Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

«Ο Παλιαμπάς»



Το όνομα  του (το παρατσούκλι του μάλλον) , πάντα για κάποιο λόγο,  μου θύμιζε τίτλο από διήγημα του Παπαδιαμάντη.

Κανείς δεν ξέρει  πως πραγματικά λένε τον Παλιαμπά
Καμιά κρίση δεν τον αγγίζει.

Θυμάμαι παλιά (επί δραχμής), είχε μπήξει  τέσσερα  ξύλα στην άμμο του Χαλικούνα, είχε βάλει και σκέπαση από καλάμια που έκοψε από τον καλαμιώνα της λίμνης .
Έτοιμο το «μαγαζί».
 Έκανε φρέσκα νοστιμότατα σάντουιτς , νερά και αναψυκτικά.
Μια μέρα ξεκίνησε να πάει στην πόλη. Πήρε μαζί  του τα σκουπίδια και την σακούλα με τα λεφτά.
Έριξε τα λεφτά στο πρώτο σκουπιδοτενεκέ και πήγε και κατέθεσε τα σκουπίδια στην τράπεζα.

Θεός!!!

Αργότερα τον προσέλαβαν Ντελάλη στο ΚΚΕ.
Κυκλοφορούσε με μια ερειπωμένη καμιονέτα  και διαλαλούσε στις γειτονιές τις εκδηλώσεις του Κόμματος.
Είχε από πάνω δεμένο με τριχιά  ένα μεγάφωνο, ένα χορτοκοπτικό , μια φάλτσα και διάφορα άλλα εργαλεία της δουλειάς.

Με είδε μια φορά στο δρόμο να περιμένω και με πήρε με κίνδυνο να κατηγορηθεί για υπόθαλψη αντικομουνιστή.
Άνοιξε την πόρτα και τίναξε το κάθισμα για να κάτσω . Σηκώθηκε μπουχός. Τελικά κάθισα πάνω  σε ένα βουνό από διακηρύξεις της Κεντρικής Επιτροπής.
Στο ντουλαπάκι είχε  τακτοποιημένες τις κασέτες που έπαιζε σε κάθε περίπτωση.
Για αγροτικά συλλαλητήρια είχε μια με εκκλήσεις για συμμετοχή στην συγκέντρωση (που ήταν πάντα)   «..αύριο στις έξι στο Σαρόκο στο μεγάλο αγροτικό, παγκερκυραικό συλλαλητήριο»  και ακολουθούσαν τραγούδια της εποχής μας  όπως «Όχι δεν πουλάμε», «..Και με οι παππούδες μου ήταν αγρότες» και άλλα.
Για εργατικές απεργίες είχε μια  ανάλογη με τραγούδια όπως «Πάγωσε η τσιμινιέρα» , «..Είμαι το νούμερο οχτώ..» και άλλα.
Η προεκλογική κασέτα .
Μια για δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές  και λοιπά.
Είχε και μια της  Επιτροπή ειρήνης που είχε να την χρησιμοποιήσει από το  ’89 που, ως γνωστόν,  επικράτησε το  καθεστώς της παγκόσμιας ειρήνης .

Τελευταία κόβει , φτιάχνει  και εμπορεύεται ξύλα και κάρβουνα .
Τονε έπιασε η τροχαία. Δεν είχε άδεια , δίπλωμα , τέλη κυκλοφορίας, ΚΤΕΟ ,ταυτότητα, και βενζίνα.
-«Καλά δεν έχεις κανένα χαρτί;» ρωτάει ο τροχονόμος.
Του έδωσε μια προκήρυξη του ΚΚΕ.
Τονε πήγανε  μέσα με το φορτηγάκι και τα  κάρβουνα επάνω.

Παζαρεύει ένα άλλο παλιό φορτηγάκι . Εφτακόσια ευρώ. Τόριξε στα Πεντακόσια. Του τόκανε και σε δόσεις . Του ζήτησε και δανεικά εκατόν πενήντα να πληρώσει την μεταβίβαση. Του ζήτησε και το μηχανάκι να πάει μέχρι το υπουργείο συγκοινωνιών.

-«Θέλεις  τίποτα άλλο;»  ρωτάει ο πωλητής κοιτώντας τον έντονα στα μάτια.
-«Έχεις ένα τσιγάρο;»
Του δίνει καπνό.
-«Χαρτί δεν έχεις;»  ρωτάει ο Παλιαμπάς.
-«Σάλιο θέλεις;»  του λέει ο πωλητής.

Να μου το θυμηθείτε, έτσι και γενικευτεί η κρίση,  ο Παλιαμπάς θα γίνει πρωθυπουργός . 

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

«ΜΑΣ ΨΕΚΑΖΟΥΝ!»



Προχτές αργά (στο Μπαρ το ναυάγιο) βρέθηκα να τα πίνω με μια καλή φίλη.
Στο δεύτερο ποτό μου  αφηγήθηκε μια ιστορία .
Ερχόταν , λέει, στην Κέρκυρα με το αεροπλάνο και την ώρα που χαμήλωνε για την προσγείωση , κοιτάει από το παράθυρο και τι να δει;. Από τα φτερά έβγαινε ένας άσπρος καπνός .
-«Αυτό ήταν !» μου λέει  « Μας ψεκάζουν!».
Άκουγα σιωπηλός.
Μου ήρθε στο μυαλό η αφήγηση ενός καλού φίλου για μια άλλη προσωπική του εμπειρία πριν από χρόνια.
Είχε διπλαρώσει μιαν  έμορφη επισκέπτρια και  έψαχνε να βρει τρόπο να την ξεμοναχιάσει.
Επειδή ήταν πάντα έμπειρος εραστής , πρώτα την άφησε να του εκδηλωθεί ιδεολογικοπολιτικά και ύστερα να «παίξει» αναλόγως.
Η επισκέπτρια είχε οικολογικές ανησυχίες . Πίστευε  ακράδαντα ότι η  οικολογική συντέλεια   του κόσμου είναι  αναπόφευκτη.
Σκέφτηκε λοιπόν , ο αθεόφοβος Κερκυραίος εραστής, να την πάει  εκδρομή στην μαγικότερη τοποθεσία που ήξερε και πίστευε ότι , εκεί μέσα στο μεγαλείο της φύσης, θα κάμπτονταν οι αντιδράσεις της  γκρινιάρας  ακτιβίστριας.
Ετοίμασαν φαγητό . Φόρεσαν τα κατάλληλα παπούτσια. Φορτώθηκαν τα σακίδια και ξεκίνησαν τον ποδαρόδρομο προς μιαν από τις καλύτερες βουνοκορφές (ου πανέμορφου) νησιού μας .
Στον  ατελείωτο  και κακοτράχαλο ανήφορο  σκεφτόταν  τις ανέσεις που απολαμβάνει ένας εραστής των μεγαλουπόλεων  και  σκεφτόταν σοβαρά να μεταναστεύσει στην Αθήνα.
Κάθιδρος  έφτασε στην κορυφή του Γολγοθά διακόσια μέτρα πίσω από την φυσιολάτρισσα.
Διάλεξε επιμελώς το μέρος και στρώσανε τα στρωσίδια τους. Άπλωσαν τα φαγητά  και ένα μπουκάλι κρασί (από  το καλό)  τεσσάρων χρονών που κόντευε να γίνει κονιάκ.
Είχε πάρει μέχρι και μαξιλάρι.
Τσιμπολογούν μεζέδες και  αρχίζουν τα προκαταρκτικά.
Όλα πάνε καλά . Οι αντιστάσεις κάμπτονται . Προμηνύεται ένα παθιασμένο και θυελλώδες ερωτικό μεσημέρι.
Έχει προβλέψει τα πάντα.
Θα ανοίξει το κρασί  την κατάλληλη στιγμή , λίγη ώρα πριν σημάνουν οι σάλπιγγες της γενικής επίθεσης.
Έχει πάρει μαζί του και δύο κρυστάλλινα κολονάτα ποτήρια κρασιού.
Τα έχει στο σακίδιο του τυλιγμένα με χαρτοπετσέτες .
Περιμένει  την στιγμή που θα ανοίξει το μπουκάλι. Τότε… τη στιγμή της  γνωστής  αμηχανίας. «Πώς θα πιούμε το κρασί;» θα τα βγάλει , εκεί στην ερημιά, δήθεν αδιάφορα, σαν να κάνει το ποιο συνηθισμένο πράγμα του κόσμου.
Ξέρει αυτός  «δεν είμαστε χτεσινοί!»
Πράγματι έρχεται η ώρα του κρασιού . Τσουγκρίζουν τα κρυστάλλινα κολονάτα ποτήρια. Φέρνουν τα ποτήρια στα χείλη τους .Η φυσιολάτρισσα  τον κοιτάει πάνω από το ποτήρι εντυπωσιασμένη . 
«Όλα βαίνουν καλώς» Σκέφτεται ο δικός μου.
Ακριβώς τότε , στην πρώτη γουλιά… ένας τρομερός βόμβος  συγκλονίζει την ησυχία της  βουνοκορφής. Σηκώνουν τρομαγμένοι το κεφάλι ψηλά . Ένα αεροπλάνο περνάει ξυστά από τις ελιές και τους ψεκάζει με Λεμπαισίντ. Ένα ισχυρό και απαγορευμένο δηλητήριο που σκοτώνει από τους δάκους μέχρι και τους ρινόκερους.
Του βγαίνει  η γουλιά από τη μύτη.
Η λεγάμενη σηκώνεται επάνω  εκτός εαυτού  και  εκτοξεύει χριστοπαναγίες προς τον ουρανό .
Ο Δικός  μου κλωτσάει τα φαγητά  και τα στρωσίδια. Εκτοξεύει το μαξιλάρι στον γκρεμό και κατηφορίζουν τρέχοντας.
Έκτοτε  τον χάσαμε.
Λένε ότι τον έχουν δει να τριγυρνάει  στην Πλατεία Κουκακίου.
Ετοιμάζομαι να πάω να δω το θεατρικό του φίλου μου του Γιώργου Τσαντίκου στο Πολύτεχνο με τίτλο «Μας ψεκάζουν!»

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

ΠΑΥΛΙΚΑΝΟΙ, ΒΟΓΟΜΙΛΟΙ, ΒΑΛΝΤΟΙ, ΑΛΜΠΙΓΟΝΟΙ, ΚΑΘΑΡΟΙ



Τον συνάντησα στον Ανεμόμυλο χτές το πρωί.
Έκανα την  συνηθισμένη μου ποδηλατάδα στην Κυριακάτικη λιακάδα της Γαρίτσας.
Μου έκανε, παρακλητικά,  νόημα να σταματήσω.
Φορούσε ένα ανοιχτόχρωμο παλιό αξιοπρεπές κουστούμι. Κάτασπρα μαλλιά , μπαστούνι , γέρικο αρχοντικό παράστημα.  
Βάδιζε με μικρά ασταθή βήματα.
Άφησα το ποδήλατο στο μουράγιο.
-«Παρακαλώ , τι θέλετε κύριε;» ερωτώ.
-«Ευγενέστατε νέε μου , μπορείτε να με βοηθήσετε να περάσω απέναντι τον δρόμο;»
Με σκλάβωσε αυτό το «νέε μου».
Έκανα τον τροχονόμο μέχρι να περάσει απέναντι.
-«Νέε μου είστε ευγενέστατος …σας είμαι υποχρεωμένος».
-«Να είσαστε  καλά , αλλά αν με ξαναπείτε άλλη μια φορά «νεαρό» είμαι ικανός να σας περάσω απέναντι στην Σαγιάδα.
Γελάσαμε.
-«Με ποιόν έχω την τιμή να συνομιλώ παρακαλώ;» συνέχισα στο ίδιο ύφος.
-«Οδυσσέας  Κάρολος  Κλήμης»  μου απάντησε ο σεβάσμιος γέροντας  κάνοντας μια ανεπαίσθητη υπόκλιση.
Έμεινα έκπληκτος.
-«Εσείς είστε λοιπόν ο γνωστός Ιστορικός ; Επιτέλους σας γνωρίζω και από κοντά. Έχω διαβάσει όλα σας τα βιβλία.»
-«Αλήθεια!...Ποιό σας άρεσε περισσότερο;»
-«Όλα ωφέλιμα είναι αλλά πιο πολύ με εντυπωσίασε η «κοινωνιολογία του Κερκυραϊκού λαού».
Καθίσαμε να πιούμε έναν καφέ. Μου μίλησε για το νέο βιβλίο του με τίτλο «Λούβρο».
Άκουγα με μεγάλη περιέργεια.
Μου μιλούσε ασταμάτητα και με πάθος για αυτό.
Ο παράξενος Οδυσσέας  με ταξίδεψε αιώνες πριν .
Μου μιλούσε για  πρωτάκουστα  πράματα . «Βογομίλοι , Λαμπιγόνοι, Βαλντοί, καθαροί, Παυλικανοί». Αιρέσεις  θρησκευτικές και παράξενες ιστορίες.

Τον αρχηγό των Βογομίλων τον έκαψαν στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης μπροστά στα μάτια χιλιάδων φανατισμένων πιστών.
Η Εκκλησία λέει ότι έκαναν έναν τεράστιο σωρό από κορμούς δένδρων στην μια μεριά του ιπποδρόμου. Έστησαν έναν σταυρό στην άλλη μεριά. Έβαλαν τον  δυστυχή Βογομίλο στη μέση και άναψαν φωτιά. Περίμεναν να δουν τι θα διαλέξει .  Την φωτιά η τον σταυρό; Τελικά , λένε , έπεσε μόνος του στην φωτιά.
Η Άννα η Κομνηνή, αντιθέτως, έγραψε ότι τον έδεσαν και τον έριξαν στην φωτιά.

Οι αιρέσεις αυτές είχαν μεταξύ τους  αδιόρατες μικροδιαφορές. Ουσιαστικά ήταν κάτι σαν τους τροτσκιστές του κομμουνιστικού κινήματος στις διάφορες εκδοχές τους.
Μεταξύ Λαμπιγόνων και Βαλντών  υπήρχε τόση διαφορά όσο ανάμεσα στο ΜΛ ΚΚΕ και στο ΚΚΕ μλ.

Μια πλούσια  οικογένεια Γάλλων Παυλικανών, η οικογένεια Λούβρου,   μύησε τον βασιλιά της Γαλλίας  στην αίρεση και του δώρισε μια σπουδαία βιβλιοθήκη. Έκτοτε η βιβλιοθήκη ονομαζόταν «Βιβλιοθήκη Λούβρου». Πολύ αργότερα μετά την νίκη της Γαλλικής επανάστασης  δημιουργήθηκε το Μουσείο Λούβρου , συγκεντρώνοντας πολλά εκθέματα από όλο τον κόσμο.

Ένας κλάδος της οικογενείας αυτής μετοίκησε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου.

Εδώ αρχίζει μια άλλη Οδύσσεια . Η Οδύσσεια του Οδυσσέα Κάρολου Κλήμη.

Ταξιδεύει από χωριό σε χωριό  σε περιοχές που τότε ήταν  στα όρια του Δεσποτάτου της Ηπείρου και καταγράφει τα σημάδια της εν λόγω οικογένειας.

Οι Λούβροι της Κέρκυρας  , της Λευκάδας, της Ηλείας , της Άρτας  του Άργους  Ορεστικού .
Ποταμοί «Λούβροι».
Χωριά «Λούβρο».
Η δική μας άνω και κάτω Παυλιάνα , από τους Παυλικανούς και δίπλα ο  άνω και κάτω Γαρούνας από τον Γαλλικό ποταμό  Γαρούνα που έγινε μια σπουδαία μάχη.

Άκουγα μαγεμένος.

Ήρθε η γυναίκα του να τον πάρει με το αυτοκίνητο.

Με κάλεσε σπίτι του να μου συνεχίσει  την αφήγηση.

Θα σας κρατάω ενήμερους.

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

ΑΛΕΚΟΣ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΑΣ



 Είναι μεγαλύτερος μου αλλά τον θυμάμαι σαν όνειρο όταν παίζαμε στους δρόμους .

Τον  ξαναείδα στην Αθήνα να  τριγυρνάει  μόνος στην  Άνω Δάφνη  σαν χαμένος.

Δεν την άντεχε την Αθήνα.
 Ποτέ δεν προσαρμόστηκε.
 Το όνειρό του ήταν να ξαναγυρίσει στο χωριό.

Τραγούδαγε στην χορωδία που είχε φτιάξει ο πατέρας του στην Άνω Δάφνη.
Αυτή ήταν η όαση του στην έρημο της μεγαλούπολης.

Δούλευε σε έναν φούρνο.  
Κάνανε με την Βάσω τρείς κόρες  , την Άννα , την Έλενα και την Βέρα.
Οι κοπέλες μεγάλωσαν σε μια οικογένεια που όλοι τραγούδαγαν .
Η οικογένεια ζει σχεδόν  ασκητική ζωή.

Ήρθαν στην Κέρκυρα και ο Αλέκος έπιασε δουλειά στην Δημοτική επιχείρηση ύδρευσης ,αποχέτευσης.

Τον έβλεπα συχνά στον δρόμο την ώρα της δουλειάς.

Σπάνια τον έβλεπα ολόκληρο. Συνήθως έβλεπα το κεφάλι του να εξέχει από κάποιο υπόνομο.

Κάποτε , αστειευόμενος , τον ρώτησα τι «μέσον» έβαλε για να τόνε πάρουν στη δουλειά.
Μού λέγε ότι , σε αυτή τη δουλειά , θέλεις «μέσον» για να σε διώξουν.

Ίδρυσε  ξανά την χορωδία του χωριού  που είχαν ο πατέρας του και ο παππούς του.

Το πρωί με το τσαπί στον υπόνομο και το βράδυ έγραφε τις παρτιτούρες στο τραπέζι της κουζίνας του  φορώντας κάτι γυαλιά του παππού του κολλημένα με σελοτέιπ.

Μια φορά του πρότειναν να  πάει η χορωδία να κάνει φωνητικά σε μια συναυλία του Νταλάρα στην Θεσσαλονίκη.
-«Δεν μπορούμε να πάμε …μας «πειράζει» το λεωφορείο» δικαιολογήθηκε.
-«Μα τι λες; …» είπε ο απεσταλμένος « ..σας άκουσε και του κάνετε ….είναι ευκαιρία να γίνεται διάσημοι».
-« Εμάς δεν μας αρέσει ο Νταλάρας …..»  απάντησε ο Αλέκος «….αν του αρέσουμε ας έρθει να μας ακούσει εδώ».

Κάποια άλλη φορά του συστήσαμε τον Μανώλη Ρασούλη που ήρθε στο χωριό.
Συζητούσαμε και τραγουδάγαμε  όλο το βράδυ .
Αργά τον ξεπροβοδήσαμε με ένα τραγούδι στο Φόρο.
Κάποια στιγμή  του αποχαιρετισμού τον  ρωτάει ο Αλέκος  «…Πως είπαμε ότι σε λένε;» .

Ο Ρασούλης  μου είπε ότι του θυμίζει έναν Κρητικό τραγουδιστή,  ονόματι Ψαραντώνης.

Σε μια παρέα ανθρώπων της τέχνης κάποιος είπε ότι αυτός θα ήταν κατάλληλος για υπεύθυνος  πολιτισμού της Κέρκυρας.

Είπαμε  ότι είναι καλύτερα να τον αφήσουνε να συνεχίσει έτσι.

Τώρα ηχογραφούν στο σχολείο  μερικά  παραδοσιακά τραγούδια.

‘Όταν είναι έτοιμα όλα  θα τα  ακούσετε.

Προς το παρόν ακούστε τον «Βόλγα» , ένα  παλιό τραγούδι μας  που  βασίζεται σε ένα παραδοσιακό ρώσικο λαϊκό τραγούδι.

Η Εγγραφή έγινε στη μέση του δρόμου με ότι αυτό συνεπάγεται.

http://www.youtube.com/watch?v=e-JJlak4PPo&feature=plcp


Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑΣ



Είναι καιρός να αλλάξω επάγγελμα.
Σκέφτομαι να ανοίξω ένα γραφείο υποβολής δηλώσεων μετανοίας και πιστοποιητικών πάσης φύσεως.
Θα τα κονομήσω χοντρά.
Ο Δεξιός Γιατρός της γειτονιάς μου, κάθε που ανοίγουμε κουβέντα,   βγάζει από την τσέπη του το χαρτί της παραίτησης τους  από την τοπική οργάνωση της ΝΔ .
 Θυμίζει τον Λ. Κωσταντάρα   στην ταινία που βγαίνει από το ψυχιατρείο με το χαρτί στην τσέπη και πλακώνει στις φάπες τον Τζανετάκο.
Του λέω,  ότι  η παραίτηση χρειάζεται και μια επικύρωση με το «γνήσιον της υπογραφής». Το δέχεται .
Τι είναι να δώσει δέκα ευρώ ;

Ο « Στρατηγός» ( απόστρατος  αξιωματικός της αστυνομίας ) πιστεύει ότι  καλά κάνει η κυβέρνηση και βγάζει στο σφυρί τα πάντα.
-«Στρατηγέ μου …» του λέω «.. την πατρίδα μας;… μήπως είστε αναρχικός;»
-« Όχι!!..» μου λέει με γουρλωμένα μάτια «…πιστεύω εις την  ελεύθερην  αγοράν»
-«Τότε να  να συντάξωμεν μιαν δήλωσιν ότι  «αποκηρύσσετε  με τα βδελυγμίας  τον εθνικισμόν και τας παραφυάδας αυτού και  αποδέχεσθε τας αρχάς του νέοαναρχοκαπιταλισμού» .
Ποτέ δεν είναι αργά να κάνετε μιαν νέαν αρχήν».

Ο Κύριος Κώστας  (ετών δύο λεπτά πριν τη λήξη του δευτέρου ημιχρόνου) ψηφίζει   πάντα ΠΑΣΟΚ.
 Η φράξια του συνέρχεται καθημερινά στα παγκάκια της πλατείας.
Φοβούνται την επάνοδο της δεξιάς.
 Έχουν υπογράψει όλοι δηλώσεις μετανοίας  και με τα δύο χέρια και κατηγορούν το  ΚΚΕ ότι τους πρόδιδε πάντα.
Ξεκινούν από τη Βάρκιζα και καταλήγουν στην Παπαρήγα.
Χρειάζονται μια επίσημη βεβαίωση «αριστερών φρονημάτων και αγωνιστικού παρελθόντος».
Ειδικά ο Κώστας έχει παραγγείλει και μια ταυτότητα μαυροσκούφη του Άρη.

Ο Μάκης  εργάζεται  στην κάβα της γειτονιάς.
Έχει κλειστεί στο σπίτι του.
 Ότι κουβέντα και να ανοίξουμε , από δω το φέρνει  αποκεί το πάει, καταλήγει πάντα στα χρόνια εκείνα  (τα παλιά)  που διέπρεψε ως  αναρχικός πετροβολητής στην Αθήνα.
Τώρα «δεν γίνεται τίποτα με εικοσιτετράωρες απεργίες». 
Τούχει μείνει μια μικρή κοτσίδα χαμηλά στο σβέρκο να θυμίζει το ένδοξο παρελθόν του . Χρειάζεται επειγόντως μια  « βεβαίωση πετροβολητή  και στενού φίλου του Νικόλα Άσημου»   να τη δείχνει  «στα παιδιά» όταν μεγαλώσουν.

Η Μάγδα βγάζει έναν πύρινο λόγο στην  συνέλευση της τοπικής ΕΛΜΕ. Καταγγέλλει το ΚΚΕ , τον ΣΥΡΙΖΑ , το κράτος , την συνδικαλιστική Γραφειοκρατία, το σωματείο εμπόρων καταστηματαρχών, την ένωση πολυτέκνων, το σωματείο των ΟΤΑ, τον Αποστόλη, την κυρία Ελευθερία, τον Παπακώστα , τον «εκφασισμένο λαό», τον ναό του Αγίου Γεωργίου, τις «πλατείες» και τους μεταλλαγμένους πασόκους .
 Αποχωρεί ενδόξως από την συνέλευση με το κεφάλι ψηλά.
Πρέπει να γυρίσει στο σπίτι «να ταΐσει και τα παιδιά».
Χρειάζεται επειγόντως ένα «πιστοποιητικό καθαρότητας»  για την κορνίζα στο χωλ.

Ο Περικλής  ζούσε πάντα με μικροαπατεωνιές. Έκλεβε «στο ζύγι» σε όλη του την ζωή.
Τώρα του φταίει ο Τσοχατζόπουλος.
Χρειάζεται επειγόντως  ένα μετάλλιο «προτέρου εντίμου βίου».
Ο Νίκος κοιτάει πάντα την πάρτη του.
Έλειπε από παντού.
Αφηγείται ιστορίες  όπου ήταν παντού.
Τον κοιτούν με δυσπιστία.
Χρειάζεται μια βεβαίωση ότι  «Ήταν πάντα εκεί».

Ο  Παύλος ήταν πάντα τρομαγμένος.
Δεν αντιστάθηκε ποτέ.
Διαισθάνεται το επερχόμενο τέλος του.
Του αξίζει ένα άγαλμα  (σαν του Οδυσσέα Ανδρούτσου) με υψωμένο το γιαταγάνι  στην κεντρική πλατεία της πόλης μας .

Το γραφείο μας θα είναι ανοιχτό κάθε μέρα (8οο-3οομμ) εκτός Σαββάτου και Κυριακής.

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

ΤΣΙ ΜΟΥΛΑΣ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ



Γενιές μεγαλώσαμε με το παραμύθι  «Τσι μούλας το πήδημα».
Κάθε αφηγητής ξεκίναγε με τα εξής λόγια: «Αυτή η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα».
Ήτανε λέει, τα χρόνια τα παλιά , μια βασιλοπούλα που έμενε σε ένα κάστρο στην κορυφή ενός  παράξενου βουνού.
Κάποια μέρα , εκεί που έκανε βόλτα με το μουλάρι της  βλέπει στο βάθος να ανηφορίζουν στο βουνό οι πειρατές που μόλις  είχαν αποβιβαστεί στην ακτή.
Η Βασιλοπούλα , απελπισμένη σκέφτηκε ότι θα την βιάσουν  , έδεσε τα μάτια του μουλαριού, έδεσε και τα δικά της και έπεσε μαζί με το μουλάρι σε έναν φοβερό γκρεμό. Έκτοτε η τοποθεσία στην  πλαγιά του βουνού ονομάζεται  «Τσι μούλας το πήδημα».
Οι Ιστορικοί , βέβαιά  λένε ότι ,αν συνέβη κάποιο παρόμοιο γεγονός στην περιοχή,  θα πρέπει να έγινε στην διάρκεια της βυζαντινής εποχής όπου στην συγκεκριμένη περιοχή υπήρχε Βίγλα (Παρατηρητήριο ακριτών).
Εκεί βρέθηκα την Κυριακή το πρωί κάνοντας τον καθιερωμένο μου  και μοναχικό περίπατο.
Πάντα παίρνω μαζί μου την μαρέντα μου (κολατσιό) , χαρτί  κουζίνας για κάθε χρήση , ένα μικρό σουγιά , τον καπνό μου και, όποτε έχω όρεξη, το μαντολίνο μου.
Ακολουθώ , δε, πάντα πιστά την προτροπή των παλαιοτέρων «Χέσε ψηλά και αγνάντευε».
Είμαι με κατεβασμένα τα παντελόνια στην άκρη του γκρεμού και αγναντεύω τα πέρατα ανέμελος.
Δίπλα μου μια οχιά βγήκε να λιαστεί  στο μπαλκόνι.  Όπου να ναι  μπαίνει ο χειμώνας και θα κλειστεί μέσα . Με βλέπει , γυρίζει αργά και ξαναμπαίνει μέσα.
Σκέφτομαι τι θα μπορούσε να συμβεί  αν αποβιβαζόταν σήμερα  οι πειρατές στην ακτή.
Αν , ας πούμε,  αποβιβαζόταν ο Τζόνυ Ντέπ με το ασκέρι του , το πιο πιθανό ήταν ότι θα μαζευόταν οι βασιλοπούλες από τα γύρω  κάστρα και θα περιμένανε εναγωνίως στη σειρά να τις βιάσει.
Θα μου πείτε « Δεν αυτοκτονούν σήμερα οι βασιλοπούλες;». Ασφαλώς και αυτοκτονούν , αλλά για άλλους λόγους , πιο σοβαρούς.
Ξέρω, για παράδειγμα μια βασιλοπούλα που  ο πατέρας της  της αγόρασε (με το εφάπαξ)   ένα τζιπάκι  Σουζούκι  εννιακόσια κυβικά. Κατεβαίνει το Σαββατόβραδο στην Αχαράβη. Πίνει το ποτό της στην Βεγγέρα  με το χαρτζιλίκι της  γιαγιάς. Απόψε τα χάλασε με τον δικό της. Πάει στο ΑΤΜ να πάρει είκοσι ευρώ , να συνεχίσει την βραδιά  αλλά « Το υπόλοιπο του λογαριασμού δεν επαρκεί για την συναλλαγή «
Δεν της έβαλαν  ακόμα το μισθό   του Αυγούστου από το ξενοδοχείο που δούλευε. Μου λέει ότι  «δεν γίνεται τίποτα». Θέλει να αυτοκτονήσει. Της λέω να ανέβει με το Τζιπάκι το βουνό και μόλις  φτάσει «Τσι μούλας το πήδημα» να σβήσει τα φώτα και να το πάρει όλο δεξιά.
Γύρευε τι παραμύθια θα λένε στα παιδιά τους οι επόμενες γενιές.
Άλλες εποχές , άλλα ήθη.
Θυμάμαι τον φίλο μου τον Γιώργο της γενιάς του Ροκ εντ Ρολ.
Γυρνάγαμε με το αυτοκίνητό του από τα Γιάννενα (από τον παλιό δρόμο) αμίλητοι, αδέκαροι  και νηστικοί.
Λίγα χιλιόμετρα έξω από την Ηγουμενίτσα  μας κάηκε η μηχανή.
Κατέβηκε μεγαλοπρεπώς  πήρε το κατσαβίδι (με το οποίο άναβε τα φλάς) , με κοίταξε σοβαρά , ανασήκωσε το φρύδι του και ξεβίδωσε τις πινακίδες.
-«Σπρώξε» μου λέει.
Το αυτοκίνητο  έπεσε στο γκρεμό και σταμάτησε εκατό μέτρα παρακάτω διαλυμένο.
Συνεχίσαμε πεζοί με τα πράγματα και τις πινακίδες στο χέρι.
Στο δρόμο τον είδα συνοφρυωμένο.
-«Τι συμβαίνει;»  του λέω.
-«Δεν ανατινάχτηκε» μου λέει « Πώς γίνεται και στις ταινίες όταν πέσει ένα αυτοκίνητο στο γκρεμό ανατινάζεται πάντα;»
Σηκώνω  το παντελόνι μου  και παίρνω το δρόμο της επιστροφής. 

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΧΡΟΝΟΣ


Δεν υπάρχει χρόνος.

Βράζω μακαρόνια.

Έχω την αίσθηση ότι αλλάζει το κλίμα.

Με πονάει το πόδι μου.

Διαλέγω λίστα αναπαραγωγής και βάζω δυνατά την μουσική.

Λένε , αυτοί  που  ξέρουν , ότι  ξορκίζει τα δαιμόνια των άδειων δωματίων .
Μερικοί  βάζουν δυνατά την μουσική και στα αυτοκίνητα  .
Αναστατώνουν τους περαστικούς και τους σκύλους  που κοιμούνται στις εισόδους των  καταστημάτων.
Λένε ότι έτσι ξορκίζουν τα δαιμόνια των άδειων δρόμων.
Δεν έχω  κεφαλοτύρι  να τρίψω και το ψωμί είναι χτεσινό.

Δεν υπάρχει χρόνος.

Είναι φορές που  οι αντάρτικες ομάδες των «μικρών πολέμιων του χρόνου και της φθοράς»  κάνουν αιφνιδιαστικά σαμποτάζ και καταργούν ,προς στιγμήν , το  καθεστώς του χρόνου.

Κάθομαι  στο τραπέζι  βυθισμένος σε σκέψεις.  
Σηκώνομαι κάθε τόσο .
Τη μια  έχω ξεχάσει την αλατιέρα και την άλλη τις χαρτοπετσέτες
.
Ξαφνικά το μάτι μου πέφτει σε ένα μικρό  καφετί μυρμήγκι που ανεβαίνει τρέχοντας την κασαδούρα  δίπλα μου.
«Θα είναι  ένα από τα μερμήγκια  της φωλιάς  κάτω από την μαρμαροποδιά  της εξώπορτας» σκέφτομαι.
Μάλλον θα έχει χάσει τον δρόμο του…. τι  γυρεύει τόσο μακριά μοναχό του.
Ακολουθώ την διαδρομή του. Τρέχει με ταχύτητα  που αναλογικά με εμάς θα πρέπει να είναι περίπου πενήντα χιλιόμετρα την ώρα.  Κατεβαίνει προς την κλειδαριά. 
Στην είσοδο της τεράστιας  σπηλιάς κοντοστέκεται.
Μπαίνει μέσα και το χάνω .
Ξαναβγαίνει και γυρίζει πίσω. 
Τρέχει ξανά  στην  τεράστια , άδεια κρεμ , λεωφόρο της  κασαδούρας .
Αρπάζεται από το καλώδιο του φορτιστή  και κατεβαίνει προς το τραπεζάκι του τηλεφώνου.

Σκέφτομαι:

«Μάλλον έχει χάσει το δρόμο προς την είσοδο της φωλιάς».
«Δούλευε ασταμάτητα όλο το καλοκαίρι και τώρα κινδυνεύει να  κλειστεί  έξω από την φωλιά».
«Όπου να ναι θα κλείσουν τις πόρτες για τον επερχόμενο χειμώνα …..(αν δεν τις έχουν κλείσει ήδη)».
Μπαίνει κάτω από τον καναπέ και αυξάνει ταχύτητα στο πάτωμα .
Ξαπλώνω κάτω και το παρακολουθώ.
Μπορώ να το  πιάσω και να το πάω στην φωλιά του. Θα νιώσω αμέσως ανακούφιση και θα συνεχίσω ήσυχος το φαγητό μου πριν κρυώσουν τα μακαρόνια.
Αλλά πάλι σκέφτομαι …Μπορεί να το εξόρισαν  για κάποιο σοβαρό παράπτωμα …η ,ακόμα μπορεί να μην αντέχει άλλο την ισοπεδωτική συλλογική διαβίωση του βασιλείου των μερμηγκιών….  Μπορεί να αποφάσισε να  ζήσει τον τρομερό  χειμώνα  (όπως του τον περιγράφουν ) και με όποιο κόστος …. Μπορεί , απλώς , να έχασε το δρόμο του , να έχει πανικοβληθεί ,να  επιστρέψει  τελικά  ,να αφηγείται στα μικρότερα την φοβερή περιπέτεια του και αυτά  να τον ακούνε με ανοιχτό το στόμα ,καθισμένα γύρω του τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Τα ηχεία του υπολογιστή στη διαπασών  από πάνω μου υπενθυμίζουν:
“Siamo foglie Siamo vento
Siamo sempre  in movimento”

Το χάνω από τα μάτια μου.

Μάλλον είναι καλύτερα έτσι.

Σηκώνομαι από το πάτωμα.

Δεν υπάρχει χρόνος.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Σαν σήμερα το πρωί , πριν από ένα χρόνο , λένε ότι έφυγε ο Κώστας Τζιαντζής.