίκια και κεριά ανέλαβαν να επαναφέρουν στην ζωή το μαντολίνο του κυρίου Πασκουάλε.

Μετά από μέρες οδυνηρών εγχειρήσεων ξανάρθε στην ζωή.

Φόρεσε τις καινούργιες του χορδές.

Αισθάνεται να κουρδίζουν την Λα με ένα περίεργο ηλεκτρονικό όργανο.

Η Οθόνη δείχνει 440Hz/sec.

Ακριβώς Λά.

Νομίζω ότι  εκείνη τη στιγμή χαμογέλασε ο Πασκουάλε σκυμμένος πάνω στον πάγκο του εργαστηρίου του.


Η μου φάνηκε; 

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

Κουφάλες τραπεζίτες.

Γνώρισα τον Κώστα Πανάρετο ένα βράδυ σε ένα φιλικό σπίτι.

Μου συστήθηκε ως αγγειοπλάστης  καλλιτέχνης με βραβευμένο παρελθόν.

Είχαν πάρει μαζί με την Γυναίκα του την Κλειώ  ένα πανευρωπαϊκό βραβείο κεραμοποιίας πριν από λίγα χρόνια.

Εκείνες τις μέρες είχαν έρθει από την Αθήνα για μόνιμη εγκατάσταση στο νησί.
Κοιτούσα το ζεύγος προσπαθώντας να καταλάβω με ποιους είχα να κάνω εκείνο το βράδυ.

Από τα λεγόμενα τους φαινόταν  να είναι ένα ζευγάρι   «κουλτουριάρηδων»  που  ξέβρασε η θάλασσα.

Το παρουσιαστικό τους , όμως, με μπέρδευε.

Ο  Κώστας  είχε εμφάνιση ανθρώπου της λαχαναγοράς.

Μάγκικη προφορά, μουστάκι ρεμπέτικο, κουστουμάκι κλασικό.

 Ο Πατέρας του ήταν Κερκυραίος και η μάνα του Μικρασιάτισα.

Η Κλειώ  ξανθιά και όμορφη , ομιλητική και ανοιχτόκαρδη  με  περίεργη προφορά.  Ελβετίδα με αρχαιοελληνικό όνομα και μεσογειακό ταμπεραμέντο.

Τους άκουγα να μου μιλούν για την ζωή τους και μου ερχόταν στο μυαλό  οι ιστορίες που έχω ακούσει για την άφιξη των Μικρασιατών  στην Κέρκυρα το ΄23.

Δεν έφτανε  ο διωγμός τους από  τις παρακρατικές τσέτες στην Τουρκία. Δεν έφτανε ο διωγμός τους από του ελληναράδες φασίστες παρακρατικούς εκείνης της εποχής στον Πειραιά.
Δεν έφτανε που τους έθεσε υπό διωγμό το Εργατικό  Κέντρο Αθήνας  για  «να μην επιτρέπηται εις τους πρόσφυγας να εργάζωνται εις τας εργασίας εντοπίων εργατών...», μόλις έφτασαν στην Κέρκυρα τους βομβάρδισαν μέσα στο φρούριο και οι φασίστες του Μουσολίνι.

Εκεί, λοιπόν,  που κυλούσε η βραδιά με αφηγήσεις με κρασί και με μεζέδες  φεύγει ξαφνικά ο Κώστας και επιστρέφει με ένα αυτοσχέδιο τρίχορδο μπουζούκι.

Παρόλο που δεν είναι του μουσικού μου ύφους αναγκάστηκα λόγω της περιστάσεως να  ακομπανιάρω με μια κιθάρα που βρέθηκε εκεί κοντά αφού προηγουμένως με διαβεβαίωσε ο Κώστας ότι τα τραγούδια «είναι μεν μινόρε αλλά αυτός τα παίζει…. σαν ματζόρε».

Ακολούθησε μια βραδιά που δεν ήθελε  κανείς  να τελειώσει.

Έτσι ανακαλύψαμε τον άλλο μισό Κώστα , τον  Μικρασιάτη,  και ακούσαμε τα τραγούδια του να μιλούν με ύφος μιας άλλης εποχής,  για το σήμερα.

«Κοφτήρες και κυνόδοντες
Κοντά και οι φρονιμίτες
Όλοι μαζί μασάγανε,
Μασάγαν και δαγκάνανε
Κουφάλες τραπεζίτες».

Αυτόν τον καιρό  η Κλειώ και ο  Κώστας ετοιμάζουν ένα σπουδαίο  έργο τους .

Πρόκειται για ένα αρχαίο καράβι των Φαιάκων που όσοι έχετε υπομονή μας θα το   δείτε τοποθετημένο στην είσοδο του λιμανιού μας.




Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Ο διάδοχος ενός ανόητου βασιλιά


Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας  βασιλιάς μέσα σε  ένα τεράστιο παλάτι.

Κανείς δεν είχε μπορέσει ποτέ να μετρήσει  τα δωμάτια του.

Ακόμα και ο ίδιος ο βασιλιάς που είχε επιβλέψει την κατασκευή του  παλατιού του είχε χαθεί πολλές φορές  μέσα στους  δαιδαλώδεις διαδρόμους του.

Δεν του έφτανε όμως το ένα παλάτι . Κάλεσε , λοιπόν, τους  καλύτερους  αρχιτέκτονες   από όλη τη χώρα και τους ανέθεσε να του φτιάξουν παλάτια παντού.

Έφτιαξε τόσα πολλά παλάτια που δεν θυμόταν που ήταν το καθένα.

Κάθε που πήγαινε να μείνει για λίγες μέρες σε ένα από τα παλάτια ,του  έμπαινε η ιδέα να φτιάξει άλλο ένα.

Έτσι δεν μπορούσε να χαρεί ποτέ τα πλούτη του και για να παρηγορηθεί  έπιασε γκόμενα μια πεντάμορφη σταρ του σινεμά που όλοι την ποθούσαν.

Η Σταρ , όμως παρά τα κουνήματα ,τα νάζια και τα σκέρτσα της ήταν πολύ κρύα στο κρεβάτι και ο βασιλιάς ,είδε και αποείδε ,και τάφτιαξε με μια καμαριέρα.

Η καμαριέρα  ήταν πολύ φλογερή γυναίκα αλλά του βασιλιά δεν του σηκωνόταν  στην σκέψη και μόνον ότι , κοτσάμ βασιλιάς , θα πάει με ένα δουλικό.

Έτσι πέρασαν τα χρόνια ώσπου έγινε ένα δημοψήφισμα και τον έδιωξαν.

Ο έκπτωτος βασιλιάς ζει τώρα σε ένα ανήλιαγο δωμάτιο στο βροχερό Λονδίνο.

Εκείνο που τον ενοχλεί περισσότερο είναι ότι  όταν λέει  ότι  είναι ο εξόριστος βασιλιάς των Ελλήνων  τον  ρωτούν «Ποιοι είναι αυτοί;».

Κάποιος μάλιστα κακοήθης υπέθεσε ότι είναι μια γνωστή φυλή της Νέας Ζηλανδίας που οι πολεμιστές της συνηθίζουν να στολίζουν με διάφορα αξεσουάρ τα γεννητικά τους όργανα.

Το σπουδαιότερο παλάτι του , στο Μόν Ρεπό,   έχει γίνει μουσείο . Είναι μέσα σε ένα κατάφυτο δάσος  με αιωνόβια δένδρα.

Κάθε  απόγευμα πηγαίνω  με το ποδήλατό μου εκεί.

Μου φτιάχνει έναν καφέ ο φύλακας του μουσείου και μου τον φέρνει στο μπαλκόνι απέναντι από την θάλασσα.

Πίνω μερικές γουλιές και ανάβω το τσιγάρο μου αγναντεύοντας την θάλασσα.

Αργότερα παίρνω παραμάσχαλα την πετσέτα μου και κατεβαίνω από ένα μικρό μονοπάτι ανάμεσα από τεράστια δένδρα σε μια ατομική αμμουδιά που διαμορφώθηκε για να κάνει το μπάνιο του ο  Μεγαλειότατος  και που ουδέποτε την επισκέφτηκε  γιατί είχε πολλές δουλειές  .

Ξεβρακώνομαι, τεντώνομαι και ,  έτσι όπως με γέννησε η μάνα μου, πέφτω στη δροσερή αγκαλιά του Ιονίου.

Αργότερα βγαίνω σκουπίζομαι με την πετσετούλα μου , φοράω τα  ρουχαλάκια μου και ανηφορίζω νωχελικά το ατομικό μου μονοπάτι.

Στο μπαλκόνι του παλατιού με περιμένει ο υπόλοιπος καφές.

Έχω  μερικές μποτίλιες άσπρο κακοτρύγη στο σπίτι.

Σκέφτομαι να φέρω δυο τρείς , να τις βάλω στο ψυγειάκι του φύλακα, να φέρω και σε ένα ταπεράκι  λίγες ελιές,  λίγη μοντζαρέλλα , λίγο σαλάμι , και καμιά ντοματούλα.

Να κάνω και κανένα μεζεδάκι  βρε αδελφέ!

«Πιάνομαι»  σε αυτή την πλαστική καρέκλα.

Κάποια μέρα λέω  να διεκδικήσω τον θρόνο.

 Θα τον βάλω στο μπαλκόνι  να  κάθομαι ποιο αναπαυτικά.

Τον έχουν στο υπόγειο του μουσείου και αραχνιάζει.


Κρίμα είναι .